Βιβλιο

Οι διαψεύσεις των πενηντάρηδων σε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα

«Η ακαθόριστη εθνική ευτυχία» του François Roux

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφού το τελείωσα καπάκι το άρχισα από την αρχή. Δεν έχω τελειώσει τη δεύτερη ανάγνωση τώρα που γράφω, μήπως και προλάβω και σας το επικοινωνήσω, γιατί έχουμε αποκαλόκαιρο και ίσως βρείτε χρόνο να το απολαύσετε. Ή γιατί πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο παρατείνει κι άλλο το καλοκαίρι, αφού προσφέρει παρόμοια ικανοποίηση με την ικανοποίηση που προσφέρει η απόλυτη εικόνα ευτυχίας που έχετε για τις διακοπές (συμπληρώστε όποια θέλετε εδώ).

Ή μπορεί και γιατί σ’ αυτό το τόσο γαλλικό βιβλίο είδα να ιστορείται η δικιά μου νιότη (ενός πενηντάρη) που ταυτίστηκε με την αλλαγή της πολιτικής ιστορίας της χώρας. «Η ακαθόριστη εθνική ευτυχία» ξεκινάει την ημέρα εκλογής του Φρανσουά Μιτεράν (10/5/1981) - λίγους μήνες δηλαδή πριν νικήσει στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι τέσσερις φίλοι του βιβλίου είναι δεκαοχτώ χρονών τον Μάιο του ’81 και ξεκινούν γεμάτοι προσδοκίες, φόβους αλλά καμία επιφύλαξη για τη ζωή. Αυτό που θα τους συμβεί είναι αυτό που λίγο πολύ έχει συμβεί σε όλους μας. Η διάψευση.

Στην πραγματικότητα ο François Roux επιλέγει να εξιστορήσει τη ζωή αυτών των αγοριών έχοντας στο μυαλό του ένα μόνο πράγμα. Να εξηγήσει γιατί έφτασε η χώρα του στα πρόθυρα της κρίσης (το τελευταίο κεφάλαιο λαμβάνει χώρα το 2012) και στην αυγή μιας συλλογικής κατάθλιψης. Αυτό σημαίνει ότι κρίνει και αναλύει τα αγόρια του μέσα από τη γνώση που του παρέχει το σήμερα επιλέγοντας επίτηδες ήρωες που η εξέλιξή τους ταυτίζεται με νευραλγικούς τομείς: πολιτική, επιχειρηματικότητα και τέχνη - στην πορεία θα σκάσει μύτη και ένας εκπρόσωπος του χρηματοοικονομικού συστήματος.

H ανάληψη καθηκόντων (Προέδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας) του Φρανσουά Μιτεράν, όπως την μετέδωσε στις 21/5/1981 η γαλλική τηλεόραση

Η ορκωμοσία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στις 19/10/1981

Από την αισιοδοξία του 1983 («η Γαλλία βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όδευαν προς μια οικονομία πλήρους απασχόλησης, η βιομηχανική παραγωγή γνώριζε έναν σταθερό ανοδικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης και γεννιούνταν μωρά σε μαζική κλίμακα. Όλοι ονειρεύονταν πλέον ένα λαμπρό μέλλον, απαλλαγμένο μια για πάντα από τα αποκαΐδια ενός πολέμου που είχε φτάσει στο απόγειο της φρίκης. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν, να ζήσουν επιτέλους, και το να ζήσουν σήμαινε να καταναλώσουν») στον τρόμο της επίγνωσης του 2010 («Είναι αλήθεια ότι είχαν περάσει τρεις δεκαετίες από τότε. Τρεις δεκαετίες οικονομικού εφιάλτη, προδοσιών, ανεκπλήρωτων ονείρων, όπου η ίδια η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης είχε θυσιαστεί στο βωμό της επίδοσης και της αποδοτικότητας. [...] Ποιος σε τούτο το τραπέζι ―εκτός μάλλον από τον γράφοντα, αλλά θα έχετε παρατηρήσει πόσο εξακολουθούσε να τραβάει κουπί ο γράφων - δεν ονειρευόταν ένα μέλλον θεμελιωμένο κυρίως στη βελτίωση της οικονομικής του επιφάνειας και στην εξ αυτής συναγόμενη αναγκαιότητα να συμβάλλει στην απρόσκοπτη λειτουργία του συτήματος; Όλοι σε αυτό το τραπέζι -λόγω θέσης, φήμης, δεν έχει σημασία- είχαν εμπλακεί, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα, στη μαζική κυκλοφορία του χρήματος και συνεπώς, συντηρούσαν με τον τρόπο τους ένα σύστημα που δεν μπορούσαν να καταστρέψουν εντελώς.»)

Ο συγγραφέας παίρνει μια θέση - για την οποία μπορεί και να κριθεί. Οι ήρωές του -και η χώρα του- ό,τι κάνουν το κάνουν κουβαλώντας το φάντασμα της καταγωγής τους, του τρόπου που μεγάλωσαν και γαλουγήθηκαν.

Ο Ροντόλφ ως αντίδραση στον κομμουνιστή πατέρα του γίνεται μέλος του σοσιαλιστικού κόματος. Με τη βοήθεια του πεθερού του -με το αζημείωτο- θα γίνει βουλευτής και θα προσπαθήσει αναδειχθεί σ’ ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί ανθρώπους που δεν προέρχονται από πολιτικό τζάκι. («Ο Ρόντολφ, από τη μεριά του, έβλεπε την περιουσία του σαν προσωπική ρεβάνς απέναντι στην κοινωνική  τάξη και σαν ευκαιρία να ανέλθει στην ίδια θέση με τους περίφημους σνομπ που εξακολουθούσαν να τον καταδιώκουν.»)

Ο Τανγκί, ορφανός από πατέρα και δεξιών πεποιθήσεων γίνεται ένας επιτυχημένος διευθυντής πολυεθνικής. («Ο Τανγκί λάτρευε το χρήμα ή, ακριβέστερα, λάτρευε το αίσθημα της πληρότητας που σου προκαλεί το χρήμα· αυτό συνιστούσε, για εκείνον, το πιο αποτελεσματικό τείχος απέναντι στον παθολογικό φόβο έλλειψης, που τον κατέτρυχε από τότε που πέθανε ο πατέρα του.»)  

Το τραγούδι του Phil Collins «In the air tonight» ήταν το αγαπημένο των Ροντόλφ και Τανγκί στα δεκαοχτώ τους

Ο Μπενουά ορφανός από γονείς θα γίνει ένας διάσημος φωτογράφος, που δεν χρειάστηκε ποτέ να διεκδικήσει κάτι στη ζωή του λόγω του ταλέντου και της τύχης του, αλλά που θα καταλήξει ανικανοποίητος, και λόγω ενός ατελέσφορου έρωτα για τη γυναίκα του φίλου του Ροντόλφ, ν’ αναρωτιέται «Για τι πράγμα, διάολε, έχω όρεξη στ’ αλήθεια;»

O Μπενουά δημιουργεί μια σειρά φωτογραφιών με τίτλο «Πρόσωπα της Δύσης» επηρεασμένος από τη σειρά φωτογραφιών «In The American West» του φωτογράφου που θαύμαζε περισσότερο από τον καθένα, Ρίτσαρντ Άβεντον

Τέλος, ο Πολ, ο συγγραφέας του βιβλίου, γόνος μιας αστικής συντηρητικής οικογένειας κάνει την επανάστασή του ενάντια στον πατέρα του αρνούμενος να σπουδάσει ιατρική για να γίνει ηθοποιός και να ζήσει ελεύθερος, ως ομοφυλόφιλος, τη ζωή του. («Άλλοι θα έλεγαν ότι ήμουν απλά μαζοχιστής -ότι πάντα ήμουν- και πως σε όλη μου τη ζωή ένα μόνο πράγμα επίδιωκα: να προκαλέσω πόνο στον ευαυτό μου, για να εξιλεωθώ από μια βαθιά θαμμένη αμαρτία. Ποιος να έχει δίκιο, άραγε; Και σήμερα ακόμα, αυτό το ερώτημα δεν έχει πάψει να με βασανίζει.»)

To τραγούδι της Βερονίκ Σανσόν «Le maudit» («Είσαι αιχμάλωτος του μυστικού σου / αλλά ο πόνος σου σβήνει την αμαρτία») είναι το αγαπημένο του έφηβου Πολ

Στα μισά του βιβλίου θα σκάσει μύτη και ο αδελφός του Πολ, Πιερ, ένας υπέρ-επιτυχημένος τρέιντερ στην υπηρεσία ενός βρετανικού hedge fund. («Πες μου, Ρόντολφ, σου έχω μια ερωτησούλα. Κατέχεις μια έδρα στο τρομερό Κοινοβούλιο που φτιάχνει νόμους, έτσι δεν είναι; Πού είναι οι νόμοι που απαγορεύουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα να κάνει τη δουλειά του; Οι τύποι στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις δεν είναι απατεώνες. Αν μπόρεσαν να κάνουν εκείνες τις ενέργειες που βελτιστοποιούν τα κέρδή τους, είναι γιατί καμία κυβέρνηση δεν όρισε νομικό πλαίσιο που να τους το απαγορεύει. Κατά βάθος, οι υπεύθυνοι είστε εσείς, έτσι δεν είναι;»)

Στις σελίδες (727) της ζωής τους όνειρα, σχέδια, έρωτες, θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι, τσακωμοί, διαζύγια, επιτυχίες και αποτυχίες, διαξιφισμοί και συμφιλιώσεις συμβαίνουν σε πανεπιστήμια, επαρχιακές αυλές και παρισινά σαλόνια, στις αίθουσες του κοινοβουλίου και στα γραφεία επιχειρήσεων, σε θέατρα, γκαλερί και στούντιο.

Καθώς παρεισφρέουν στην ιδιωτική τους σφαίρα και άλλα πρόσωπα (ίματζ μέικερς, διάσημοι επιχειρηματίες -ιδιαίτερη θέση έχει ο Μπερνάρ Ταπί, που από επιχειρηματίας υπόδειγμα κατέληξε κατηγορούμενος για απάτη-, υπουργοί των γαλλικών κυβερνήσεων με τις θέσεις τους κ.ά.) παρακολουθούμε με λεπτομέρειες από την κατασκευή ενός πολιτικού προφίλ και τον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής γαλλικής σκηνής μέχρι το λανσάρισμα ενός καταναλωτικού προϊόντος ή τον πλειστηριασμό της τέχνης.

Ο Roux άλλοτε σαρκαστικός και άλλοτε φιλεύσπλαχνος με τους ήρωές του, είναι αμείλικτος σε ότι αφορά στις λειτουργίες της αγοράς (και την πολιτική έτσι την βλέπει). Και όλα αυτά για να βρει την απάντηση στην πικρή ερώτηση. Αν η έγνοια μας να φτάσουμε στην ευτυχία ήταν ακριβώς αυτό που μας έκανε περισσότερο να υποφέρουμε; Μήπως το περιεχόμενο των ονείρων μας δεν αντλείται σε πράγματα που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή μας;

Ερωτήσεις που αφορούν και εμάς τους έλληνες αναγνώστες, που οποία έκπληξη ανακαλύπτουμε σε αυτό το υπέροχο βιβλίο πολλά κοινά με τους (γάλλους) ήρωες ―τηρουμένων των αναλογιών― και τον τρόπο που η (σύγχρονη) ιστορία επηρέασε τις ζωές μας και καθόρισε το παρόν μας. Εξάλλου, όπως και οι ήρωες του βιβλίου πολλοί από εμάς -οριακά καταθλιπτικοί;- πάσχουμε από το ίδιο περίφημο σύνδρομο «υπεύθυνος ναι, ένοχος σίγουρα όχι».

«Η ακαθόριστη εθνική ευτυχία» του François Roux

Η μετάφραση είναι του Μανώλη Πιμπλή. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.