- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Scandi-noir: σκοτεινή γοητεία
Γιατί το νουάρ της Σκανδιναβίας διαβάζεται τόσο παθιασμένα και μαζικά;
Τα τοπία είναι δύσβατα, το κλίμα απαγορευτικό, οι πληθυσμοί αφιλόξενοι και οι ήρωες αποξενωμένοι νευρωτικοί. Τότε γιατί το υπερβόρειο νουάρ της Σκανδιναβίας διαβάζεται τόσο παθιασμένα και μαζικά; Όλα ξεκίνησαν με το «Η δεσποινίς Σμίλλα διαβάζει το χιόνι» του Peter Høeg, ένα συγκεκαλυμμένο αστυνομικό που ιχνογραφούσε τη Δανία και τη Γροιλανδία αντλώντας μεν από την κοιτίδα του είδους (σασπένς, γρίφος, ρομάντζο), παράλληλα όμως έθετε σωρεία ζητημάτων σχετικά με την ταξική ανισότητα, την αποξένωση και την ηθική αμφισημία των βορειοευρωπαϊκών κοινωνιών. Έπειτα, ήρθε εν χορδαίς και οργάνοις η «Τριλογία του Μιλένιουμ», όπου ό,τι σκοτεινότερο γύρεψε να πάρει μορφή γύρω από τη διαστροφή, τον μισογυνισμό, τον αντισημιτισμό και την υποτιθέμενη σουηδική ανεκτικότητα εκφράστηκε εκκωφαντικά στο έκτασης δύο χιλιάδων σελίδων έπος που ανέδειξε τον συγγραφέα του, Stieg Larsson, μεταθανάτια.
Peter Høeg
Είχε, βέβαια, προηγηθεί η παραμυθένια σάγκα ενός ακόμη σουηδικού καταλύτη: Η Maj Sjöwall και ο Per Wahlöö, ζεύγος εν ζωή και αμφότεροι δημοσιογράφοι δεδηλωμένων μαρξιστικών πεποιθήσεων, έγραψαν δέκα βιβλία σε διάστημα ακριβώς δέκα ετών. Από το 1965 έως το 1975, έχοντας αποφάει το δείπνο τους και με τα παιδιά ξαπλωμένα στο κρεβάτι, τηρούσαν μια απαραβίαστη ρουτίνα: καθισμένοι απέναντι από τις αντικριστές γραφομηχανές τους στο σπίτι της φαμίλιας στο Μάλμε, σκάρωναν τη δεκαλογία του καταθλιπτικού ντετέκτιβ με έδρα τη Στοκχόλμη, Μάρτιν Μπεκ. Όπως έλεγαν, στόχο είχαν «να χρησιμοποιήσουν το αστυνομικό μυθιστόρημα σαν νυστέρι για να σκίσουν την κοιλιά του ιδεολογικά εξαθλιωμένου και ηθικά αμφίβολου υποτιθέμενου κράτους πρόνοιας αστικού τύπου». «Ριζοσπαστικό», δε βρίσκετε;
Το μεγαλόπνοο εγχείρημα πάντως τερματίστηκε αιφνίδια, όταν ο Wahlöö έχασε τη ζωή του από καρκίνο στην πρώιμη ηλικία των 48. Παρ’ όλα αυτά, πέτυχαν όχι μόνο να συναποτελέσουν ένα από τα πλέον θαυμαστά και ιδιότυπα δίδυμα ολόκληρου του λογοτεχνικού στερεώματος αλλά και να θεμελιώσουν το στάνταρ πορτρέτο του αρχετυπικά νουάρ, ιδιόρρυθμου ατομιστή ήρωα, το οποίο γνώρισε κατά τη δεκαετία του ’90 την αποθέωσή του με τον Κουρτ Βαλάντερ του Henning Mankell.
Σε αυτό το σημείο, με το μελάνι της σελίδας να έχει κατακαθίσει πάνω σε κάμποσα ονόματα, θα μπορούσαμε ήδη να διακηρύξουμε τη συγκρότηση μιας δίχως όμοιό της «σκηνής». Διότι το να διαθέτεις νουάρ συγγραφείς διεθνούς βεληνεκούς είναι μια πολυτέλεια που ενδεχομένως κάθε χώρα μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της, (ακόμη και η μικρή Ελλάδα τα καταφέρνει περίφημα με τον Μάρκαρη), αλλά πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί αυτή η πλειάδα κατόχων δυσπρόφερτων ονομάτων που επιμένουν να πλασάρονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με αυξητικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, όλοι τους προερχόμενοι από τις χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου; Μήπως γιατί είναι απλώς ακαταμάχητοι;
Scandinavista, baby!
Μετρήστε ονόματα: Jo Nesbø, Asa Larsson, Arnaldur Indridason, Karin Fossum, Yrsa Siguradottir, Leif GW Persson, Jens Lapidus, Mons Kallentoft, Sara Blaedel, Michael Hjorth και Hans Rosenfeldt, Gunnar Staalesen, Camilla Läckberg, Johan Theorin, Liza Marklund, Arne Dahl. Ενδεχομένως κάποιοι να μας διαφεύγουν, αλλά αυτή είναι πάνω κάτω η κρεμ ντε λα κρεμ, όλοι τους παγκόσμιοι μπεστσελερίστες και μεταφρασμένοι στη χώρα μας με κυμαινόμενες κυκλοφοριακές επιδόσεις, από τον παροιμιωδώς ευπώλητο Nesbo, μέχρι τον χαμηλότονο αλλά σταθερά δημοφιλή Arne Dahl.
Εν μέρει, η επιτυχία μπορεί να αποδοθεί στις αγοραστικές τάσεις της Βρετανίας, οι οποίες επηρεάζουν και τη δική μας παραγωγή σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με έρευνες, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εισάγουν περίπου το 25% της λογοτεχνίας του εμπορίου τους, διατηρώντας μια καλή αναλογία ένα προς τέσσερα ανάμεσα σε διεθνή και εγχώρια λογοτεχνία. Με τη διαφορά ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό αυτό κατακρημνίζεται σε μόλις 3%, νούμερο στο οποίο αν συνυπολογιστούν οι ακαδημαϊκές μελέτες και τα παιδικά βιβλία, διαπιστώνει κανείς πως οι Άγγλοι δε διαβάζουν τίποτε άλλο εξόν από αγγλικά.
Όλα αυτά μέχρι το «Κορίτσι με το τατουάζ». Η επιφανειακή αυτή ρωγμή που πέτυχε ο Stieg Larsson στο μέχρι πρότινος αδιαπέραστο τείχος της βρετανικής εκδοτικής αδιαλλαξίας άνοιξε τη δίοδο σε ολόκληρη τη φράξια του σκανδιναβικού νουάρ, που πλέον σκοράρει μεγαλύτερα νούμερα στο αγγλικό χρηματιστήριο ακόμη και από τα τρανταχτότερα ονόματά του, όπως η Ruth Rendel, η P.D. James και ο Ian Rankin.
Stieg Larsson
Ο Βαλάντερ του Mankell προβλήθηκε στους τηλεοπτικούς δέκτες στη σουηδική του μεταφορά, πραγματοποιώντας τέτοια επιτυχία, ώστε τα βιβλία να γίνουν ανάρπαστα και να διασκευαστεί άρτια κατόπιν από το BBC με πρωταγωνιστή τον Kenneth Branagh. Ενώ σε μια κατάμεστη πρόσφατη διάσκεψη αστυνομικού μυθιστορήματος στο Harrogate, ο Jo Nesbø ανακοίνωσε στους σοκαρισμένους αναγνώστες και στους ακόμη πιο περίτρομους εκδότες του ότι ο ντετέκτιβ Χάρι Χόλε είναι ήρωας πεπερασμένου χρόνου και πως ο ίδιος γνωρίζει πότε ακριβώς θα βάλει την οριστική τελεία στις περιπέτειές του.
Ο Christopher MacLehose, επικεφαλής του οίκου Harvill Press επί 21 έτη, είναι ο άνθρωπος που διέβλεψε τις εμπορικές δυνατότητες του είδους και εκείνος που πήρε τα δικαιώματα της «Τριλογίας του Μιλένιουμ», όταν αυτή είχε ήδη απορριφθεί από οκτώ αχαρακτήριστα κοντόφθαλμους βρετανούς εκδότες. Στη συνέχεια εξασφάλισε ολόκληρη τη σειρά του Βαλάντερ και κυκλοφόρησε τη «Δεσποινίδα Σμίλλα…», απλώς και μόνο γιατί «τη βρήκε εξαιρετική». Έχοντας συστήσει πια τη δική του ετικέτα, MacLehose Press, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο κυριότερος διαμορφωτής των σημερινών μας αναγνωστικών προτιμήσεων. Ποιοι είναι, ωστόσο, οι σκανδιναβοί συγγραφείς που προσφέρουν το μεγαλύτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον; Ποιοι δικαιολογούν τον θόρυβο και τις πωλήσεις και πόσοι εγγυώνται αξιόπιστα θριλερίστικες νύχτες;
Χόλε in the ground
Προσπερνάμε τον Larsson, καθότι τον έχετε διαβάσει όλοι, και δε στεκόμαστε ιδιαίτερα στον δεόντως καθιερωμένο Mankell, παρά για να επαναλάβουμε το πασίδηλο: η πρόζα του είναι ένα παγωμένο στιλέτο βυθισμένο στο στομάχι της σουηδικής κοινωνίας, στριφογυρίζοντας την κόψη του στον πυρήνα του θρησκευτικού φανατισμού, του οικονομικού εγκλήματος, της μεγαλεμπορίας ναρκωτικών, των νεότευκτων μετασοβιετικών μαφιών και των απλών ψυχάκηδων σίριαλ κίλερ. Στα τελευταία του έργα, ο Βαλάντερ έχει αποσυρθεί χάριν θηλυκών ηρωίδων, όπως της αρχαιολόγου Λουίζ Καντόρ, της δικαστού Μπριγκίτας Ρόσλιν ή και της ίδιας της κόρης του Βαλάντερ, Λίντα, χωρίς πάντως η κοψιά της γραφής του να έχει στομώσει στο παραμικρό.
Henning Mankell
Μένοντας στα τρανταχτά ονόματα, ας πούμε πως υπάρχει λόγος που ο Jo Nesbø θεωρείται ο καλύτερος. Είναι ο καλύτερος, αν και ενίοτε με έναν εκνευριστικά αψεγάδιαστο τρόπο. Ποιοι είμαστε εμείς ωστόσο για να τα βάλουμε με αυτόν που ο James Ellroy χαρακτήρισε διάδοχό του και του οποίου ο Scorsese μεταφέρει τον «Χιονάνθρωπο» στον κινηματογράφο; Ανεπιφύλακτα γλαφυρός, με κάθε του σκηνή να μοιάζει με σεκάνς ταινίας, από το στήσιμο του σκηνικού μέχρι τους διαλόγους, οι απροσδόκητες παγίδες στην πλοκή διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ θα πρέπει να του αναγνωριστεί και το χάρισμα της μαντείας, καθώς προφήτεψε τον νορβηγό σειριακό δολοφόνο χρόνια πριν το μακελειό που προκάλεσε ο Anders Breivik. Άραγε η επωνυμία του Χάρι Χόλε αποτελεί μια προσκυνηματική βιβλιοφιλική χειρονομία προς τον Χάρι Χάλερ του «Λύκου της στέπας»; Θέλουμε να πιστεύουμε πως ναι!
Jo Nesbo (© Hakon Eikesdal)
Μετακινούμενοι από τη Νορβηγία πίσω στη Σουηδία, στο γράψιμο της καλλονής Camilla Läckberg ανιχνεύουμε ένα βασικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας αναγνωστικής έλξης προς τη Σκανδιναβία: όντας από τη φύση της ένα είδος φαντασιακού ταξιδιωτικού γραφείου που στέλνει τον επιβάτη του στα πέρατα του κόσμου, η αστυνομική λογοτεχνία του βορρά χαρίζει εισιτήρια σε μέρη έξω από τα καθιερωμένα. Μπορεί όλοι να διαθέτουμε ένα απόθεμα αναμνήσεων από το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες, αλλά πόσοι έχουν βρεθεί σε μέρη τόσο εξωτικά και ερμητικά όσο το ψαροχώρι της Φιελμπάκα; Εκεί διαδραματίζονται τα μυστήρια της Läckberg, σε τέτοια μέρη η κλίμακα σμικρύνεται, οι σχέσεις μεγεθύνονται, ο χρόνος μετριέται διαφορετικά, και τα πρόσωπα σε υποχρεωτική συγκατοίκηση, όταν σταθούν μπροστά στο μοιραίο, χάνουν τις βεβαιότητές τους σαν τα παιδιά που ψάχνουν τους γονείς τους μέσα στο πλήθος.
Προερχόμενος από το ίδιο περιβάλλον, παρότι πιο μητροπολιτικός, ο 38χρονος Jens Lapidus διερευνά τον υπόκοσμο της Στοκχόλμης, δανειζόμενος το κοφτό στιλ του Ellroy και μεταφέροντας ρεαλιστικές εμπειρίες –έχει άλλωστε εκπροσωπήσει ως συνήγορος υπεράσπισης ορισμένους από τους σκληρότερους εγκληματίες της πατρίδας του. Εκεί εδρεύει και η μαθητευόμενη δημοσιογράφος Άνικα Μπένγκσον, η οποία κάνει πρακτική το κατακαλόκαιρο σε εφημερίδα ταμπλόιντ. Το δυνάμει ρεπορτάζ, δυναμίτης: Χυμώδης στριπτιζέζ βρίσκεται δολοφονημένη σε προαύλιο νεκροταφείου. Υπουργός της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης δίχως πειστικό άλλοθι, βρίσκεται εμπλεκόμενος στο έγκλημα εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας. Τι τρέχει εδώ;
Jens Lapidus (© Sandy Haggart)
Η ιστορία του «Studio Sex» της Liza Marklund αιχμαλωτίζει, έστω και αν η Άνικα Μπένγκσον τείνει να προκαλεί εκνευρισμό ως Πολυάννα σε ρόλο ρεπόρτερ, που πίνει γαλόνια νερό σε κάθε σελίδα, ερευνά άοκνα, κλαίει αδιάκοπα και αντιμάχεται τη δημοσιογραφική αντιδεοντολογία με χολιγουντιανό πουριτανισμό, ώσπου πραγματοποιεί ένα μεγαλειώδες, ανέλπιστο σάλτο μορτάλε στο φινάλε, που ανταμείβει την υπομονή μας.
Την πολιτική πραγματεύονται και οι Michael Hjorth και Hans Rosenfeldt (με ήρωα τον θεμελιωδώς παλιάνθρωπο ψυχολόγο-profiler Σεμπάστιαν Μπέργκμαν), ο Arne Dahl και η ομάδα Άλφα του, ο εγκληματολόγος Leif GW Persson, όσο και η ιδιόρρυθμη περίπτωση που ακούει στο όνομα Lars Kepler. Προσέξτε τώρα: «Lars Kepler» είναι το ζεύγος των Αλεξάντερ και Αλεξάνδρας Andhoril, που υιοθέτησαν το ψευδώνυμο ως εξ ημισείας φόρο τιμής στον Stieg Larsson και τον αστρολόγο Kepler. Ο «Υπνωτιστής» τους έκανε πάταγο, έχοντας μεταφραστεί σε 40 χώρες και διασκευαστεί στον κινηματογράφο.
Λαμβάνοντας υπόψη πως η Σουηδία είναι ίσως η μοναδική δυτική δημοκρατία που έχει βιώσει τη δολοφονία τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού εξωτερικών της, είναι εύλογο ο σουηδικός μεγεθυντικός φακός να διερευνά τα αποτυπώματα της ιστορίας πάνω στο τραυματισμένο κορμί της πατρίδας του Ιkea. Τι συμβαίνει όμως στα άλλα μέρη;
Βορρά στη φωτιά!
Καμιά φορά είναι τα outsiders αυτά που κερδίζουν την καρδιά σου. Αξίωμα που ισχύει στην περίπτωση της Νορβηγίδας Karin Fossum, απροκάλυπτης προτίμησης αυτού εδώ του συντάκτη, η οποία προσπερνά επιδεικτικά κάμποσους από τους κανόνες του νουάρ στη «Βουβή κραυγή» της, για να συνθέσει ένα παράξενο αριστούργημα. Προτείνοντας δύο γενεσιουργώς ευγενείς χαρακτήρες, τον μεσήλικα Γκίντερ Γιόρμαν, που ξεδιαλέγει τύπο γυναίκας σε φωτογραφικό άτλαντα και αποφασίζει να φτάσει ώς την Ινδία για να τη ζητήσει σε γάμο, και τον θετικά διακείμενο απέναντι και στον χειρότερο εγκληματία, επιθεωρητή Κόνραντ Σέγιερ, η συγγραφέας τοποθετεί τη δράση στο μικροσκοπικό Έλβεσταντ των 2500 κατοίκων, όπου η «ρομαντική κοσμοθεωρία ότι η ζωή είναι ήρεμη» θα γνωρίσει την κτηνώδη διάψευσή της και το κακό απεικονίζεται σε όλες του τις εκφάνσεις, χωρίς το θέμα να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την ιδέα πως μπορούμε να ποντάρουμε στην καλοσύνη ακόμη και στον πιο ανελέητο κόσμο –ταυτόχρονα, αυτό είναι και το δίλημμα του βιβλίου. «Τι είναι η αγάπη; Η απεγνωσμένη σκέψη μου, τίποτα παραπάνω από μια παθιασμένη επιθυμία», μονολογεί κάποια στιγμή ο ήρωας. Ανυπέρβλητο υλικό, πιθανολογούμε πως ο λυρισμός του περιεχομένου έχει να κάνει με την προϋπηρεσία της Fossum στο ποιητικό είδος.
Karin Fossum
Επιστρέφοντας στον γνώριμο αυτοκτονικό ψυχισμό με τον οποίο έχουμε συνδέσει τους Σκανδιναβούς, ο Ισλανδός Arnaldur Indridason τοποθετεί τον νιχιλιστή ντετέκτιβ Έτλεντουρ στο αδυσώπητο ψύχος του Ρέικιαβικ, όπου οι χειμώνες είναι τόσο θανατεροί και οι σχέσεις τόσο θυελλώδεις, ώστε οι εξαφανίσεις να θεωρούνται κλιματολογικά δικαιολογημένες –ενίοτε μάλιστα, αποτελούν την αφορμή να ξεσκαρταριστεί ο πληθυσμός της πόλης χωρίς πολλά πολλά ερωτήματα. Στην περίπτωση της «Σιωπής των νεκρών», δεν έχουμε να κάνουμε τόσο πολύ με γρίφο, όσο με ένα μυστικό που ξετυλίγει τον εαυτό του.
Συμπατριώτες του Indridason είναι επίσης η Yrsa Siguradottir και ο Arni Thorarinsson, ενώ από την πρόσφατη παραγωγή της Δανίας ευδοκιμεί στη χώρα μας η δουλειά της Sara Blaedel («Πράσινη σκόνη», Ψυχογιός), ενώ για λογαριασμό του Gunnar Staalesen, θα έπρεπε να επισημανθεί πως είναι ο πρώτος που διέβλεψε μυθιστορηματικά τη νεοναζιστική λαίλαπα της Νορβηγίας, ακόμη νωρίτερα και από τον Nesbø, εκκινώντας από την εποχή του Κουίσλινγκ και φτάνοντας στη δεκαετία του ’80.
Συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό το ατέλειωτο παλμαρέ και τη μείγματος goth και ρασταφαριανού στιλ, εσθονικής καταγωγής Φινλανδέζα Sofi Oksanen, και τη συγκλονιστική θεματική της για τον ολοκληρωτισμό, την προδοσία και τους συσχετισμούς ισχύος που διαμόρφωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στο τόξο των βαλτικών χωρών, της πρώην ΕΣΣΔ και της Γερμανίας, μάλλον ολοκληρώσαμε την τουρνέ μας στο βόρειο σέλας, μην έχοντας αφήσει καμιά σκανδιναβική πέτρα ασήκωτη. Τώρα εντρυφήστε.
Mons Kallentoft
Θρίλερ, λατρεία, Σκανδιναβία: Τι να διαβάσεις:
Henning Mankell, «Τα σκυλιά της Ρίγα», Ψυχογιός
Jo Nesbø, «Νέμεσις», Μεταίχμιο
Camilla Läckberg, «Η παγωμένη πριγκίπισσα», Μεταίχμιο
Jens Lapidus, «Εύκολο χρήμα», Ψυχογιός
Liza Marklund, «Studio Sex», Μεταίχμιο
Lars Kepler, «Ο υπνωτιστής», Πατάκης
Michael Hjorth, Hans Rosenfeldt, «Σκοτεινά μυστικά», Ψυχογιός
Leif GW Persson, «Ένας ατέλειωτος σουηδικός χειμώνας», Ψυχογιός
Karin Fossum, «Βουβή κραυγή», Μεταίχμιο
Arnaldur Indridason, «Η σιωπή του τάφου», Μεταίχμιο
Yrsa Siguradottir, «Η έκρηξη», Διήγηση
Gunnar Staalesen, «Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι», Πόλις
Sofi Oksanen, «Κάθαρση», Τόπος