Βιβλιο

Η παράδοξη ερωτική ποίηση της Μυρσίνης Λαμπρινής

Με το ίντερνετ, γίναμε όλοι ποιήτριες και ποιητές

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 623
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν έφτασε στο μέιλ μου η διεύθυνση https://erotas61.blogspot.gr την επισκέφτηκα, διάβασα τα κρεμασμένα ποιήματα και σκέφτηκα: «Αφού έχω αποφασίσει να παρουσιάζω βιβλία στην εφημερίδα αυτή, οκ, μπορεί να μου τύχουν και περίεργα φρούτα». 

Σπεύδω να εξηγηθώ για να μην παρεξηγθώ. Στο πολύ απλής δομής μπλογκ υπάρχουν αποκλειστικά τα εξής στοιχεία:

  • Ο τίτλος: «Σε ψάχνει ο έρωτας»
  • Ο υπότιτλος: «Ερωτικά στιχάκια από τη Μυρσίνη Λαμπρινή»  
  • Ένα απλό βιογραφικό: «Η Μυρσίνη Λαμπρινή σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και λογοτεχνική κριτική στο Παρίσι. Εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά ενώ συμμετείχε σε επιτροπές λογοτεχνικών βραβείων. Σήμερα διδάσκει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής»
  • 37 έντιτλα ποιημάτια (36 τετράστιχα κι ένα οχτάστιχο), αλφαβητισμένα κατά τον τίτλο.  

Το γιατί μια έγκριτη και γνωστή κριτικός, όπως η κ. Λαμπρινή («Τραμ», «Ιστός», «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας», «Διαβάζω», «Η Λέξη», «Χάρτης» κ.λπ.) αποφάσισε να παρουσιάσει αυτά τα ποιηματάκια, είναι μυστήριο. Γιατί όχι μόνο δεν διατηρούν το καλό της όνομα στο λογοτεχνικό σινάφι, αλλά μάλλον το αμαυρώνουν – ίσως και τελειωτικά. Αν πάλι είναι κάποιο είδος φιλολογικού αστείου, τότε συμπαθάτε με, ίσως να είναι το είδος του χιούμορ που δεν με αγγίζει. Δεν γράφω χολερικά, πιστέψτε με. Και μπαίνω αμέσως στο ψητό, παρουσιάζοντας τα πάμπολλα προβλήματα που εμφανίζουν τα «στιχάκια» της, όπως η ίδια τα ονομάζει.  

Α. Σχεδόν όλα είναι γραμμένα από αντρική σκοπιά. Παράδειγμα: «Απιστία: Δεν πα να έχεις και δεσμό / να είσαι παντρεμένη / έλα να φύγουμε μαζί / να ’μαστε ευτυχισμένοι». Εκτός κι αν πρόκειται για λεσβία (η πιάτσα δε μαρτυράει κάτι τέτοιο), είναι στοιχείο τουλάχιστον παράδοξο.

Β. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρώ καραμπινάτη λογοκλοπή. Ιδού ένα από τα κλεμμένα: «Αμαρτία: Αν είναι η αγάπη αμαρτία / θα βγω να το φωνάξω με λατρεία / θα βγω να το φωνάξω να το πω / πως είμαι αμαρτωλή που σ’ αγαπώ». Πρόκειται για το ρεφρέν γνωστού τραγουδιού των Πλέσσα - Λυμπερόπουλου (1974), με την Τζένη Βάνου. Από πού κι ως πού το παρουσιάζει η κ. Μυρσίνη για δικό της; Και δεν είναι το μόνο. Το ίδιο ισχύει για το «Απόψε κάνεις μπαμ» του Τσιτσάνη ή την αδέσποτη «Παξιμαδοκλέφτρα». 

Γ. Συνδυασμό αντρικής σκοπιάς και λογοκλοπής έχουμε στο «Ερωτικό, Και ήταν τα στήθη σου / άσπρα σαν τα γάλατα / και συ μου έλεγες / γαργάλα τα». Εδώ έχουμε το στιχάκι που δήθεν είχε γράψει ο «αποστάτης» του 1965 Νόβας. Είναι δυνατό η ποιήτρια να φανταστεί ότι δεν θα το θυμόταν κανείς σήμερα;  

Δ. Ενώ η έγκριτη κριτικός μια ζωή παρουσίαζε –ως γνωστόν– Νοβάλις, αδερφούς Μαν, Σταντάλ, Πάουντ, Τζόις και άλλους σπουδαίους συγγραφείς, εδώ μας αποκαλύπτονται άλλες τάσεις, σαφώς αντιπνευματικές. Παραδείγματα: «Απεργία: Μου είπες όχι άλλο σεξ / κήρυξες απεργία /  Κοέλιο και Λένα Μαντά  / τό ’ριξες στα βιβλία». Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι αναφέρεται ένας σημαντικός Γιαπωνέζος συγγραφέας, αλλά με τρόπο που αδικείται: «Φωτιά και ταραχή: Είσαι φωτιά και ταραχή / είσαι σα Χιροσίμα / για χάρη σου αυτοκτόνησε / ο Γιούκιο Μισίμα». Παρά τον Μισίμα, μάλλον σα στίχοι σκυλοτράγουδου μοιάζουν. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποιηματάκι «Οι νευρικοί εραστές», του οποίου ο τίτλος απηχεί μεν ελληνική απόδοση περίφημης ταινίας του Γούντι Άλεν, αλλά το περιεχόμενο είναι άθλιο. Εξάλλου, το χαμηλό επίπεδο της δημιουργού φαίνεται και από την (έστω ρετρό) τηλεμανία που τη διέπει: «Πρόβα νυφικού: Έκανες πρόβα νυφικού/χωρίς να με ρωτήσεις / κι εγώ μόλις το έμαθα σου ζήτησα εξηγήσεις». Αχαρακτήριστο. 

Ε. Ακόμα χειρότεροι είναι άλλοι στίχοι ιαπωνικής έμπνευσης. Αίφνης, «Ο Γιαπωνέζος: Σε είδε ο Γιαπωνέζος / που σού ’κανε ψηστήρι / με άλλον να φιλιέσαι  / κι έκανε χαρακίρι». Και στο καπάκι το επίσης ανεκδιήγητο: «Ο Γιαπωνέζος πάλι: Σε είδε ο Γιαπωνέζος / που τον ελέγαν Όκε / και έντεχνα και λαϊκά / να λες στο καραόκε». Αναρωτιέται κανείς τι κομίζουν εις την Τέχνην στιχάκια σαν αυτά. 

ΣΤ. Τραγικός συνδυασμός αναμνήσεων ψευδοδημοτικού τραγουδιού και σύγχρονου, λαϊκότροπου (και καλά…) σεξισμού είναι το ποιηματάκι «Η μυλωνού: Καβάλα παν στην εκκλησιά / καβάλα προσκυνάνε / και μόλις δουν τη μυλωνού / την αχλαδιά κουνάνε». Σκέτη φρίκη. Δημοτικοφανές είναι και το εντελώς απαράδεκτο «Κοκόνα: Έλα λοιπόν κοκόνα μου / να γίνουμε ζευγάρι / χαρά να δούνε οι γονείς/ τα σόγια κι οι κουμπάροι». Άλλο δημοτικίζον, με παρομοίωση εντελώς άκυρη, είναι το εξής: «Όπως πετάνε τα πουλιά / από κλαρί σε βάτο / έτσι ξεχνώ τον πόνο μου / πίνοντας άσπρο πάτο».  

Ζ. Η ποιήτρια ίσως να νομίζει ότι σώζεται με ολίγη από πολιτικολογία «Θυσία: Ας είσαι και χρυσή αυγή / ας είσαι κι ανταρσύα / εγώ σε ερωτεύτηκα / και γίνομαι θυσία» ή θρησκεία «Η Παναγία: Σαν βλέπω τη φιγούρα σου / καταμεσής του δρόμου / θυμάμαι και την Παναγιά και κάνω το σταυρό μου».

Η. Να μην ξεχάσω ότι καθαρή αντιγραφή από στιχάκια λαϊκού ημερολογίου είναι, επίσης: «Τα μάτια σου: Τα μάτια σου είναι θάλασσα / τα χείλη σου μαγνήτης / και τα μαλλιά σου τα ξανθά / είναι ο αποσπερίτης»

Θ. Από τεχνική άποψη, κυριαρχούν βέβαια οι ομοιοκαταληκτικοί ίαμβοι, σε σπαστούς δεκαπεντασύλλαβους (8-7). Αλλά πολλές φορές οι ομοιοκαταληξίες είναι κάτι παραπάνω από νόθες, το μέτρο πάσχει, οι συλλαβές είναι περισσότερες (ή λιγότερες). Ένα παράδειγμα είναι: «Η συγγραφέας: Παράτησες το σπίτι σου / τον άντρα τα παιδιά σου / γιατί η δημιουργική γραφή / σου πήρε τα μυαλά σου / άφησες στην κουζίνα σου / να καίγεται το κρέας / και πήγες σε σεμινάρια / να γίνεις συγγραφέας». Αποκορύφωμα κακοτεχνίας είναι «Ο πυροτεχνουργός», το οποίο η ποιήτρια ξεχνάει να το τελειώσει (!): «Φώναξα πυροτεχνουργό / για να εξουδετερώσει / τη βόμβα της αγάπης μου / για σένα».  Ίσως να έσκασε η βόμβα και να έφαγε τις τέσσερις ελλείπουσες συλλαβές.

Ι. Υπάρχει επίσης λάιφ στάιλ (μπαράκια, τυπάκια έβερ, γκαλερί, Μύκονος, Κολωνάκι, Μονεμβασιά, βερτσάτσε τζιάνι (sic), μονόπετρο κλπ), αρκετά έντονα σεξουαλικά στιχάκια γεμάτα απλοϊκότητα, όπως η γελοία «Μαυρούλα, Μια μαυρούλα γνώρισα / στης Αφρικής τα μέρη / που ’χε βυζάκια όμορφα  / και πισινό αστέρι», ολίγη από τεχνολογία με ίντερνετ και προφιλ κι ένα τετράστιχο ιστορικού περιεχομένου από το μακρινό 1885 – αλήθεια. 

Με λίγα λόγια, προτείνω φιλικά στην κ. κριτικό να γυρίσει στις κριτικές της, γιατί η ποίηση δεν είναι το φόρτε της. Με το ίντερνετ, γίναμε όλοι ποιήτριες και ποιητές. Α σιχτίρ.