- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η πέμπτη περιπέτεια της Λίσμπερτ Σαλάντερ («Το κορίτσι με το τατουάζ») διά χειρός του Ντάβιντ Λάγκερκραντζ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 5/10, σε μετάφραση Ξενοφώντα Παγκαλιά. Η Λίσμπετ Σαλάντερ εκτίει μειωμένη ποινή στις γυναικείες φυλακές Φλουντμπέργια και κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει οποιαδήποτε σύγκρουση με τις συγκρατούμενές της. Όταν προστατεύει μια κοπέλα από το Μπανγκλαντές που κρατείται στο διπλανό κελί, μπαίνει αμέσως στο στόχαστρο της Μπενίτο, της ανεπίσημης αρχηγού της φυλακής... Η Λίσμπετ Σαλάντερ καθόταν στο γραφείο της και εξέταζε μια ιδιαίτερη πτυχή της θεωρίας του Γουίλσον, που αποτελούσε κεντρικό σημείο στις μελέτες της για το σημείο τομής μεταξύ της Κβαντικής Θεωρίας Πεδίου και της Κβαντικής Βαρύτητας Βρόχων, όταν ο Ρίκαρντ Φάγκερ και η Χάριετ Λίντφορς μπήκαν στο κελί της. Αλλά θεώρησε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να κοιτάξει προς τα πάνω ή να διακόψει την ασχολία της. Γι’ αυτό, ούτε που είδε τον διευθυντή της φυλακής να σπρώχνει στο πλάι τη Χάριετ και να την προτρέπει να ανακοινώσει την άφιξή του.
«Ο διευθυντής της φυλακής είναι εδώ για να μιλήσει μαζί σου!» είπε η Χάριετ απρόθυμα, αλλά σε οξύ τόνο. Τότε η Λίσμπετ γύρισε και παρατήρησε πως ο διευθυντής της φυλακής ξεσκόνιζε τα μανίκια του σακακιού του, σαν να φοβόταν ότι βρόμισαν εδώ μέσα.
Τα χείλη του κινούνταν ανεπαίσθητα και κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια. Φαινόταν λες και προσπαθούσε να κρύψει κάποια γκριμάτσα. Δεν έδειχνε να τη συμπαθεί ιδιαίτερα, κι αυτό ήταν καλό. Ούτε στην ίδια άρεσε αυτός ο άνθρωπος. Είχε διαβάσει πολλά πράγματα στα μέιλ του.
«Έχω ευχάριστα νέα», είπε ο Φάγκερ.
Η Λίσμπετ παρέμενε σιωπηλή. «Ευχάριστα νέα», επανέλαβε αυτός.
Ούτε και τώρα είπε κάτι η Λίσμπετ, και ο διευθυντής έδειχνε εκνευρισμένος. «Μήπως είσαι κουφή;» τη ρώτησε.
«Όχι». Η Λίσμπετ κοίταξε προς το πάτωμα. «Μάλιστα… Χμμμ… Ωραία», συνέχισε αυτός.
«Λοιπόν, έχεις δέκα μέρες μέχρι τη λήξη της ποινής σου. Αλλά θα σε αποφυλακίσουμε ήδη από αύριο το πρωί. Σύντομα θα σε ανακρίνει ο επιθεωρητής Γιαν Μπουμπλάνσκι, και θέλουμε να είσαι συνεργάσιμη».
«Ώστε δε με θέλετε άλλο εδώ μέσα;»
«Σε θέλουμε, φυσικά και σε θέλουμε, αλλά έχουμε τις διαταγές μας, και το προσωπικό έχει βεβαιώσει…» Ο Ρίκαρντ Φάγκερ φαινόταν να δυσκολεύεται να το πει.
«…πως η συμπεριφορά σου ήταν καλή, κι αυτό αρκεί ως λόγος για την πρόωρη αποφυλάκισή σου», συνέχισε.
«Η συμπεριφορά μου δεν ήταν καλή», αντιγύρισε εκείνη.
«Δεν ήταν; Έχω λάβει αναφορές…»
«Επινοημένα σκατά, σίγουρα. Ακριβώς όπως και οι δικές σου αναφορές».
«Και τι ξέρεις εσύ για τις δικές μου αναφορές;»
Η Λίσμπετ εξακολουθούσε να κοιτάζει το πάτωμα και απάντησε σταθερά και γρήγορα, σαν να διάβαζε τις λέξεις:
«Ξέρω πως είναι κακογραμμένες και φλύαρες. Συνήθως χρησιμοποιείς λάθος προθέσεις και γράφεις στιλιζαρισμένα, αλλά κυρίως είναι όλες κολακευτικές, υποδηλώνουν άγνοια και μερικές φορές είναι ψευδείς. Αποκρύπτεις πληροφορίες για τις οποίες έχεις λάβει γνώση. Έχεις φροντίσει να δημιουργηθεί η εντύπωση στη Διεύθυνση της Σωφρονιστικής Υπηρεσίας ότι το τμήμα ασφαλείας είναι υποδειγματικό, κι αυτό είναι πολύ σοβαρό, Ρίκαρντ. Συνήργησε στο να γίνει η ζωή της Φάρια Κάζι σκέτη κόλαση. Αυτό ακριβώς κόντεψε να τη στείλει στον τάφο, κάτι που με εξοργίζει».
Ο Ρίκαρντ Φάγκερ δεν απάντησε. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο και οι συσπάσεις στα χείλη του συνεχείς. Το αίμα είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό του. Παρ’ όλα αυτά, έκανε μια προσπάθεια. Ξερόβηξε και είπε ασυνάρτητα:
«Μα τι λες, κοπέλα μου; Τι εννοείς; Έχεις διαβάσει τις αναφορές μου, κάποια δημόσια έκθεση;»
«Μπορεί κάποια απ’ αυτές να ήταν και δημόσια». Ο Ρίκαρντ Φάγκερ δε φαινόταν να έχει επίγνωση αυτού που είπε.
«Λες ψέματα!»
«Δε λέω ψέματα. Τις έχω διαβάσει, κι εσύ δε χρειάζεται να σκοτίζεσαι πού και πώς».
Αυτός έτρεμε σύγκορμος.
«Είσαι…»
«Τι;»
Ο Ρίκαρντ Φάγκερ δε φαινόταν να βρίσκει κάτι αρκετά ισχυρό να αρθρώσει.
«Θέλω να σου υπενθυμίσω πως η αποφυλάκισή σου μπορεί να ακυρωθεί τώρα, κατευθείαν!» ούρλιαξε.
«Καν’ το. Μόνο ένα πράγμα με ενδιαφέρει».Ιδρώτας στα χείλη του Φάγκερ.
«Και τι μπορεί να είναι αυτό;» τη ρώτησε αφηρημένα.
«Να προσφερθεί στη Φάρια Κάζι η απαραίτητη προστασία και βοήθεια και να της παρασχεθεί απόλυτη ασφάλεια μέχρι η δικηγόρος της, Άνικα Γιανίνι, να τη βγάλει από δω μέσα. Ύστερα θα ενταχθεί σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων». Ο Ρίκαρντ Φάγκερ ξεφώνιζε: «Δεν είσαι σε θέση να απαιτήσεις τίποτα!»
«Κάνεις λάθος ως προς αυτό και δε θα έπρεπε να έχεις ένα τέτοιο πόστο», αντιγύρισε εκείνη. «Είσαι ψεύτης και υποκριτής που άφησες μια γκάνγκστερ να κάνει κουμάντο στο πλέον σημαντικό τμήμα της φυλακής σου».
«Δεν ξέρεις τι λες!» είπε αυτός.
«Αδιαφορώ για το τι πιστεύεις. Έχω αποδείξεις εναντίον σου και το μόνο που θέλω να ξέρω είναι τι θα γίνει με τη Φάρια Κάζι».Το βλέμμα του ήταν απλανές.
«Θα τη φροντίσουμε εμείς αυτή…» μουρμούρισε. Φαινόταν να ντρέπεται γι’ αυτό που είπε και πρόσθεσε απειλητικά:
«Ίσως θα έπρεπε να προσθέσω πως η Φάρια Κάζι δεν είναι η μόνη η οποία έχει μια σοβαρή απειλή εναντίον της…»
«Έξω από δω», αποκρίθηκε η Λίσμπετ.
«Σε προειδοποιώ! Δεν ανέχομαι…»
«Έξω!»
Το δεξί χέρι του Ρίκαρντ Φάγκερ έτρεμε. Δάγκωσε τα χείλη του και για ένα δυο δευτερόλεπτα στεκόταν σαν παραλυμένος. Ήταν φανερό πως ήθελε να πει κάτι ακόμη. Αντί γι’ αυτό, όμως, στράφηκε προς τη Χάριετ και της είπε να κλειδώσει. Κατόπιν χτύπησε με δύναμη την πόρτα, και τα βήματά του ακούγονταν θορυβώδη έξω στον διάδρομο.
Η Φάρια Καζί άκουσε βήματα και σκέφτηκε τη Λίσμπετ Σαλάντερ. Έβλεπε συνεχώς μπροστά της πώς επιτέθηκε η Λίσμπετ και πώς η Μπενίτο σωριάστηκε στο τσιμεντένιο πάτωμα του κελιού. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο. Η σκηνή επαναλαμβανόταν συνεχώς στις σκέψεις της. Πότε πότε αυτό γεννούσε συνειρμούς και οδηγούσε σε άλλες μνήμες, σε όλα αυτά τα οποία έγιναν η αφορμή για να βρίσκεται τώρα εδώ μέσα.
Θυμόταν, για παράδειγμα, πως μερικές μέρες μετά τη συνομιλία της με τον Τζαμάλ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της στη Σίκλα και διάβαζε τα ποιήματα του Ταγκόρ. Κατά τις τρεις η ώρα εκείνη τη μέρα, ο Μπασίρ είχε μπει στο δωμάτιό της και της είπε ότι τα κορίτσια δεν έπρεπε να διαβάζουν, επειδή έτσι γίνονταν πόρνες και αποστάτριες, και της έδωσε ένα χαστούκι. Αλλά για πρώτη φορά εκείνη ούτε θύμωσε ούτε προσβλήθηκε. Αντίθετα, δυνάμωσε από το χτύπημα, σηκώθηκε και περιφερόταν μέσα στο διαμέρισμα ακολουθώντας τον μικρό αδερφό της, Κχαλίλ, με το βλέμμα της.
Εκείνο το απόγευμα άλλαζε κάθε λεπτό τα σχέδιά της. Σκεφτόταν να παρακαλέσει τον Κχαλίλ να την αφήσει να φύγει. Να τον κάνει να τηλεφωνήσει στην Κοινωνική Πρόνοια, στην αστυνομία, στο παλιό της σχολείο. Να τηλεφωνήσει σε κάποιον δημοσιογράφο ή στον ιμάμη Φερντούσι ή στη θεία Φατίμα. Θα του έλεγε ότι θα έκοβε τις φλέβες της αν αυτός δεν τη βοηθούσε.
Αλλά ούτε είπε ούτε κι έκανε κάτι. Λίγο πριν από τις πέντε είχε ανοίξει την ντουλάπα με τα ρούχα της. Εκεί δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από μαντίλες και ρούχα για το σπίτι. Τα φορέματα και οι φούστες ήταν εδώ και καιρό σκισμένα και πεταγμένα. Υπήρχε, όμως, ακόμα ένα τζιν και μια μαύρη μπλούζα. Φόρεσε την μπλούζα και το τζιν κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και πήγε στην κουζίνα, όπου κάθονταν ο Μπασίρ και ο Αχμέντ, οι οποίοι την κοίταξαν με καχυποψία. Η Φάρια ήθελε να φωνάξει και να σπάσει όλα τα πιάτα και τα ποτήρια εκεί μέσα. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Στεκόταν ακίνητη και άκουγε βήματα προς την εξώπορτα, τα βήματα του Κχαλίλ. Τότε αντέδρασε αστραπιαία, σαν να βρισκόταν μέσα σε μια ομίχλη βιασύνης και εξωπραγματικού, πήρε ένα μαχαίρι από το συρτάρι της κουζίνας και το έκρυψε κάτω από την μπλούζα της και μετά πήγε στο καθιστικό.
Ο Κχαλίλ στεκόταν στην εξώπορτα με την μπλε αθλητική φόρμα του κι έδειχνε αδύναμος και σαστισμένος. Πρέπει να είχε ακούσει τα βήματά της, επειδή πάσχιζε νευρικά να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά ασφαλείας. Η Φάρια ανάσαινε βαριά. Του είπε:
«Πρέπει να μ’ αφήσεις να βγω έξω, Κχαλίλ… Δεν μπορώ να ζω έτσι. Καλύτερα να αυτοκτονήσω…»
Ο Κχαλίλ στράφηκε προς το μέρος της και της έριξε μια τόσο δυστυχισμένη ματιά, που την έκανε να οπισθοχωρήσει. Την ίδια στιγμή άκουσε τον Μπασίρ και τον Αχμέντ να σηκώνονται από τις καρέκλες τους στην κουζίνα και τότε έβγαλε το μαχαίρι και του είπε σιγανά:
«Προσποιήσου ότι σε απείλησα, Κχαλίλ, ή κάνε οτιδήποτε. Αλλά άσε με να βγω έξω…»
«Θα με σκοτώσουν», της αποκρίθηκε αυτός, και τότε η Φάρια πίστεψε πως όλα είχαν τελειώσει.
Δε γινόταν τίποτα. Ένα τέτοιο τίμημα δε θα μπορούσε να το πληρώσει ποτέ. Ο Μπασίρ και ο Αχμέντ πλησίαζαν, άκουσε και φωνές έξω στον διάδρομο. Όλα είχαν τελειώσει. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Κι όμως, συνέβη. Με το ίδιο δυστυχισμένο βλέμμα, ο Κχαλίλ άνοιξε την πόρτα, εκείνη άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα κι έτρεξε. Προσπέρασε τρέχοντας τον πατέρα της και τον Ραζάν έξω στον διάδρομο και κατέβηκε τις σκάλες και προς στιγμήν δεν άκουγε τίποτα, παρά μόνο τη βαριά ανάσα και τα δικά της βήματα. Κατόπιν πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές εκεί πάνω, βαριά θυμωμένα βήματα την ακολουθούσαν και θυμόταν πως έτρεχε. Ήταν τόσο παράξενο. Σχεδόν δεν είχε κινηθεί μήνες τώρα, και η κατάστασή της ήταν άθλια. Αλλά αισθανόταν σαν να την ωθούσαν οι φθινοπωρινοί άνεμοι και η αναζωογονητική παγωνιά.
Έτρεχε όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της, εδώ κι εκεί ανάμεσα στα σπίτια, προς τα κάτω στο κανάλι του Χάμαρμπι και ύστερα προς τα πάνω κατά μήκος των δρόμων, προς τη γέφυρα που οδηγούσε στην οδό Ρινγβέγκεν. Μπήκε σ’ ένα λεωφορείο που την πήγε στη Βάσασταν, κι εκεί συνέχισε να τρέχει, ενώ πού και πού έπεφτε κάτω. Το αίμα έτρεχε από τους αγκώνες της όταν πέρασε την πόρτα στην οδό Ουπλαντσγκάταν και ανέβηκε τρέχοντας τρεις ορόφους, σταματώντας στη δεξιά πόρτα. Χτύπησε το κουδούνι.
Στεκόταν εκεί, θυμόταν, και άκουγε βήματα από μέσα. Παρακαλούσε κι ευχόταν κι έκλεισε τα βλέφαρά της. Ύστερα η πόρτα άνοιξε, και τότε τρομοκρατήθηκε από τον φόβο. Ο Τζαμάλ φορούσε τη ρόμπα του, κι ας ήταν απόγευμα, ήταν αξύριστος και αναμαλλιασμένος και φαινόταν αποπροσανατολισμένος και τρομαγμένος. Προς στιγμήν η Φάρια νόμισε πως είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος. Ο Τζαμάλ, όμως, ήταν απλώς σοκαρισμένος. Δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί.
Είπε: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ!»
Έπεσε στην αγκαλιά του, έτρεμε σύγκορμη και δεν ήθελε να τον αφήσει. Αυτός την οδήγησε μέσα στο διαμέρισμα, αφού κλείδωσε την εξώπορτα και με την κλειδαριά ασφαλείας, και τώρα εκείνη ένιωθε ασφαλής. Επί ώρα δεν έβγαλαν ούτε λέξη. Απλώς στριφογύριζαν επάνω στο στενό κρεβάτι, οι ώρες περνούσαν, και άρχισαν να μιλούν και να φιλιούνται και μετά έκαναν έρωτα. Λίγο λίγο υποχωρούσε η πίεση στο στήθος της.
Ο φόβος εξασθενούσε, η ίδια και ο Τζαμάλ ήταν σαν να δένονταν μεταξύ τους με έναν τρόπο που εκείνη δεν είχε αισθανθεί ποτέ στο παρελθόν. Αλλά αυτό που δεν ήξερε –και ούτε ήθελε να ξέρει– ήταν πως είχε γίνει μια αλλαγή στο σπίτι της στη Σίκλα. Η οικογένεια είχε αποκτήσει πια έναν καινούργιο εχθρό, και ο εχθρός αυτός ήταν ο μικρός αδερφός της, Κχαλίλ.