Βιβλιο

Ιδιωτικές ιστορίες

Συνοικιακή Αθήνα, μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Θωμάς Αμοράτης συνοδεύεται από έναν αστυνομικό στο τμήμα της περιοχής του, ο διοικητής θέλει να του μιλήσει.

Ελεάννα Βλαστού
ΤΕΥΧΟΣ 292
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνοικιακή Αθήνα, μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Θωμάς Αμοράτης συνοδεύεται από έναν αστυνομικό στο τμήμα της περιοχής του, ο διοικητής θέλει να του μιλήσει. Καμία κατηγορία, απλή συνάντηση ρουτίνας. Ο Θωμάς έχει αφήσει πίσω το αριστερό παρελθόν του και έχει γίνει νομοταγής υπάλληλος του ΟΤΕ, πρέπει να συνεχίσει έτσι, του υπενθυμίζει ο διοικητής. Η γυναίκα του Ευανθία, δασκάλα στο επάγγελμα, θέλει να μετατεθεί στην Αθήνα, έχουν ένα γιο, τον εντεκάχρονο Άρη, το όνομα δεν έχει βγει από το Αριστείδης.

Το καφκικό ξεκίνημα της αφήγησης προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη συνέχεια. Γύρω από την τριμελή οικογένεια Αμοράτη υπάρχουν πολυάριθμα δευτερεύοντα πρόσωπα, σκιαγραφημένα ελλειπτικά, σαν να έχουν βγει από καλούπι. Η ψυχοκόρη, ένας φυγόδικος, οι γεροντοκόρες του φιλόπτωχου ταμείου, ένας αυστηρός πατέρας, πρώην ταγματασφαλίτης, και κάμποσοι νεαροί σε ηλικία ήρωες. Αυτοί αποτελούν τη γειτονιά, που είναι γεμάτη δυσπιστία και περιέργεια. Σε έναν τέτοιο  μικρόκοσμο, αυτό που προέχει είναι να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια...

Η Βασιλική Ηλιοπούλου (γ. 1948) χειρίζεται το μετεμφυλιακό κλίμα αριστοτεχνικά, ακόμα και για τους νεότερους ηλικιακά αναγνώστες. Γνωρίζουμε ότι τα μυθιστορήματα που γράφονται με θέμα τον Εμφύλιο είναι δεκάδες, ακόμα και στις μέρες μας. Η συγγραφέας δεν ασχολείται με τα μεγάλα γεγονότα της περιόδου αλλά με τη μικρή, ιδιωτική ιστορία. Καταφέρνει να εγκλιματίσει τους νεότερους σ’ ένα γνώριμο για τους μεγαλύτερους αναγνωστικό τοπίο δημιουργώντας εικόνες και δουλεύοντας με πλάνα, ικανότητα που έχει προφανώς αποκτήσει από την εμπειρία της στον κινηματογράφο. Το αποτέλεσμα διά της αφαίρεσης. Δίνει το κλίμα, κατευθύνει με το ύφος, και κυρίως δεν επιβάλλει. Ηθελημένα και για πολλές σελίδες επιτυγχάνει την απροσδιοριστία. Ένα κλίμα φόβου με μορφή πέπλου καλύπτει όλες τις σελίδες, ο φόβος εκτός του ότι λεκτικοποιείται είναι και αβάσιμος γιατί κανένας δεν κατηγορείται ούτε είναι ένοχος για κάτι. Μικροί και μεγάλοι όμως έχουν κάτι να κρύψουν, από τη συνείδησή τους, από την οικογένειά τους, από τα όργανα της τάξης, από τους γείτονες που παρακολουθούν ακόμα και πίσω από κλειστά πατζούρια. Η συγγραφέας εστιάζει στο μικρόκοσμο της γειτονιάς και αναδεικνύει έτσι τη μεγάλη ιστορία, που είναι πάντα παρούσα αλλά στο φόντο. Η ατμόσφαιρα της εποχής επιτυγχάνεται μέσα από το λεξιλόγιο των ηρώων της αλλά και από τα καθημερινά: την εφημερίδα «Ακρόπολη», το περιοδικό «Μάσκα», τον τυλιγμένο σε πετσέτα πάγο που συντηρεί τρόφιμα, την μπίρα Φιξ, τους λουκουμάδες από τον Κρίνο, με υπόκρουση τη φωνή της Μπελίντα και της Μαίρη Λω ν’ ακούγονται από το ραδιοπικάπ.

Η Ηλιοπούλου ενσωματώνει συμβολισμούς που παραπέμπουν στη λαϊκή μας παράδοση, το σκοτωμένο φίδι που φέρνει κακοτυχία, ο λυσσασμένος σκύλος που πρέπει να πιαστεί και να τιμωρηθεί σαν τον κακό λύκο του παραμυθιού, αλλά και το πιο προφανές, το όπλο Smith & Wesson που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, το όπλο ως σύμβολο και τεκμήριο της ιστορίας. Οι ήρωες το κρύβουν, το βρίσκουν, το δανείζουν, ώσπου στο τέλος παρακάμπτονται οι φετιχιστικές του διαστάσεις και ανταλλάσσεται με κάτι ευτελές. Κάπως έτσι κλείνουν οι λογαριασμοί με το παρελθόν, περασμένα ξεχασμένα.

«Σμιθ», Βασιλική Ηλιοπούλου, εκδ. Πόλις