Βιβλιο

Ο Πέτρος Μπιρμπίλης και οι ιστορίες του «Μπελ Ετουάλ»

Το νέο του βιβλίο, αφορμή για μία απολαυστική συζήτηση γεμάτη αλήθειες

Γιάννης Νένες
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με τον Πέτρο Μπιρμπίλη κάθε συζήτηση είναι σαν μία βραδιά στο αγαπημένο σου μπαρ, με έναν καλό φίλο, πάνω από ποτήρι με άφθονο πάγο που λιώνει αργά. Η απλότητα των εκφράσεων μπλέκεται με αφοπλιστικές αλήθειες, η αθωότητα με έξοχες σταγόνες από δηλητηριώδες χιούμορ, η τρυφερότητα με βαθύ, λυτρωτικό γέλιο. Κάπου ανάμεσα σε ψυχανάλυση και αναμόχλευση παρελθόντος ήταν και η πρόσφατη κουβέντα μαζί του, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Μπελ Ετουάλ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα.

Μίλησέ μου για την ιστορία του «Μπελ Ετουάλ». Δώσε μου μία σύνοψη του βιβλίου.

Είναι η ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναικάς που έχει περάσει όλη σχεδόν τη ζωή της σε ψυχιατρική κλινική. Τη βαραίνει ένα δυστύχημα στο οποίο σκοτώθηκαν οι δικοί της. Θέλει να αποδείξει ότι αδίκως έχει κατηγορηθεί ότι το προκάλεσε αυτή. Ξεκινά λοιπόν ένα οδοιπορικό, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, με απώτερο σκοπό να βρει την αδερφή της και να της ζητήσει το λόγο, μιας και θεωρεί ότι εκείνη έχει στήσει αυτή τη σκευωρία. Για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες του εγχειρήματός της, αποζητά βοήθεια από τα κουφέτα μιας μπομπονιέρας που έπεσε στα χέρια της μέσα στην κλινική, τα οποία πιστεύει ότι έχουν δυνάμεις υπερφυσικές.

Μέσα από την ιστορία της θέλησα να μιλήσω για την αγάπη που δεν βρίσκει πάντα το δρόμο της, για εκείνους που λόγω της ψυχικής τους ασθένειας ζουν παραπεταμένοι, και για τα λεπτά όρια μεταξύ ψέματος και αλήθειας. Κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η αλληλεγγύη που δείχνουν, σχεδόν όλοι, απέναντι σε αυτόν που την έχει ανάγκη, στην ηρωίδα της ιστορίας εν προκειμένω. Σε αντίθεση με το πνεύμα των ημερών είναι εκεί για να τη βοηθήσουν, να της προσφέρουν αυτά που έχει ανάγκη.

Γνωρίζω ότι πρόσφατα έχασες τη μητέρα σου - ήταν μία δυνατή για σένα εμπειρία την οποία την είχες μοιραστεί μάλιστα, στο Facebook, με τους φίλους σου. Αναρωτιέμαι αν αυτό το βιβλίο είχε κάποια σχέση με αυτή την περίοδο της ζωής σου…

Ζούσα με την αγωνία του τι θα κάνω όταν θα χάσω τη μάνα μου επειδή με στήριζε ανέκαθεν άνευ όρων. Ακόμα και στις μαλακίες μου, με αντιμετώπιζε με απόλυτη κατανόηση και αποδοχή. Έζησα την οδύνη της άνοιάς της κρατώντας της το χέρι. Την είδα να γίνεται από μάνα μου παιδί μου, κοριτσάκι. Το έζησα μέχρι τέρμα. Την έπιανα αγκαλιά, ξάπλωνα δίπλα της. Με κοιτούσε εκείνη, σα χαμένη. Αλλά την αγάπη μου την εισέπραττε. Μου έλεγε “Μη φύγεις. Κράτα μου το χέρι”. Άλλες φορές, σε στιγμές διαύγειας, μου έλεγε “Μη στενοχωριέσαι όταν δεν θα υπάρχω”...Τέτοια. Πίστευα ότι θα πάθω μεγάλη πλάκα όταν θα κλείσει τα μάτια της. Όμως ανακουφίστηκα. Επειδή πλέον δεν υποφέρει. Δεν ήταν ζωή αυτή. Το βιβλίο, όχι, δεν έχει σχέση με τη μάνα μου, αλλά τα άτομα με άνοια ζουν σε έναν δικό τους κόσμο όπως οι περισσότεροι ψυχικά διαταραγμένοι. Το σίγουρο είναι ότι εξαιτίας της θλίψης από την απώλειά της άρχισα πάλι να γράφω από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι έτσι το τέλειωσα το βιβλίο. Το είχα αφήσει στη μέση. Είναι φάρμακό μου το γράψιμο. Για να μην σκέφτομαι αυτά που δεν αντέχω.

Πώς διάλεξες μία ηλικιωμένη γυναίκα με διαταραγμένη ψυχική υγεία για ηρωίδα σου; Τι σε ενέπνευσε σε αυτό;

Με συγκινούν οι γέροι και οι γιαγιάδες. Ακόμα κι αν είναι στριμμένοι. Όταν ακούω κάποιους να τους αποκαλούν “κωλόγερους” και “κωλόγριες” στενοχωριέμαι. Γέροι και γριές θα γίνουμε όλοι, αλλά δεν το σκεφτόμαστε όταν είμαστε νέοι. Οι ψυχικά άρρωστοι μου είναι επίσης αγαπητοί. Αυτοί που το παλεύουν, όμως, με τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη. Οι άλλοι, οι τρελοί που λένε “Εγώ δεν έχω τίποτα, τρελοί είναι οι άλλοι”, δεν είναι το καλύτερό μου, όχι. Ξέρω τέτοιους και δεν θέλω να έχω επαφές μαζί τους. Είναι φοβερές οι ψυχικές ασθένειες. Πάντα μου προκαλούσαν δέος αυτοί που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Όταν ήμουν πιο νέος, δοκίμασα κάποιες παραισθησιογόνες ουσίες και πήρα μια ιδέα. Σε μια φάση νόμιζα ότι είχα πεθάνει κι ότι ήμουν στην κόλαση, όπου θα σάπιζα για πάντα. Και που το λέω φρίττω. Δεν έχω ξανανιώσει τέτοιο τρόμο κι ελπίζω να μη ξανασυμβεί. Ο συνδυασμός ηλικιωμένη-τρελή λοιπόν μου δημιουργεί μια ηρωίδα που την αγαπάω άνευ όρων. Απλά την αγαπάω.

Σε απασχολεί εσένα προσωπικά το θέμα της τρίτης ηλικίας; Έχεις τις δικές σου σκέψεις επάνω σε αυτό; Πώς το αντιμετωπίζεις;

Δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα ότι θα φτάσω στην τρίτη ηλικία διότι τέταρτη δεν υπάρχει. Ότι ζούμε το ζούμε μέχρι να αρχίσουν οι ρευματισμοί, το Πάρκινσον, το Αλσχάιμερ. Στα ογδόντα δεν θα πηγαίνουμε στα πάρτι Βερολίνο, ούτε θα ξενυχτάμε μέχρι την άλλη μέρα το απόγευμα. Δεν τους καταλαβαίνω ορισμένους που ισχυρίζονται ότι τους αρέσει που αποκτούν ρυτίδες. Πού είναι το ωραίο; Σε ποιόν λογικό άνθρωπο αρέσει να φθείρεται σωματικά και πνευματικά μέχρι που να τον ταπεινώσει τελείως ο χρόνος; Άσε, γιατί τα έχω πρόσφατα με τη μάνα μου. Η ωριμότητα είναι ένα μεγάλο δώρο της ενηλικίωσης, υπέροχο, αλλά όχι ότι ωριμάζουν όλοι οι ενήλικες. Όχι ότι όλοι γίνονται πιο σοφοί, πιο στωικοί, πιο ολιγαρκείς! Οι περισσότεροι απλά περνούν στην απάθεια. Δεν ξέρω, όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να με βρει κάποια από αυτές τις φοβέρες ασθένειες που ταλαιπωρούν τους ηλικιωμένους αισθάνομαι μεγάλη αγωνία. Ας είμαι καλά, ας μη χρειαστεί να εξαρτιέμαι από άλλους κι όλο και κάτι θα βρω να με ευχαριστεί. Ας απολαύσουν οι πιο νέοι τα ξέφρενα πάρτι.

Το «Μπελ Ετουάλ» είναι, θα έλεγε κανείς, ένα «μικρό» βιβλίο αλλά με μία ιστορία που θα μπορούσε να απλωθεί σε περισσότερες σελίδες. Πώς σου προέκυψε αυτό το «μέγεθος»;

Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε ως μυθιστόρημα. Είχε τριπλάσιο όγκο. Όμως επειδή άρχισα να το γράφω οχτώ χρόνια πριν εκδοθεί, - το έγραφα παράλληλα με δυο άλλα βιβλία, εκ των οποίων ένα με ποιήματα βγήκε πριν από αυτό, κι ας είχε ξεκινήσει μετά-, όποτε το έπιανα στα χέρια μου έβρισκα κάτι που δεν με αντιπροσώπευε πλέον γιατί άλλαζα κι εγώ στο μεταξύ. Μέσα σε αυτά τα οχτώ χρόνια κατάλαβα ότι θέλω να γράφω όσο το δυνατόν πιο απλά. Ανακάλυψα το μεγαλείο της αφαίρεσης και της απλοποίησης, άρχισα να απαλλάσσομαι απ' όσα δεν είχαν κάποια χρηστικότητα στο γράψιμό μου αλλά και στη ζωή μου γενικότερα. Πέταξα αντικείμενα, έκοψα συνήθειες, απομακρύνθηκα από πρόσωπα. Αναπόφευκτο ήταν, λοιπόν, να γίνει 100 σελίδες το βιβλίο μου αντί για 300 που ήταν αρχικά. Μου αρέσει καλύτερα τώρα.

Κάποιες σκηνές στο βιβλίο, είναι εντελώς Φελινικές – με ελέφαντες που εμφανίζονται από το πουθενά, ένα περιοδεύον τσίρκο, έναν αγώνα ποδοσφαίρου σε αλάνα, ένα μακρινό γλέντι γάμου… Σκεφτόσουν κινηματογραφικά γράφοντας την ιστορία; Είχες στο μυαλό σου την ηρωίδα με συγκεκριμένο πρόσωπο – σαν κάποια ηθοποιό;

Πάντα σκέφτομαι κινηματογραφικά, όχι μόνο όταν γράφω. Όλα γύρω μου είναι σκηνές από ταινίες. Άλλωστε κινηματογράφο έχω σπουδάσει. Έχω κάνει και ταινίες μικρού μήκους,, κι έχω φτιάξει τα βίντεο κλιπ των Στέρεο Νόβα. New Life, 3000 μέρες, όλα αυτά που όπως αποδείχτηκε άγγιξαν πολλούς από την γενιά του ‘90. Οι ταινίες του Φελίνι, που τις έβλεπα σαν σπουδαστής, ήταν τα όνειρά μου σε μια οθόνη. Κάτι μαγικό. Η Τζουλιέτα Μασίνα, ας πούμε, θα μπορούσε να είναι η ηρωίδα του «Μπελ Ετουάλ», το οποίο αν όλα πάνε καλά μπορεί να γίνει και ταινία από τον Χρήστο Δήμα. Νομίζω ότι μαζί με τον Αντονιόνι, ο Φελίνι έχει μπει βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Όπως επίσης οι ταινίες του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι, και του Φιλανδού Άκι Καουρισμάκι που η απλότητά τους με καθηλώνει. Η απλότητα και η αθωότητα στην απόλυτη έκφρασή τους έχουν κάτι υπερβατικό. Ο Πικάσο έχει πει ότι του πήρε μια ολόκληρη ζωή μέχρι να μάθει να ζωγραφίζει σαν παιδί.

Θυμάμαι πριν 10 χρόνια περίπου, είχαμε βρεθεί οι δυο μας ένα βράδυ σε ένα μπαρ στο Κένσινγκτον, στο Λονδίνο και, πίνοντας, μιλούσαμε για το ατελείωτο θέμα των σχέσεων. Αν βρισκόμασταν σήμερα στο ίδιο μπαρ τι πιστεύεις ότι θα συζητούσαμε;

Εννοείται ότι για τις σχέσεις θα λέγαμε πάλι. Μόνο που, δεν ξέρω για εσένα, αλλά εγώ θα σου έλεγα άλλα τώρα. Έπρεπε να φτάσω στην ηλικία που είμαι για να καταλάβω ότι αυτό που θεωρούσα έρωτα τότε ήταν η ανάγκη μου να αγαπηθώ, και να επιβεβαιωθώ. Χαμηλή αυτοεκτίμηση ήταν η περίπτωσή μου, όχι ναρκισσισμός. Διάφορα παιδικά τραύματα με έκαναν να αισθάνομαι ανεπιθύμητος. Ήμουν παιδί εκτός προγραμματισμού, ο πατέρας μου δεν ήθελε να γεννηθώ, και αυτό, μαζί με τα άλλα, δυσκολεύτηκα να το χωνέψω. Το τραγικό ήταν ότι έβρισκα πάντοτε τα πιο ακατάλληλα πρόσωπα. Ζητούσα αποδοχή από εκεί που δεν υπήρχε περίπτωση να την λάβω ποτέ. Πλέον το έχω ξεπεράσει. Όταν δεν περιμένεις από κάποιον άλλον να σε κάνει ευτυχισμένο τότε έρχεται η πραγματική αγάπη. Αγάπη και ανασφάλειες δεν συμβαδίζουν, αργά ή γρήγορα η σχέση γίνεται ανυπόφορη. Επίσης είμαι σε μια ηλικία που προτιμώ να δίνω παρά να παίρνω. Έγινα ντάντυ. Όλα εδώ πληρώνονται.

Ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Το «Μπελ Ετουάλ» και σαν όνομα μόνο, είναι αναφορά σε μία άλλη εποχή. Τι σημαίνει για σένα αυτή η εποχή; Τι σε συγκινεί σε αυτήν;

Το «Μπελ Ετουάλ» είναι σαν όνομα μια ιστορία από μόνο του. Φέρνει εικόνες στο μυαλό μιας άλλης εποχής στην Ελλάδα, που κάθε τι ξενόφερτο και δη Γαλλικό φάνταζε κομψό, φίνο, ανωτέρας κλάσεως. “Μπον φιλέ, μπλε μαρεν, μπον βιβέρ, σαντιγί, εκλερ, ατελιέ...” Εμένα μου θυμίζει και κάτι κέντρα διασκέδασης. “Μον Ρεπό”, “Μον Παρνάς” κλπ. Μαζί με αυτά όμως θυμάμαι και εκείνα τα καλοκαίρια που ξαπλώναμε το βράδυ στην ταράτσα και κοιτάζαμε τ' αστέρια. Οικογενειακώς. Τέσσερα παιδιά, μπαμπάς και μαμά. Περιμέναμε να δούμε τον πρώτο δορυφόρο που έκανε κύκλους γύρω από τη Γη. Ακουγότανε κι ένας γκιώνης από το διπλανό δάσος. Στην επαρχία, καλοκαίρι. Πάντως, “Μπελ Ετουάλ” είναι επίσης το όνομα ενός ξενοδοχείου, σε μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη της Τυνησίας, εκεί όπου έγραψα το βιβλίο, σε μια δύσκολη προσωπική φάση, που έπρεπε να αλλάξω τη ζωή μου εντελώς. Για την αφήγηση είναι ένας χώρος σημαντικός γιατί από εκεί ξεκινούν όλα όσα γίνονται στην πορεία.

Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι οι στίχοι ενός παλιού τραγουδιού. «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες»… Πώς διάλεξες το συγκεκριμένο τραγούδι;

Το έπαιζε στο ραδιόφωνο όταν ήμουν μικρός. Είναι βασισμένο σε προσωπικό βίωμα του Αττίκ. Το έγραψε όταν η τρίτη του σύζυγος, η Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, στα χρόνια της δεκαετίας του '30, αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά. Έχει σχέση με την ιστορία του βιβλίου επίσης. Η ηρωίδα επιστρέφει στον κήπο των παιδικών της χρόνων που έχει ρημάξει. Εντάξει, έχει και τόσα λουλούδια μέσα ο στίχος. Και βιόλες, και γιούλια και βρυσούλες... Είμαι ρομαντικός, το παραδέχομαι. Και μου αρέσει και το μελό. Αλλά το μελό που αφήνει χώρο και για το αστείο. Τουλάχιστον το μελό που γράφω εγώ έτσι είναι.

Είσαι ένας άνθρωπος που ζεις την εργασία σου πολύ βιωματικά. Θα έλεγα ότι βάζεις πάνω από τη δουλειά την προσωπική σου ζωή. Είναι αλήθεια αυτό;

Μάλλον. Προσπαθώ να τα λέω για να μην τα κρατάω μέσα μου. Ψυχαναλύομαι δημοσίως και με αυτό τον τρόπο κάνω και άλλους, που δεν τα λένε, να ταυτιστούν μαζί μου και να βρουν έναν σύμμαχο, πιθανώς και μια ανακούφιση. Δεν έχω πρόβλημα με την έκθεση. “Η αλήθεια ελευθερώνει”, όλοι οι φιλόσοφοι το έχουν πει , και ο Χριστός και ο Φρόιντ. Ας εκτεθώ, ας πούνε ότι θέλουν. Αρκεί να τα βγάλω από μέσα μου και να μη με βαραίνουν. Σε μια φάση είχα γράψει στους φίλους στο FB “Σας χρωστάω λεφτά. Αν δεν ήσασταν εσείς θα έπρεπε να πληρώνω για ψυχανάλυση”. Όχι ότι δεν έχω περάσει από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Οτιδήποτε μπορεί να με κάνει να γνωρίσω τον εαυτό μου καλύτερα είναι ευπρόσδεκτο. Δεν είμαι ένα απλό μυαλό. Άργησα να το καταλάβω. Νόμιζα ότι είμαι ο πιο κανονικός άνθρωπος. Οι άλλοι γελούσαν όταν τους το έλεγα. Κάπου μου αρέσει πλέον που δεν είμαι “κανονικός”. Έχω, ας πούμε, μια θέα στον κόσμο από ένα μπαλκονάκι που τον δείχνει κάπως αλλιώς. Νομίζω ότι είμαι τυχερός. Είναι μια ωραία θέα. Βασανιστικά ωραία μερικές φορές αλλά χρήσιμη και δημιουργική

Συγγραφικά κινείσαι ανάμεσα στη δημοσιογραφία, την ποίηση και το πεζογράφημα. Τι σε ελκύει περισσότερο; Και γιατί;

Η δημοσιογραφία, όπως την άσκησα, με βοήθησε να μεταπηδήσω στη συγγραφή βιβλίων. Είχα μια δημιουργική ελευθερία σε όσα έγραφα, ήμουν τυχερός, κι αυτό με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου και να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου στη λογοτεχνία. Η ποίηση είναι το αγαπημένο μου είδος. Είναι αυτή που με φέρνει πιο κοντά στο μυστήριο ον που κρύβεται μέσα μου. Όλη τη μέρα μέσα στο μυαλό μου ξεπετάγονται ποιηματάκια. Πότε με λέξεις, πότε με εικόνες, με αφορμή πρόσωπα που εντοπίζω μέσα στο χάος, φευγαλέες λεπτομέρειες, αντικείμενα σε λάθος χώρο, βλέμματα και χειρονομίες. Γι αυτό δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Είμαι απίστευτα αφηρημένος, επειδή τρώω φλασιές. Αυτές οι ποιητικές φλασιές βρίσκουν διέξοδο σε όλα όσα γράφω. Είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο μου όπως μου λένε. Θα μπορούσα να γράφω μόνο ποιήματα. Αλλά έτσι θα έχανα την επικοινωνία με εκείνους που ούτε αγαπούν ούτε την καταλαβαίνουν την ποίηση. Και για μένα η επικοινωνία είναι το ζητούμενο.

Τι νοσταλγείς από το παρελθόν σου;

Δεν τη θέλω καθόλου τη νοσταλγία. Ότι έγινε έγινε. Σε γενικές γραμμές, όμως, πιθανώς να νοσταλγώ το στήθος της μάνας μου, όταν με θήλαζε. Νομίζω ότι το θυμάμαι, τη θυμάμαι την αίσθηση, αλλά ίσως και να την έχω επινοήσει, δεν ξέρω. Ορισμένοι θα πουν τώρα ότι δεν έχω απογαλακτιστεί κλπ. Ε, ας το πουν. Είδαμε και τους απογαλακτισμένους! Αυτό που θέλω στην ουσία να πω είναι ότι νοσταλγώ την ομορφιά κάποιων στιγμών όταν ήμουν αφελής. Την αφέλεια νοσταλγώ, που φάνηκε καλή μαζί μου επειδή μου πρόσφερε πολλές συγκινήσεις, που για καλή μου τύχη, δεν στοίχισαν τη ζωή μου, κάτι που θα μπορούσε άνετα να έχει συμβεί. Ήμουν εγκληματικά αφελής μέχρι κάποια ηλικία. Κι ακόμα είμαι λίγο.

Υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις;

Έχω κάνει λάθη απέναντι σε άλλους ανθρώπους αλλά και στον εαυτό μου, όμως τόσα ήξερα τόσα έκανα. Με το να μετανιώνεις το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, όμως παίρνεις μαθήματα. Ναι, υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει και που με επισκέπτονται στα καλά καθούμενα, σαν ενοχλητικές σκνίπες. Ονομάζονται τύψεις νομίζω. Πράγματα από πολύ παλιά. Πχ που δεν κατήγγειλα κάποιον που μου εξομολογήθηκε κάτι φριχτό που είχε κάνει, που θα τον έστελνε στη φυλακή. Τον λυπήθηκα επειδή ήταν 19 ετών, άλλα ακόμα με κυνηγάνε οι τύψεις που το άφησα έτσι, που το προσπέρασα. Και άλλα τέτοια. Όπως επίσης, τότε, πριν 45 χρόνια, που μια γειτόνισσα μου έδωσε κάτι ψιλά για να της ανάψω ένα κερί, σε μια εκκλησία, κι εγώ το ξέχασα και της είπα ψέματα ότι το άναψα. Νομίζω πως όταν έρθει η ώρα να πεθάνω θα μετανιώσω και για όλα όσα δεν έκανα από δειλία. Αλλά μάλλον πριν κλείνω οριστικά τα μάτια θα πω: Δε γαμιέται! Σε γενικές γραμμές καλά ήταν. Έζησα ελεύθερος, έκανα μερικά πράγματα που μου άρεσαν, με αγάπησαν κι αγάπησα κι εγώ.