Βιβλιο

Τάκης Παππάς: Ζητείται ηγέτης!

Δύο ενδιαφέροντα βιβλία επιχειρούν να απαντήσουν σε δύο κρίσιμα ερωτήματα: Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και πώς θα μπορέσουμε να βγούμε από τη μακρόσυρτη κρίση;

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 627
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τάκης Παππάς: Συνέντευξη με αφορμή τα βιβλία «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, 2015» και «Σε τεντωμένο σκοινί» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος

Δύο ενδιαφέροντα βιβλία για την κρίση του καθηγητή και πολιτικού επιστήμονα Τάκη Παππά, που κυκλοφόρησαν σχετικά κοντά-κοντά το ένα με το άλλο από τις εκδόσεις Ίκαρος, επιχειρούν να απαντήσουν σε δύο κρίσιμα ερωτήματα: Στο πρώτο «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα, 2015», στο ερώτημα πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;
Στο δεύτερο «Σε τεντωμένο σκοινί - Εθνικές κρίσεις και πολιτικοί ακροβατισμοί από τον Τρικούπη έως τον Τσίπρα, 2017», στο πού βρισκόματε σήμερα και πώς θα μπορέσουμε να βγούμε από τη μακρόσυρτη κρίση και να μπούμε ξανά σε μια κατάσταση σχετικής ομαλότητας. Το πρώτο διατρέχει όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και προτείνει μια συνθετική ερμηνεία εστιάζοντας ειδικότερα στη διαβρωτική δύναμη του λαϊκισμού επί των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών. Στο καινούργιο καταβυθίζεται στη σύγχρονη ιστορία μας, εντοπίζει παρελθούσες κρίσεις με χαρακτηριστικά παρόμοια με τη σημερινή, και προσπαθεί από τη συγκριτική μελέτη των κρίσεων να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα.

Στο καινούργιο σας βιβλίο καταγράφετε σχεδόν ενάμιση αιώνα αλλεπάλληλων κρίσεων της νεότερης ιστορίας. Υπάρχει ένα κοινό μοτίβο;
Ναι, ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται – πάντοτε σαν τραγωδία! Αν το κοιτάξει κανείς μακροσκοπικά δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει ότι η ιστορική μας πορεία μοιάζει με έναν ατέρμονα βρόχο, η διαδρομή του οποίου, και αφού η χώρα περάσει από τουλάχιστον τρεις διακριτές φάσεις, επιστρέφει στο αρχικό σημείο για να ξεκινήσει πάλι από την αρχή έναν παρόμοιο γύρο. Είναι κάπως σαν εκείνα τα παλιά μαγνητόφωνα που η γενιά μου είχε στα πάρτι της και που σε κάποιο σημείο η κασέτα σταματούσε και γύρναγε πίσω, οπότε έπρεπε να ξανακούσουμετα ίδια τραγούδια.

Ποιες είναι οι τρεις αυτές φάσεις;
Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της μακράς ιστορικής περιόδου που εξετάζει το βιβλίο μου είναι το επαναλαμβανόμενο γαϊτανάκι των κρίσεων που εκτυλίσσονται με μορφή έλικας και έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Τα ακόμη πιο ενδιαφέροντα ευρήματα είναι ότι, πρώτον, όλες αυτές οι ελικοειδείς κρίσεις οφείλονται στην ελαττωματική λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας και ότι, δεύτερον, όλες τερματίστηκαν με την πολιτική επέμβαση σημαντικών ηγετών –όπως ήταν οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Αλέξανδρος Παπάγος και Κωνσταντίνος Καραμανλής– και μάλιστα με σχετικά πανομοιότυπο τρόπο. Δηλαδή, σε κάθε μεγάλη κρίση του έθνους, ένας από τους παραπάνω ηγέτες παρενέβη καταλυτικά κατορθώνοντας να ανακόψει την κρίση.

Θεωρείτε δηλαδή εξαιρετικά κρίσιμη τη στιβαρή ηγεσία. Είναι τελικά θέμα προσώπων και όχι θεσμών; Χρειαζόμαστε «σωτήρες»;
Ο Μπρεχτ βάζει μια ωραία φράση στο στόμα του Γαλιλαίου του: «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη τους ήρωες». Αυτό θέλει να πει ο Μπρεχτ είναι ότι, όσο μια χώρα δεν έχει ισχυρούς θεσμούς ικανούς να ρυθμίζουν το πολιτικό της σύστημα, οι «ηρωικοί» ηγέτες μοιραία πρόκειται να υπερτερούν των θεσμών και να παρεμβαίνουν στην πολιτική, άλλοτε σαν σωτήρες και άλλοτε σαν ολετήρες. Ας πάμε πάλι πίσω στη σύγχρονη ιστορία μας για να δούμε τι συνέβη και πώς.

Αν πρώτα δει κανείς ποια είναι τα μεγάλα επιτεύγματα του έθνους κατά τον 20ό αιώνα, θα διαπιστώσει ότι όλα συνδέονται κυρίως με ατομικές πρωτοβουλίες των τριών ηγετών που προαναφέρθηκαν. Η γεωγραφική επέκταση της χώρας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η εθνική ολοκλήρωση, καθώς και ο εκσυγχρονισμός του κράτους είναι έργα του Βενιζέλου· η στρατιωτική ήττα του κομμουνισμού, η επίτευξη πολιτικής σταθερότητας μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αστάθειας και η αρχική μεταπολεμική οικονομική απογείωση της χώρας οφείλονται στον Παπάγο· ενώ η αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά τη χούντα, η πολιτική της μετριοπάθειας απέναντι στον αλόγιστο λαϊκισμό και, κυρίως, η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είχαν υπάρξει χωρίς τον Καραμανλή.
Από την άλλη μεριά, όμως, υπάρχουν και οι ηγέτες-ολετήρες. Κατά έναν εκ πρώτης όψεων παράδοξο τρόπο, αυτοί εμφανίζονται σχεδόν αμέσως μετά από μεγάλες εθνικές επιτυχίες, τις οποίες και αμφισβητούν, συνήθως όμως επιφέροντας στον τόπο μεγάλα δεινά. Δείτε, για παράδειγμα, τις περιπτώσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου, η αντιπαλότητα του οποίου με τον Βενιζέλο οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό, του Γεωργίου Παπανδρέου, του οποίου ο ανεύθυνος Ανένδοτος Αγώνας οδήγησε τελικά στη δικτατορία, ή του Ανδρέα Παπανδρέου που, θεωρώντας τη Μεταπολίτευση απλή «αλλαγή φρουράς», αμφισβήτησε τη νομιμότητα των κυβερνήσεων Καραμανλή, καταψήφισε το δημοκρατικό Σύνταγμα του ΄75, εναντιώθηκε στην ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ και πρότεινε ένα θολό και απολύτως απραγματοποίητο πρόγραμμα που το ονόμασε «αλλαγή» και «σοσιαλισμό».
Δυστυχώς, η φράση του Μπρεχτ ισχύει ειδικά σε χώρες χωρίς στιβαρούς και αποτελεσματικούς θεσμούς, όπως η δική μας. Ταυτοχρόνως όμως υποδεικνύει ότι η δημιουργία και λειτουργία τέτοιων δημοκρατικών θεσμών είναι ο μοναδικός τρόπος για να απαλλαγούμε από την ανάγκη ηγετών-σωτήρων.

Δημαγωγούς ή καιροσκόπους πολιτικούς συναντάμε σε όλη τη διάρκεια της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ποια είναι η διαφορά των παλαιότερων από τους νεότερους;
Στη χώρα μας είχαμε πάντα άφθονη παραγωγή δημαγωγών ήδη από την αρχαιότητα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον αριβίστα Αλκιβιάδη που παρέσυρε τους Αθηναίους στην καταστροφική σικελική εκστρατεία ή τον πολεμοκάπηλο στρατηγό Κλέωνα που ήταν και ο κατεξοχήν αντίπαλος του Περικλή. Τέτοιους καιροσκόπους δημαγωγούς βρίσκουμε σε όλη τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία μας, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Δημήτριος Ράλλης στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ή ο νεότερός του Γεώργιος Παπανδρέου που κάποτε έταξε στους Έλληνες ακόμη «και λαοκρατίαν»! Και οι δύο αυτοί πολιτικοί αναφέρονται στο βιβλίο μου κάπως πιο διεξοδικά. Όσο για τους σύγχρονούς μας λαϊκιστές, αυτοί αποτελούν μια ειδική κατηγορία δημαγωγού πολιτικού, ο οποίος υπόσχεται να κάνει ότι επιθυμεί ο λαός ακόμη κι αν αυτό είναι εις βάρος των θεσμών της πολιτείας, του κοινού καλού και, εντέλει, του εθνικού συμφέροντος. Εδώ βρίσκεται και η ουσία του λαϊκιστικού φαινομένου, για το οποίο τόσο μελάνι χύνεται τελευταία.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου σας βλέπουμε τους Τρικούπη, Βενιζέλο, Παπάγο, Καραμανλή και Τσίπρα. Γιατί αυτή η επιλογή; Ένα σχόλιο για τον καθένα...
Η επιλογή των πέντε αυτών πολιτικών αρχηγών δεν έγινε φυσικά τυχαία, αλλά βασίζεται σε μια απλή λογική. Ο πρώτος (Τρικούπης) και ο τελευταίος (Τσίπρας) είναι οι πρωθυπουργοί της χώρας στην αρχή και το τέλος της περιόδου που εξετάζει το βιβλίο, δηλαδή από την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού προς τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα. Για τον μεν Τρικούπη η ιστορική αποτίμηση έχει ήδη γίνει, ο δε Τσίπρας θα πρέπει να περιμένει για τη μελλοντική αποτίμηση του δικού του έργου, που μακάρι να είναι θετική.
Οι άλλοι τρεις ηγέτες του εξωφύλλου, δηλαδή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Αλέξανδρος Παπάγος και ο μεταπολιτευτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι οι ηγέτες που, εμφανιζόμενοι εν μέσω μεγάλων εθνικών κρίσεων, κατόρθωσαν να οδηγήσουν τη χώρα σε ασφαλέστερο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα έβαλαν γερές βάσεις για σημαντικές περιόδους πολιτικής ομαλότητας και οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν.
Αντί ενός σχολίου για τον καθένα από αυτούς ηγέτες ξεχωριστά, όπως μου ζητάτε, επιτρέψτε μου μια ιστορική διαπίστωση που όμως ταιριάζει απολύτως και στους τρεις. Αφορά την κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη πολιτική μέθοδο που αυτοί οι ηγέτες χρησιμοποίησαν για να αλλάξουν ριζικά τη μοίρα της χώρας. Να συνοψίσω τη μέθοδό τους στα τρία κυριότερα σημεία της: Πρώτον, προέβαλαν στην κοινωνία ένα πειστικό, αλλά και εφικτό, εθνικό όραμα συνοδευόμενο από ένα εξίσου ρεαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα. Δεύτερον, δημιούργησαν (ή επανίδρυσαν) νέα πολιτικά κόμματα μέσω των οποίων προσέλκυσαν μαζικά στην πολιτική νέους και ικανούς ανθρώπους που στη συνέχεια στελέχωσαν τις κυβερνήσεις τους. Τρίτον, αξιοποίησαν στο έπακρο τον ξένο παράγοντα με δημιουργικό και γόνιμο τρόπο για το καλό του τόπου και του εθνικού συμφέροντος. Το βιβλίο αναλύει όλα τα παραπάνω σημεία με αρκετή λεπτομέρεια. Ας μελετήσουν, λοιπόν, οι σημερινοί πολιτικοί αρχηγοί τις ενέργειες των προκατόχων τους στην εξουσία – κάτι θα μάθουν!

Τι σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ενώ μελετούσατε την ιστορία μας;
Οι σιωπές της ιστοριογραφίας για ορισμένα πρόσωπα, γεγονότα ή ακόμη και ολόκληρες ιστορικές περιόδους. Να σας δώσω μερικά παραδείγματα. Ο Βενιζέλος έχει καταχωρηθεί ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηγέτες, και πολύ σωστά! Ωστόσο, πόσοι γνωρίζουν ότι υπήρξε συνυπεύθυνος μιας εμφύλιας διαμάχης (για την οποία μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα ωραίο βιβλίο) ή ότι υποστήριξε στρατιωτικά πραξικοπήματα; Πότε άραγε θα γραφεί μια ιστορικά αξιοπρεπής βιογραφία του Παπάγου, του ανθρώπου δηλαδή που έλαβε μέρος σε όλους του πολέμους του αιώνα του, έληξε τον εμφύλιο, ενοποίησε σε κόμμα τη μεταπολεμική Δεξιά και έθεσε τις βάσεις για την οικονομική απογείωση της μετεμφυλιακής Ελλάδας; Τι γνωρίζουμε για την ιστορία της Μοναρχίας ή για τον Ανένδοτο Αγώνα; Για να μην αναφέρω την ακόμη πιο πρόσφατη δικτατορία, για την οποία μαλώνουμε από τις στήλες των εφημερίδων ακριβώς γιατί η ιστορία της παραμένει άγνωστη. Έχουμε άποψη για όλα, αλλά στην πραγματικότητα γνωρίζουμε ελάχιστα. Δεν είναι έτσι καθόλου τυχαίο που η ιστορία γίνεται τόσο συχνά αντικείμενο πολιτικής και κομματικής εκμετάλλευσης.

Οι κοινωνικές κρίσεις ξεκινούν από κρίση του πολιτικού ή αντίστροφα;
Ειδικά σε χώρες με σχετικά φτωχή οικονομία και ανασφαλή κοινωνία, όπως ήταν, και παραμένει, η δική μας χώρα, το πολιτικό είναι η βάση πάνω στην οποία «παίζονται» όλα τα υπόλοιπα. Ο Καραμανλής –ο θείος, όχι ο ανηψιός– πάντα συνήθιζε να λέει και να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα έχει ουσιαστικά ένα μόνο πρόβλημα, το πολιτικό, δηλαδή τη μη ομαλή λειτουργία της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας. Αυτό θεωρώ ότι παραμένει μια αδιάψευστη αλήθεια. 

Η κρίση χτύπησε πιο έντονα τη μεσαία τάξη καθιστώντας την εξαιρετικά ευάλωτη και ανασφαλή. Τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό;
Η Ελλάδα, κυρίως λόγω της ιστορίας της αλλά και για αρκετούς άλλους λόγους, δεν ευτύχησε να έχει μια επιχειρηματική αστική τάξη, αλλά ούτε ποτέ είχε και πολυάριθμη εργατική τάξη. Ήμασταν πάντα μια χώρα μικροαστών, με σχετικά μικρές περιουσίες αλλά μεγάλα όνειρα, κυρίως για το μέλλον των παιδιών μας. Γενιά με τη γενιά, όλος αυτός ο μικροαστικός κόσμος κατάφερνε να βελτιώνει το βιοτικό του επίπεδο και να σκαρφαλώνει την κοινωνική ιεραρχία. Έως ότου ήρθε η τελευταία κρίση που, καθώς μάλιστα χρονίζει, έβαλε φραγμό στην παραπέρα ανέλιξη της κοινωνίας. Ειδικά οι νεότερες γενιές διαπίστωσαν ότι, πρώτον, το μέλλον είναι ήδη υποθηκευμένο από τους ίδιους τους γονείς τους και, δεύτερον, οι ίδιοι μάλλον θα ζήσουν χειρότερα παρά καλύτερα από τους γονείς τους.
Σε αυτή τη νέα κατάσταση, συνέβησαν δύο πράγματα: Ένα δυναμικό και εξαιρετικά ικανό κομμάτι της κοινωνίας αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα για να προκόψει αλλού. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της άλλοτε δυναμικής και αισιόδοξης μικρο- και μεσο-αστικής τάξης παρέμεινε παγιδευμένο εντός της χώρας και, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, φτωχοποιείται ολοένα και περισσότερο. Στην πλειονότητα, πρόκειται για ανθρώπους που είναι θυμωμένοι, χωρίς σοβαρές ελπίδες για το μέλλον τους, δίχως εμπιστοσύνη στους θεσμούς της πολιτείας, που νιώθουν προδομένοι από τις πολιτικές ηγεσίες στα δεξιά και στα αριστερά, αλλά που σιγά-σιγά συνηθίζουν τη νέα «κανονικότητα» και μαθαίνουν να ζουν «υπό πολιορκία». Πρόκειται για ένα είδος λούμπεν μικροαστισμού, που όμως είναι πολιτικά επικίνδυνος. Γιατί, ενώ μία πιθανότητα είναι αυτοί οι ηττημένοι μικροαστοί να υποταχθούν στη μοίρα, μία άλλη πιθανότητα είναι να εξεγερθούν με τρόπους που σήμερα ούτε καν θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες έπαιξαν θετικό ρόλο ή «βρώμικο» παιχνίδι τα χρόνια της κρίσης;
Δεν ξέρω πόσο «βρώμικο» ήταν αυτό που παίχτηκε στα χρόνια της κρίσης, ξέρω όμως ότι η πολιτική δεν «παίζεται» ανάμεσα σε παρέες αγγέλων. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι, πράγματι, οι ευρωπαίοι εταίροι μας έκαναν πολλά λάθη σε αρκετά ζητήματα – από τον αρχικό υπερδανεισμό της χώρας πριν την κρίση μέχρι την εκτίμηση των διαστάσεων της κρίσης που ξέσπασε κατόπιν, το μείγμα των μέτρων που επέβαλαν στην Ελλάδα, την αρχικά πολύ σκληρή στάση τους με σκοπό να στείλουν μια προειδοποίηση σε άλλες χώρες με μεγάλα ελλείμματα, όπως και άλλα λάθη στρατηγικής κατά τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις που ακόμη καλά κρατούν. Πάμε τώρα πάλι πίσω σε εμάς.
Ποιός ήταν ο πρόσφατος δικός μας ρόλος απέναντι στους εταίρους μας; Δεν ήταν τα Greek statistics, η «διαπραγμάτευση» του υπουργού μας με τα πουκάμισα έξω και τα κρυμμένα μικρόφωνα, η «δημιουργική ασάφεια» και οι συνεχείς κωλοτούμπες της κυβέρνησης, το τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα του ’15, οι προφανέστατες καθυστερήσεις στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπουν τα μνημόνια, η δίωξη Γεωργίου και πολλά άλλα; Και πόση καλή διάθεση περιμένουμε να δείξουν ως προς την αδιανόητα αγαστή συνεργασία του αριστερού και του δεξιού λαϊκισμού στην εξουσία, τις πολιτικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, τις διώξεις της ελευθεροτυπίας και τον περιορισμό των ΜΜΕ; Και πώς εξηγείται το γεγονός ότι χώρες με παρόμοια προβλήματα με τα δικά μας, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία, έχοντας απέναντί τους τους ίδιους ακριβώς εταίρους με εμάς, τα κατάφεραν μια χαρά να βγουν από τις δικές τους κρίσεις και σήμερα να αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς; Και τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνουν οι ευρωπαίοι ηγέτες για αποτρέψουν την αυτοκαταστροφική μανία μας; Αυτοί εξάλλου δεν ήταν που στο τέλος αποσόβησαν τη χρεωκοπία της χώρας και μας κράτησαν στην ευρωζώνη; Αυτοί δεν είναι οι μόνοι στους οποίους είχαμε τη δυνατότητα να προστρέξουμε όταν μόνοι μας διαπιστώσαμε πως η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Ρωσία ούτε μπορούσαν ούτε είχαν τη διάθεση να μας βοηθήσουν;
Ας το αποφασίσουμε λοιπόν ότι οι Ευρωπαίοι, ως σύνολο αλλά και κάθε χώρα ξεχωριστά, είναι φυσικό να έχουν τα δικά τους συμφέροντα, όπως έχουμε κι εμείς τα δικά μας. Και θα κάνουν λάθη, όπως θα κάνουμε κι εμείς. Το παιχνίδι όμως που παίζεται πρέπει στο τέλος να έχει θετικό άθροισμα, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι πλευρές πρέπει να κερδίσουν από κάτι. Και εδώ ανακύπτει ένα θέμα που σπανίως τολμάμε να θίξουμε δημόσια. Τι δίνουμε εμείς ως αντιστάθμισμα όσων ζητούμε να πάρουμε από έξω; Δηλαδή, υπάρχει κάτι που μπορούμε να προσφέρουμε εμείς σαν σύγχρονη χώρα στην υπόλοιπη Ευρώπη; Τι ακριβώς; Καθώς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα φαίνεται να μπαίνει σε φάση ριζικής ανακαίνισης, τέτοιου είδους ερωτήματα είναι αναμενόμενο να τεθούν ανοιχτά, τόσο για τη δική μας όσο και για άλλες χώρες. Τι θα έχουν να απαντήσουν τότε οι πολιτικοί μας;

Κάπου γράφετε ότι το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι η «λαϊκίστικη δημοκρατία», έργο του ΠΑΣΟΚ του ’81 που μόλυνε σταδιακά και τη ΝΔ και τα μικρότερα κόμματα. Χρεώνετε στο ΠΑΣΟΚ τη σημερινή κρίση;
Η σημερινή κρίση χρεώνεται στην επικράτηση του λαϊκισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργός του οποίου ήταν ασφαλώς το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993, ο λαϊκισμός έκανε μετάσταση στη ΝΔ και κατόπιν σε άλλα κόμματα, εξού και η έννοια της «λαϊκιστικής δημοκρατίας» που χρησιμοποιώ και η οποία δηλώνει ένα πολιτικό σύστημα όπου όλα τα σημαντικά κόμματα έχουν υποκύψει στη σαγήνη του λαϊκισμού. Το ενδιαφέρον είναι ότι, μόλις τα παραδοσιακά κόμματα αναγκάστηκαν εν μέσω της κρίσης και κάτω από την πίεση της Τρόικας να νερώσουν το λαϊκισμό τους αποδεχόμενοι μια σειρά από απρόσωπους θεσμούς και κανόνες, ήρθε ο νέος αριστερός λαϊκισμός για να σαρώσει στις τελευταίες εκλογές και να κυβερνήσει κατόπιν τη χώρα παρέα με τον δεξιό λαϊκισμό.
Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Απλούστατα διότι, πέρα και πριν από τα κόμματα, η ίδια η κοινωνία παραμένει ακόμη σαγηνευμένη από το λαϊκισμό και νοσταλγεί την καταστροφική δεκαετία του ’80. Για να το διαπιστώσετε, αρκεί να σκεφθείτε ότι, μόνο κατά τους τελευταίους μήνες, το Ίδρυμα της Βουλής οργάνωσε έκθεση αφιερωμένη στον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ στην Τεχνόπολη έγινε μια άλλη μεγάλη και μάλλον εξιδανικευμένη έκθεση για τη δεκαετία του ’80. Λίγες μέρες πριν, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έγραψε σε εφημερίδα ολόκληρο άρθρο με το οποίο επιχειρούσε να ταυτιστεί με τον Ανδρέα! Δείτε το παράδοξο: Λέμε ως κοινωνία ότι θέλουμε να ξεράνουμε τη ρίζα του κακού και πρωταρχική αιτία του, δηλαδή το λαϊκισμό, αλλά παραμένουμε γοητευμένοι από αυτόν και τον αναπολούμε! Μα έτσι θα βγούμε από την κρίση;

Εσείς έχετε απάντηση στο ερώτημα πώς θα βγούμε από την κρίση;
Εξαρτάται από το ποιος ρωτάει. Αν ρωτάει η πολιτική ηγεσία, η απάντηση έχει ως εξής: Βγαίνουμε μόνο με συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο όραμα που θα καταφέρει να συνεγείρει το έθνος. Αν ρωτάει το εκλογικό σώμα, και εφόσον υπάρχει η πολιτική ηγεσία με το όραμα που προανέφερα, η απάντηση είναι πάλι μία: Βγαίνουμε μόνο με μια μεγάλη πλειοψηφία που να βρίσκεται σε γνωστική συμφωνία με το όραμα του ηγέτη και πρόθυμη να πληρώσει το κόστος που απαιτείται για την πραγματοποίησή του. Από εκεί και πέρα, όλα τα άλλα είναι θέμα κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Ποιος πολιτικός θεωρείτε ότι διαθέτει όραμα και σχέδιο ώστε να γίνει ο ηγέτης που θα οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την κρίση;
Αν υπήρχε, θα τον ξέραμε. Αν υπάρχει και δεν είναι ακόμη έτοιμος, θα το μάθουμε προσεχώς. Αν δεν υπάρχει, μάλλον την έχουμε πολύ άσχημα.

Τελικά, η ιστορία διδάσκει;
Διάβαζα κάπου πρόσφατα μια συνέντευξη του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, τον οποίο εκτιμώ και σέβομαι, που έλεγε ότι η ιστορία ούτε διδάσκει ούτε επαναλαμβάνεται. Τι παράδοξη απάντηση, από έναν έμπειρο μάλιστα ιστορικό! Γιατί, ποιος άλλος μπορεί να είναι ο ρόλος της ιστορίας από το να μας προσφέρει πολύτιμα διδάγματα από το παρελθόν, μήπως έτσι και καταφέρουμε, έστω και ελάχιστες φορές, να αποφύγουμε τις τραγωδίες που καιροφυλακτούν στο μέλλον. Η ιστορία ασφαλώς διδάσκει – και διδάσκει ακριβώς διότι επαναλαμβάνεται. Αν δεν δίδασκε, άλλωστε, η ιστορία θα ήταν καλή μόνο για τα αρχεία του κράτους, ταξιθετημένη κατά έτος ή περίοδο μέσα σε σκονισμένους μεταλλικούς φοριαμούς. Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν η ιστορία διδάσκει, αλλά αν εμείς διδασκόμαστε από αυτήν, που όπως φαίνεται δεν συμβαίνει. Κακό του κεφαλιού μας!