- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εισιτήριο μισή τιμή, το δέλεαρ μεγάλο. Ρώμη - Νάπολη, δυο ώρες δρόμος. Μια τρέλα, μου είχαν πει όλοι. Θα σε κλέψουν. Θα χαθείς. Ακολουθώντας την παρόρμηση, αλαμπρατσέτα με το ατρόμητο φοιτητικό θράσος, είχα πάρει το τρένο για τη Νάπολη. Τότε που όλα φαίνονταν εύκολα.
Κι όταν απλώθηκε μπροστά μου η πόλη μύθος, ήταν βρώμικη, ατίθαση, άγρια, φωνακλού. Σαγήνη καθηλωτική. Και φόβος, μιας και το μεγάλο βουνό με τρόμαζε, ολόκληρη Πομπηία αφάνισε... Κι αν ξέρναγε πάνω μας λάβα ζεστή κατά το συνήθειο;
Με ένα ζευγάρι Superga, όλοι οι φοιτητές αυτά τα πάνινα παπούτσια φορούσαμε, κι ένα τζιν φθαρμένο, μπερδεύτηκα με τον κόσμο. Μπήκα στη Βασιλική του Σαν Τζενάρρο, σ’ αυτόν που προσεύχεται και σταυροκοπιέται όλη η Νάπολη. Αγνάντεψα τη θάλασσα από το λιμάνι, μου φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ, έφαγα την καλύτερη πίτσα μαργαρίτα της ζωής μου, εδώ τη γέννησε η ανέχεια. Ήπια λιμοντσέλο αυθεντικό κι ο πιτσαγιόλο μου είπε πως τα λεμόνια του Σορρέντο είναι τα καλύτερα του κόσμου. Ποιος κίνδυνος; είχα πει μέσα μου, εδώ είναι παράδεισος! Ώσπου ένας μικρός σκερτσόζος που οσμίστηκε πως ήμουν ξένη, μου ρίξε ένα ποτήρι νερό από το μπαλκόνι του ξεσπώντας αβίαστα σε γέλια ειρωνικά με την τρομάρα μου. Μουτρωμένη είχα μπει στο φέρι για την Ίσκια, το μικροσκοπικό νησάκι στην Τυρρηνική Θάλασσα, μιάμιση ώρα από τη Νάπολη. Οι βουκαμβίλιες που σκαρφάλωναν άναρχα στους ηφαιστειακούς βράχους ξέφτισαν μεμιάς τα νεύρα. Γαλαζοπράσινα νερά παρθένα, σαύρες σε αφθονία, ψηλόλιγνα πεύκα λυγερά που φουντώνουν ψηλά περήφανα. Περπατώντας στο πλακόστρωτο της πέτρινη γέφυρας που ενώνει το νησί με το Καστέλλο Αραγκονέζε ένιωσα πλήρης. Όνειρο.
Οι μνήμες αναδύθηκαν αυθόρμητα μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της Φερράντε.
Ο Κλάουντιο Βίλλα τραγουδά τη Βίπερα (οχιά) κι η Νάπολη λιγώνεται και σιγοτραγουδά με πάθος: «Vipera... vipera sul braccio di colei che oggi distrugge tutti i sogni miei sembravi un simbolo l'atroce simbolo della sua malvagità» (Οχιά… οχιά στο μπράτσο της, που σήμερα καταστρέφει όλα τα όνειρά μου, φαινόσουν ένα σύμβολο, το φρικτό σύμβολο της κακίας της). Νανουρίζει η πόλη τα παιδιά της με ό,τι μπορεί, η κουλουριασμένη οχιά περιμένει τη στιγμή για να επιτεθεί. Το κακό είναι εκεί και παραμονεύει. Η πόλη το ξέρει καλά. Βομβαρδίστηκε πάνω από εκατό φορές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1943, λίγο πριν μπουν οι σύμμαχοι, οι ναζί κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το λιμάνι. Το νερό, το γκάζι, ο ηλεκτρισμός ήταν ανύπαρκτα. Η καταστροφή της Νάπολης μπορούσε να συγκριθεί το 1945 μόνο με εκείνη του Βερολίνου. Κι όμως οι πόλεις πήραν δρόμους αλλιώτικους.
«Εκείνη τη βροχερή εποχή, η πόλη για μία ακόμη φορά ράγισε, ένα ολόκληρο κτίριο έγυρε στο πλάι σαν άνθρωπος που ακουμπά στο σαρακοφαγωμένο μπράτσο μιας παλιάς πολυθρόνας και το μπράτσο υποχωρεί. Ήταν λες και μες στα σπλάχνα της η πόλη επώαζε ένα μένος που δεν μπορούσε να αναδυθεί, και έτσι την κατέτρωγε ή έσκαγε σε επιφανειακές φλύκταινες, γεμάτες δηλητήριο εναντίον όλων, παιδιών, ενηλίκων, ηλικιωμένων ανθρώπων από άλλες πόλεις, Αμερικανών του ΝΑΤΟ, τουριστών κάθε εθνικότητας των ίδιων των Ναπολιτάνων. Πώς να αντέξεις σε αυτό τον τόπο της ασυδοσίας και του κινδύνου, στην περιφέρεια, στο κέντρο, στους λόφους, κάτω από τον Βεζούβιο;» (Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν, σελ. 22-23)
Στην τετραλογία της Έλενα Φερράντε η πόλη γεννά και τρέφει τα παιδιά της με ό,τι ξέρει. Μίσος. Φόβος. Βία. Τα διδάσκει να επιβιώνουν, ο τρόπος δεν έχει σημασία. Τα μαθαίνει να διεκδικούν με φωνές, ουρλιαχτά, βρισιές και να αγαπούν με πάθος σε μια γλώσσα αλλιώτικη, σε μια διάλεκτο τραγουδιστή, κοφτή, απότομη, δύσκολη, τρυφερή όσο κι όταν το επιθυμεί. Η διάλεκτος γεννοβολά δικές της λέξεις, έννοιες, ήχους. Στέκεται μακριά πολύ από τα ιταλικά λες και θα τη λερώσουν. Είναι το πρώτο τείχος στον ξένο που θα θελήσει να μπει στον ναπολιτάνικο κόσμο. Κι όμως μαλακώνει. Απλώνει το χέρι στη μουσική κι όλους τους ενώνει ξανά. Ο Τοτό τραγούδησε τη Malafemmena, σηκώνοντας αφρισμένα κύματα πάθους στους Ιταλούς και όχι μόνο ανά τον κόσμο.
«Femmena, Si tu peggio 'e na vipera, m'e 'ntussecata l'anema, nun pozzo cchiù campà...»
«Γυναίκα, είσαι χειρότερη από οχιά, μου ‘χεις δηλητηριάσει την ψυχή, δεν μπορώ να ζήσω πια...»
Στην πόλη η φτώχεια σφιχταγκαλιάζει προστάτες, τους Σολάρα. Η Έλενα Φερράντε ξεδιπλώνει την ιστορία με ειλικρίνεια από την πρώτη σελίδα. Η Λίλα εξαφανίστηκε. Έκοψε την εικόνα της στις φωτογραφίες, αφάνισε κάθε τι δικό της λες και δεν πέρασε ποτέ από τη ζωή. Ακόμη ένας σεισμός του Βεζούβιου; Μήπως ετούτη η φορά είναι η στερνή μας και καταφέρει να μας αφανίσει όλους; Κι η Λενού, η καλύτερή της φίλη, αντιδρά γράφοντας για την υπέροχη φίλη της, για τη ζωή τους. Ξεκινά τον Ιανουάριο του 1944.
Τέσσερα βιβλία που διαβάζονται μεμιάς. Δεν είναι καθηλωτικοί μόνο οι πρωταγωνιστές, είναι και τα δεύτερα πρόσωπα. Μια ολόκληρη φυλή που απαιτεί χρόνο, μνήμη και γερό στομάχι για να τη μάθεις. Τσαγκάρηδες, μανάβηδες, θυρωροί, παντοπώλες, τοκογλύφοι, καμορίστες, δημοτικοί υπάλληλοι, δάσκαλοι, καθηγητές, μαθητές, φοιτητές, διανοούμενοι, αγράμματοι, φασίστες, κομουνιστές. Είναι πολλοί, αρσενικοί και θηλυκοί, κι όλοι φτιαγμένοι από σίδερο, μέταλλο ανθεκτικό, απροσπέλαστο, που σε δυνατή φωτιά όμως λιώνει. Η λογική κονταροχτυπιέται με την τρέλα. Το αναμενόμενο με το αδιανόητο. Το να προκαλείς πόνο αναγκαίο λες κι είναι το μόνο σίγουρο όπλο. Ξύλο κι αίμα σε περίσσεια.
Κάνω δύσκολη τη ζωή των άλλων πριν κάνουν εκείνοι τη δική μου. Αρκεί να επιβιώσω. Κι ας γίνομαι κομμάτια, κι ας νιώθω ότι κάθε κόκκος της ύπαρξής μου θρυμματίζεται. Τα όνειρα, ο έρωτας, η ελπίδα, η τιμή, η ηθική θυσιάζονται. Αυτή είναι η ζωή. Βίαιη.
Η Λενού κι η Λίλα. Η χαρά, ο πόνος, η λύπη, η διάκριση, η τρέλα, η ζήλια, όλα τα γεύονται και τα δωρίζουν η μια στην άλλη. Τα θραύσματα της μιας εισχωρούν στην άλλη για να την πλάσουν, να τη δυναμώσουν και το αντίστροφο. Κι είναι στιγμές που όλα μοιάζουν παρατραβηγμένα. Μετατρέπομαι σε θεατή ενός σίριαλ μεγάλης ακροαματικότητας και τότε η Φερράντε βουτά και πάλι επιδέξια στον ανθρώπινο ψυχισμό και σε καθηλώνει. Ο γάμος, τα παιδιά, ο έρωτας, το ξύλο, η ζήλια είναι για όλους. Το παραπάνω είναι που μετράει.
Η Έλενα Φερράντε πιστεύει ότι η απουσία της ταυτότητας του συγγραφέα είναι βοηθητική για το ταξίδι του έργου της.
«Πιστεύω πως τα βιβλία, αφού γραφτούν, δεν έχουν ανάγκη τον συγγραφέα τους. Αν έχουν να πουν κάτι, αργά ή γρήγορα θα βρουν αναγνώστες, αν δεν έχουν, δεν θα βρουν...».
Δεν αποκάλυψε την ταυτότητά της. Το απαίτησε σε γράμμα από το 1992. Αλλιώς δεν θα ξαναγράψει. Απειλεί και προχωρεί. Κυκλοφορεί κι οι ήρωές της ερωτεύονται τον αναγνώστη και παίζουν μαζί του παιχνίδια για τον κάνουν δικό τους. Είναι άντρας; Γυναίκα; Έχει σημασία; Εάν είναι άντρας, χαίρομαι που ξεδίπλωσε γενναία το θηλυκό κομμάτι της ύπαρξής του, εάν είναι γυναίκα, που μίλησε απροκάλυπτα για το φθόνο που ελοχεύει ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Άλλωστε οι γενναίες ηρωίδες της παλεύουν να κρατήσουν ένα κομμάτι τους κρυφό, λες κι οι τόσοι ρόλοι που επιλέγουν να παίξουν ρουφάνε το μεδούλι της ύπαρξής τους.
Εκείνο που θέλει να μοιραστεί και που τελικά έχει σημασία για εκείνη είναι η εξαρτημένη αγάπη της για την πόλη, τη γενέθλια γη. Συνειδητά επιστρέφει για να μείνει.
Το δημιούργημα της Φερράντε αφορά τον ανθρώπινο ψυχισμό, την πόλη, τη χώρα, την Ευρώπη, την τάση φυγής που στο τελευταίο βιβλίο η Λενού θα αποκαλύψει πως ήταν ανώφελη, μιας και στην πόλη που την έπλασε θέλει να ζήσει. Εκεί ανήκει. Η Ιταλία, βορράς και νότος, δυο κόσμοι, η Νάπολη που ορθώνει το ανάστημά της κι απέναντι η Πίζα, το Μιλάνο, η Φλωρεντία. Ένα τεράστιο χάσμα.
Ξεκίνησα να διαβάζω τα βιβλία από περιέργεια. Να αφουγκραστώ τη γραφή της. Ίσως και για να καταλάβω από πού πηγάζει η έλλειψη σεβασμού, η βία που δέχεται η Φερράντε. Ήταν μήπως χυδαία; Κι αν ήταν; Η ίδια είπε μέσα από έναν ήρωα:
«Η χυδαιότητα, κατέληξε, δεν είναι κάτι ξένο στην καλή λογοτεχνία και η πραγματική τέχνη της αφήγησης, ακόμη κι αν ξεπερνάει τα όρια της ευπρέπειας, δεν είναι ποτέ προκλητική». (Αυτοί που φεύγουν και αυτοί που μένουν, σελ. 73)
Οι απαντήσεις είναι όλες εκεί. Στα βιβλία της. Έπλασε έναν κόσμο που ξέρει πώς να αντιμετωπίσει το μένος όλων εκείνων που με λύσσα θέλουν να αποκαλύψουν την πραγματική της ταυτότητα.
Πολλοί λένε ότι η απήχηση των βιβλίων της είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Τα βιβλία της είναι ευπώλητα. Όχι η ίδια, το είπε ξεκάθαρα μέσα από τους χαρακτήρες που δημιούργησε. Πρέπει να μάθουμε ποια είναι; Κι ο σκοπός; Να τη συγχαρούμε; Να της σφίξουμε το χέρι ή για να την αποδομήσουμε; Τι ακριβώς παραπάνω θα πρόσθετε στο έργο της η αποκάλυψη αυτή; Οι απαντήσεις δικές σας, αγαπητοί.
Στα δικά μου αυτιά αντηχεί το χιλιοτραγουδισμένο «Torna a surriento, Vide 'o mare quant'è bello Spira tantu sentimento...» (Γύρνα πίσω στο Σορρέντο, κοίτα τη θάλασσα πόσο όμορφη είναι, εμπνέει τόσο συναίσθημα...)
Ίσως και να το σιγοτραγουδούσε όσο έγραφε... Ίσως.
Ας φτιάξει ο καθένας το δικό του αφήγημα.
Η τετραλογία της Νάπολης
Η υπέροχη φίλη μου (L'Amica Geniale) (Βιβλίο πρώτο) Εκδόσεις Πατάκη, 2016
Το νέο όνομα (Storia del Nuovo Cognome) (Βιβλίο δεύτερο) Εκδόσεις Πατάκη, 2016
Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν Storia di Chi Fugge e di Chi Resta (Βιβλίο τρίτο) Εκδόσεις Πατάκη, 2017
Storia della Bambina Perduta, (Βιβλίο τέταρτο)
Τη μετάφραση από τα ιταλικά έχει κάνει η Δήμητρα Δότση. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα τρία πρώτα βιβλία.
Έλενα Φερράντε είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο μιας Ιταλίδας συγγραφέως που η πραγματική της ταυτότητα παραμένει άγνωστη. Το μυθιστόρημά της «L’ amore molesto» («Βάναυση αγάπη», ελλ. εκδ. Perugia, 1997), έγινε ταινία το 1995 από τον σκηνοθέτη Mario Martone. Το επόμενο μυθιστόρημά της, «Μέρες εγκατάλειψης» (ελλ. εκδ. Άγρα, 2004), ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα λογοτεχνικά έργα στην Ιταλία το 2002, στο οποίο βασίστηκε η οµώνυµη ταινία του Μάριο Μαρτόνε. Έχει γράψει µεταξύ άλλων το βιβλίο La frantumaglia, στο οποίο αφηγείται τη συγγραφική της εµπειρία, καθώς κι ένα διήγηµα για παιδιά. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπολης. Το λογοτεχνικό έργο θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη. Ο Ιταλός σκηνοθέτης Saverio Costanzo έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία σε συνεργασία με διάφορους σεναριογράφους, όμως θα ζητήσει, όπως δήλωσε, τη συνεισφορά της ίδιας της συγγραφέως για την έγκριση του τελικού σεναρίου. Το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ιταλίας RAI θα συνεργαστεί με την αμερικανική εταιρεία ΗΒΟ ώστε η σειρά να προβληθεί και στις ΗΠΑ.
Η Έλενα Φερράντε δεν έχει εμφανιστεί ποτέ δημόσια. Οι λίγες συνεντεύξεις που έχει δώσει ήταν γραπτές, εκτός από τη εκείνη στο «Paris Review» που παραχώρησε ζωντανά στους εκδότες της το 2016. Είπε: «Έκανα ήδη πολλά γι' αυτήν την ιστορία: την έγραψα. Αν το βιβλίο αξίζει κάτι, είναι αρκετό. Δεν πρόκειται να πάρω μέρος σε συζητήσεις και παρουσιάσεις, αν με καλέσουν. Δεν θα πάω να παραλάβω κανένα βραβείο, αν μου δοθεί. Δεν θα προωθήσω το βιβλίο, ειδικά στην τηλεόραση, ούτε στην Ιταλία αλλά ούτε κι έξω, αν τυχόν χρειαστεί... Αν δεν θέλετε να με υποστηρίξετε από δω και πέρα, πείτε το μου, θα καταλάβω»