- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί μας αρέσει ο νέος ιταλός αστυνόμος
Είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου «Η αίσθηση του πόνου»
Αυτή η ιστορία που διαδραματίζεται στη Νάπολη του 1931 μας συστήνει, εκτός από μια ιστορική περίοδο της Ιταλίας, και τον αστυνόμο Λουίτζι Αλφρέντο Ριτσιάρντι. Ο αστυνόμος ως προσωπικότητα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πόρρω απέχει από τους άλλους επιθεωρητές της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας-στο τέλος του βιβλίου, σε ξεχωριστό κεφάλαιο, ο συγγραφέας Μαουρίτσιο Ντε Τζοβάνι συναντιέται με τον ήρωά του και του κάνει μια μικρή συνέντευξη.
Ξεκινάμε από το πιο κομβικό σημείο του χαρακτήρα του. Από μικρό παιδί βλέπει «το συμβάν» και «αισθάνεται» τις τελευταίες στιγμές όσων πέθαναν με βίαιο τρόπο-αποτέλεσμα δολοφονίας ή αυτοκτονίας. Αυτό το χάρισμα είναι που τον οδήγησε στην αστυνομία ενώ θα μπορούσε να ζει από τα εισοδήματά του- διαθέτει και τίτλο ευγενείας καθώς ο πατέρας του ήταν βαρόνος. Ζει με την ηλικιωμένη, πλέον, νταντά του, είναι αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, πάρα πολύ εσωστρεφής στα όρια του σνομπ και δεν χαμογελάει ποτέ. Όλα αυτά δεν τον κάνουν συμπαθή στους υφιστάμενούς του, έχει όμως έναν αφοσιωμένο βοηθό, τον Ραφαέλε Μαϊόνε.
Εξαιτίας του χαρακτήρα και του μυστικού του δεν μπορεί να επικοινωνήσει εύκολα και με τις γυναίκες, σε σημείο που ο βοηθός του πιστεύει γι’ αυτόν ότι είναι ομοφυλόφιλος. Ο τελευταίος δεν ξέρει ότι το αφεντικό του είναι πλατωνικά ερωτευμένος με μια γυναίκα που ζει στο αντικρινό διαμέρισμα και κάθε βράδυ την παρακολουθεί πίσω από τις κουρτίνες ψελλίζοντας «αγάπη μου».
Η Νάπολη του ’31, όπου θα λάβουν μέρος οι ιστορίες του, είναι μια πόλη με δύο πραγματικότητες. «Χαμηλά η πλούσια πόλη, των ευγενών και των αστών, του πολιτισμού και του δικαίου. Στο βουνό οι λαϊκές γειτονιές, που στο εσωτερικό τους ίσχυε άλλο σύστημα νόμων και κανόνων εξίσου πιο σκληρό. Η χορτάτη πόλη και η πεινασμένη, η πόλη της γιορτής και η πόλη της απελπισίας».
Όμως ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι η εποχή, λόγω του μουσολινικού φασιστικού καθεστώτος, απαγορεύει την κοινοποίηση των δολοφονιών. «Τι όμορφα, μονολόγησε ο Ριτσιάρντι. Ο μικρός βασιλιάς [σ.σ. αναφέρεται στον Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’] χωρίς δυνάμεις, ο μεγάλος αρχηγός [σ.σ. αναφέρεται στον Μπενίτο Μουσολίνι] χωρίς αδυναμίες. Οι δύο άντρες που είχαν αποφασίσει την κατάργηση του εγκλήματος με διάταγμα. Θυμόταν πάντα τα λόγια του διοικητή, ενός ηλικιωμένου διπλωμάτη που σκοπός της ζωής του ήταν να ικανοποιεί απόλυτα τις απαιτήσεις των ισχυρών: Δεν υπάρχουν αυτοκτονίες, δεν υπάρχουν δολοφονίες, δεν υπάρχουν κλοπές και τραυματισμοί, εκτός αν είναι αναπόφευκτο ή αναγκαίο. Δεν πρέπει να γίνεται τίποτα γνωστό στον κόσμο, κυρίως δεν πρέπει να μαθαίνει τίποτα ο τύπος, η φασιστική πόλη είναι καθαρή και υγιής, δεν γνωρίζει ασχήμιες. Η εικόνα του καθεστώτος πρέπει να είναι γρανιτένια, ο πολίτης δεν πρέπει να φοβάται τίποτα. Εμείς είμαστε οι φύλακες της ασφάλειας.» (Την ίδια στάση κρατούσε το σοβιετικό καθεστώς το 1953, όπως διαβάσαμε στο βιβλίο του Τομ Ρομπ Σμιθ «Παιδί 44», εκδ. Πατάκη).
Ο αστυνόμος έχει μια ακλόνητη πίστη. Κάθε έγκλημα «...είναι το σκοτεινό πρόσωπο του συναισθήματος, η ίδια ενέργεια που κινεί την ανθρωπότητα την εκτρέπει, δημιουργεί μόλυνση, μαζεύει πύον και κάποια στιγμή σπάει και προκαλεί ωμότητα και βία. Το Συμβάν τού είχε διδάξει ότι η πείνα και ο έρωτας είναι η αρχή κάθε ατιμίας, με όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει: αλαζονεία, εξουσία, φθόνος, ζήλια. Πάντα και παντού η πείνα και ο έρωτας».
Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του αυτή την κατασταλλαγμένη άποψη θα προσπαθήσει να διαλευκάνει τη δολοφονία του μεγαλύτερου τενόρου της εποχής, Αρλάντο Βέτσι, προσωπικού φίλου του Ντούτσε. Ο τενόρος θα βρεθεί νεκρός την ώρα της παράστασης της όπερας «Παλιάτσοι» στο καμαρίνι του θεάτρου Ρεάλ Τεάτρο ντ Σαν Κάρλο.
Η αλήθεια είναι ότι οι γνώστες της όπερας θα μπορούν να νιώσουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση διαβάζοντας το βιβλίο, καθώς η επίλυση της ιστορίας κρύβεται στο θέμα της όπερας. Ο συγγραφέας στήνει τη διαλεύκανση με τον τρόπο που o Άλφρεντ Χίτσκοκ στήνει την απόπειρα φόνου του πολιτικού, την ώρα της συναυλίας στο Άλμπερτ Χολ, στην ταινία «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά». Ο Χίτσκοκ είχε εξομολογηθεί στον Τριφό ότι οι θεατές που ήξεραν να διαβάζουν μια παρτιτούρα-υπήρχαν πολλά γκρο πλαν της παρτιτούρας που χρησιμοποιούσε η ορχήστρα-θα ένιωθαν περισσότερο το σασπένς. Το ίδιο ακριβώς, συμβαίνει κι εδώ.
Αυτό δεν σημαίνει πως και οι μη γνώστες δεν θα απολαύσουν εξίσου αυτό το γραμμένο με ευαισθησία, πάθος και γνώση της εποχής βιβλίο, με έναν αστυνόμο που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά ενός ρομαντικού μυθιστορηματικού ήρωα του 19ου αιώνα και ενός ρεαλιστή επαγγελματία του 20ου.
«Κατά τη γνώμη σου, τι τέλος θα έχει ο Ριτσιάρντι; Πότε και πώς θα τελειώσει η ιστορία σου;» [ρωτάει ο συγγραφέας τον ήρωά του].
«Αυτή την ερώτηση θα έπρεπε να σου την κάνω εγώ δεν νομίζεις; Ξέρω όμως ότι, όπως δεν το γνωρίζω εγώ, έτσι δεν το γνωρίζεις ούτε εσύ. Και στο κάτω κάτω ούτε μ’ ενδιαφέρει».
Η μετάφραση είναι της Φωτεινής Ζερβού και το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.