Βιβλιο

Ο David McCullough είναι απολύτως Ράιτ!

Και γράφει την άγνωστη ιστορία των αδελφών που άλλαξαν τον κόσμο

Στέφανος Τσιτσόπουλος
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολόγια, σημειωματάρια, επιστολές. Ένα ατελείωτο αρχείο. Με σχέδια, αποτυπώσεις πτητικών ονείρων, μηχανοκίνητες προσομοιώσεις  μιας ουτοπίας που όμως κατάφερε να γίνει πράξη. Στο καθηλωτικό βιβλίο «Αδελφοί Ράιτ – Η άγνωστη ιστορία των ανθρώπων που άλλαξαν τον κόσμο», όπου εξιστορείται η ιστορία των αδελφών Ράιτ και του απίθανου κατορθώματός τους -χωρίς ανώτερες σπουδές αλλά και χωρίς χρήματα- να κατακτήσουν τους αιθέρες, ο συγγραφέας David McCullough κατάφερε να αντλήσει το περιεχόμενο της ιστορίας του από το αρχείο της οικογένειας. Εδώ έγκειται και η καταξίωση του βιβλίου του: η άγνωστη ιστορία των ανθρώπων που άλλαξαν τον κόσμο, δια χειρός του βραβευμένου δυο φορές με Πούλιτζερ McCullough, δεν είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας με «ολίγη» από αληθινά στοιχεία. Τουναντίον! Λεπτό προς λεπτό, στιγμή προς στιγμή, από εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα του 1903 στο Άουστερ Μπανκς της Βόρειας Καρολίνας, που το όραμα των Ράιτ πρωτοπήρε σάρκα και... φτερά, μέχρι την πρώτη πτήση του ανθρώπου στους αιθέρες, ο ΜακΚάλα γράφει ένα συναρπαστικό αφήγημα, όπου το τεκμήριο, η απόδειξη, τα αυθεντικά στοιχεία, μελετώνται οδηγώντας έγκυρα σε ένα μεγάλο ρεπορτάζ. 358 σελίδων για την ακρίβεια, σε μια υπέρκομψη έκδοση - συνηθισμένα πράγματα για την Key Books και τις πάντα καλαίσθητες δουλειές τους.

Ο David McCullough είναι απολύτως Ράιτ!

Γουίλμπερ και Όρβιλ Ράιτ, έξω από το σπίτι τους. Οδός Χόθορν 7, Ντέιτον. 1909

Τα πατενταρισμένα σχέδια για το αεροπλάνο των αδελφών Ράιτ. 1908

Τα πατενταρισμένα σχέδια για το αεροπλάνο των αδελφών Ράιτ. 1908

Καρφωμένο στη λίστα με τα ευπώλητα των New York Times, το βιβλίο είναι συναρπαστικό. Από το σπίτι που μεγάλωσαν στο Οχάιο χωρίς ηλεκτρισμό, αλλά με άφθονα βιβλία του ιεροκήρυκα πατέρα τους Μίλτον, οι μηχανικοί ποδηλάτων Ράιτ, χωρίς διασυνδέσεις, παρά μόνο με περιέργεια και πίστη στον εαυτό τους, ρίσκαραν τη ζωή τους πρώτα απ' όλα κάθε φορά που «αερόλαμναν».

Ποια λοιπόν ήταν εκείνη η ιερή στιγμή όπου η πτητική μηχανή τους κατάφερε να ανέλθει στα 100 μέτρα ύψος καταργώντας τη βαρύτητα, με τον Όρβιλ να φωνάζει κατευθύνοντας τον Γουίλιαμ, «πιο ψηλά, πιο ψηλά»; Πόση απόρριψη, απογοήτευση, λύπη μα και υπερβάσεις χρειάστηκε να κάνουν; Μα και πώς ήρθε η στιγμή πέρα από τους δυο ήρωες της αεροναυπηγικής αδελφούς, να γνωρίσουμε και το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας, την αδελφή τους Κάθριν;

Πτήση του Όρβιλ Ράιτ και του Υπολοχαγού Λαμ στο Φορτ Μάγερ.

Πτήση του Όρβιλ Ράιτ και του Υπολοχαγού Λαμ στο Φορτ Μάγερ. Διένυσαν απόσταση πενήντα μιλίων με ταχύτητα σαράντα μιλίων την ώρα. 27 Ιουλίου 1909

Ένα απολαυστικό βιβλίο για τη μεγάλη πίστη στον άνθρωπο και την τεχνολογία. Για την αντίσταση και τις προκαταλήψεις, μα και την ίδια στιγμή για το πάθος της εξεύρεσης, για τον ίλιγγο του νέου. Η καταγραφή ενός θαύματος μα και η δυνατότητα να διαβάσετε μερικές από τις σελίδες του βιβλίου, μέσα από το σαμπλ που εξασφάλισε ειδικά για τους αναγνώστες της η Athens Voice.

Πρώτη πτήση.

Πρώτη πτήση. Διένυσαν απόσταση 36,5 μέτρων σε 12 δευτερόλεπτα. Κίτι Χοκ, Βόρεια Καρολίνα. 10:35 π.μ. 17 Δεκεμβρίου 1903

Κεφάλαιο Πρώτο

Το ξεκίνημα

Αν έπρεπε να συμβουλεύσω έναν νέο για το πώς να προοδεύσει στη ζωή, θα του έλεγα να διαλέξει έναν καλό πατέρα, μια καλή μητέρα και να ξεκινήσει τη ζωή του στο Οχάιο.

- Γουίλμπερ Ράιτ

Σε μια φωτογραφία των δύο αδελφών Ράιτ, την καλύτερη απ’ όλες, φαίνονται καθισμένοι πλάι πλάι, στα σκαλοπάτια της πίσω βεράντας του οικογενειακού σπιτιού των Ράιτ, σε ένα μικρό δρομάκι του δυτικού Ντwέιτον. Έτος 1909, στο απόγειο της δόξας τους. Ο Γουίλμπερ στα 42, ο Όρβιλ στα 38. Ο Γουίλμπερ, με μακρουλό ανέκφραστο πρόσωπο, κοιτάζει πλαγίως, σαν να έχει αλλού το μυαλό του, πράγμα διόλου απίθανο. Είναι λεπτός, σχεδόν λιπόσαρκος, με μακριά μύτη και πιγούνι, φρεσκοξυρισμένος και φαλακρός. Φοράει λιτό σκούρο κοστούμι και παπούτσια με κορδόνια, στο στιλ του ιεροκήρυκα πατέρα τους.

Ο Όρβιλ κοιτάζει κατάματα την κάμερα, με τα πόδια σταυροπόδι και ύφος ατάραχο. Είναι λίγο πιο εύσωμος, μοιάζει νεότερος από τον αδελφό του, με λιγοστά μαλλιά και ένα περιποιημένο μουστάκι. Φοράει πιο ανοιχτόχρωμο και πιο καλοραμμένο κοστούμι, κάλτσες με ρόμβους και σκαρπίνια. Για τους Ράιτ, οι ρόμβοι ήταν ό,τι πιο εξεζητημένο θα φόραγαν ποτέ. Στην πόζα τους ξεχωρίζουν επίσης, πολύ εύλογα, τα χέρια τους, τα εξαιρετικά επιδέξια χέρια τους, που τον καιρό που τραβήχτηκε η φωτογραφία, είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στον ερχομό μιας θαυματουργής αλλαγής για ολόκληρο τον κόσμο.

Κρίνοντας από τις εκφράσεις των προσώπων τους, είχαν ελάχιστη ή και καμία αίσθηση του χιούμορ, πράγμα κάθε άλλο παρά αληθές. Σε κανέναν από τους δύο δεν άρεσε να τον τραβούν φωτογραφίες. «Για να πούμε την αλήθεια», έγραψε κάποτε ένας ρεπόρτερ, «ο φωτογραφικός φακός δεν είναι φίλος των δύο αδελφών…». Όμως το πιο ασυνήθιστο στη συγκεκριμένη πόζα είναι ότι κάθονται χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, πράγμα που δεν γινόταν σχεδόν ποτέ.

Όπως πολύ καλά γνώριζαν πολλοί στο Ντέιτον, οι δυο τους ήταν εντυπωσιακά αυτόνομοι, εργατικοί και ουσιαστικά αχώριστοι. «Αχώριστοι σαν δίδυμοι», έλεγε ο πατέρας τους, και «αναντικατάστατοι», ο ένας για τον άλλο.

Έμεναν στο ίδιο σπίτι, δούλευαν μαζί έξι μέρες την εβδομάδα, έτρωγαν μαζί, φύλαγαν τα χρήματά τους σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό. «Σκεφτόμαστε μαζί», έλεγε ο Γουίλμπερ. Τα μάτια τους είχαν το ίδιο γκριζογάλανο χρώμα, αν και του Όρβιλ ήταν λιγότερο έντονα και πιο κοντά το ένα στο άλλο. Ο γραφικός χαρακτήρας τους έμοιαζε αρκετά –πάντοτε ίσιος και ευανάγνωστος, όπως του πατέρα τους– και οι φωνές τους έμοιαζαν τόσο που, αν κάποιος τους άκουγε από μακριά, με δυσκολία ξεχώριζε ποιος από τους δύο μιλάει.

Ο Όρβιλ ήταν πάντοτε εμφανώς πιο καλοντυμένος, αλλά ο Γουίλμπερ, με ύψος σχεδόν ένα ογδόντα, ήταν λιγάκι ψηλότερος και συνήθιζαν να λένε, κυρίως στη Γαλλία παρά στο Ντέιτον, ότι οι γυναίκες τον έβρισκαν κάπως μυστηριώδη και πολύ γοητευτικό.

Και οι δύο αγαπούσαν τη μουσική – ο Γουίλμπερ έπαιζε αρμόνικα, ο Όρβιλ μαντολίνο. Ενώ δούλευαν, συχνά σφύριζαν ή μουρμούριζαν τον ίδιο σκοπό την ίδια στιγμή. Ήταν και οι δύο τους πολύ δεμένοι με το σπίτι τους. Άρεσε και στους δύο η μαγειρική. Τα μπισκότα και οι καραμέλες ήταν οι σπεσιαλιτέ του Όρβιλ. Ο Γουίλμπερ καμάρωνε για τις σάλτσες του και επέμενε να αναλαμβάνει εκείνος τη γέμιση της γαλοπούλας για τα Χριστούγεννα ή για την Ημέρα των Ευχαριστιών.

Όπως ο πατέρας και η αδελφή τους η Κάθριν, έτσι και οι δύο αδελφοί είχαν τρομερή ενέργεια και γι’ αυτούς η σκληρή δουλειά, κάθε μέρα εκτός Κυριακής, ήταν τρόπος ζωής, κι όταν δεν δούλευαν, ασχολούνταν με «βελτιώσεις» του σπιτιού τους. Η σκληρή δουλειά συνιστούσε για εκείνους πεποίθηση και το ιδανικό ήταν να δουλεύουν σκληρά μαζί, αφοσιωμένοι στα δικά τους εγχειρήματα, μπροστά από τον ψηλό πάγκο εργασίας τους, φορώντας ειδικές ποδιές για να προστατεύουν τα κοστούμια και τις γραβάτες τους.

Πρακτικά, τα πήγαιναν καλά, γνώριζε ο ένας τα προτερήματα του άλλου, γνώριζε τις ιδιαιτερότητες του άλλου και μοιράζονταν σιωπηλά την άποψη ότι ο Γουίλμπερ, ο μεγαλύτερος κατά τέσσερα χρόνια αδελφός, ήταν και ο ανώτερος στη συνεργασία, ο μεγάλος αδελφός.

Βέβαια, τα πράγματα δεν κυλούσαν πάντα ομαλά. Ενίοτε γίνονταν εξαιρετικά απαιτητικοί και επικριτικοί μεταξύ τους, διαφωνούσαν σε σημείο που φώναζαν «κάτι τρομερό». Μετά από έντονες λογομαχίες που κρατούσαν μια ώρα ή και παραπάνω, κατέληγαν να απέχουν από μια συμφωνία περισσότερο κι από όσο πριν ξεκινήσει η διαφωνία τους, μόνο που τώρα ο ένας είχε υιοθετήσει την αρχική άποψη του άλλου.

Λέγεται ότι και οι δύο ήθελαν πάντα να είναι πέρα για πέρα ο εαυτός τους, πράγμα ιδιαίτερα αξιέπαινο στο Οχάιο. Όχι μόνο δεν λαχταρούσαν τα φώτα της δημοσιότητας, άλλα έκαναν και ό,τι μπορούσαν για να τα αποφεύγουν. Και με τον ερχομό της δόξας, παρέμειναν και οι δύο εντυπωσιακά σεμνοί.

Ωστόσο από πολλές απόψεις διέφεραν κιόλας. Κάποιες διαφορές ήταν εμφανείς, άλλες λιγότερο. Ενώ σε γενικές γραμμές ο Όρβιλ είχε έναν ρυθμό κανονικό, οι κινήσεις του Γουίλμπερ διέθεταν «τρομακτική ενέργεια». Χειρονομούσε έντονα όταν μιλούσε, περπατούσε με μεγάλες, γρήγορες δρασκελιές. Ο Γουίλμπερ ήταν από τη φύση του πιο σοβαρός, πιο σχολαστικός και στοχαστικός. Είχε εντυπωσιακή μνήμη, θυμόταν ό,τι κι αν έβλεπε, άκουγε ή διάβαζε. «Εγώ δεν έχω μνήμη», έλεγε ευθέως ο Όρβιλ, «όμως αυτός δεν ξεχνάει τίποτα».

Η ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης του Γουίλμπερ ήταν τέτοια που κάποιοι παραξενεύονταν. Μπορούσε κάλλιστα να αποκοπεί από τους πάντες. «Η πιο ισχυρή εντύπωση που δίνει σε κάποιον ο Γουίλμπερ Ράιτ», είπε κάποτε ένας παλιός συμμαθητής του, «είναι ενός ανθρώπου που ζει κυρίως σε έναν δικό του κόσμο». Σχεδόν κάθε πρωί, βυθισμένος στις σκέψεις του, έβγαινε βιαστικά από το σπίτι χωρίς το καπέλο του και πέντε λεπτά αργότερα ξαναγύριζε για να το πάρει.

Επίσης, όλοι συμφωνούσαν ότι ο Γουίλμπερ είχε μια «ασυνήθιστη παρουσία» και παρέμενε ατάραχος σχεδόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, «χωρίς ποτέ να πανικοβάλλεται», όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του. Ήταν εξαίρετος ομιλητής και είχε διαυγέστατο γραπτό λόγο, πράγματα που έμοιαζαν παράταιρα για κάποιον τόσο λιγομίλητο, και παρότι απρόθυμος να μιλάει δημόσια, όταν το έκανε, τα σχόλιά του ήταν πάντοτε σαφή, εύστοχα και συχνά αξιομνημόνευτα. Στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική του αλληλογραφία, οι αμέτρητες ιδέες και αναφορές του, το λεξιλόγιο και η χρήση της γλώσσας επιδείκνυαν μια εξαιρετική τάξη, που κυρίως οφειλόταν στα πρότυπα που του είχε από καιρό μεταδώσει ο πατέρας του.

«Στον Γουίλ αρέσει να γράφει, κι έτσι αφήνω σε κείνον το φιλολογικό κομμάτι της δουλειάς μας», εξηγούσε ο Όρβιλ. Πρακτικά, απολάμβανε και ο Όρβιλ να γράφει, αλλά μόνο επιστολές στην οικογένεια και ιδίως γράμματα στην Κάθριν, γεμάτα πνεύμα και χιούμορ. Το γεγονός ότι ο Γουίλμπερ, στα πρώτα στάδια της δραστηριότητάς τους, έγραφε σχεδόν όλες τις επιστολές τους σε πρώτο πρόσωπο, σαν να λειτουργούσε εντελώς μόνος, προφανώς δεν ενόχλησε καθόλου τον Όρβιλ.

Ο Όρβιλ ήταν ο πιο μειλίχιος από τους δύο. Παρότι στο σπίτι ήταν ομιλητικός και διασκεδαστικός, συχνά μάλιστα και πειραχτήρι, εκτός σπιτιού ήταν αβάσταχτα ντροπαλός, χαρακτηριστικό που κληρονόμησε από την εκλιπούσα μητέρα του, και αρνιόταν να εκτεθεί δημόσια, αφήνοντας αυτό το κομμάτι στον Γουίλμπερ. Ωστόσο ήταν και ο πιο πρόσχαρος από τους δύο αδελφούς, ο πιο αισιόδοξος και εκ φύσεως επιχειρηματικός, ενώ η εκπληκτική επινοητικότητά του σε μηχανικά ζητήματα ξεχώριζε έντονα σε όλα τα εγχειρήματά τους.

Ενώ ο Γουίλμπερ σκοτιζόταν ελάχιστα για τη γνώμη και τα λόγια των άλλων, ο Όρβιλ ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος στην κριτική ή την κοροϊδία οποιασδήποτε μορφής. Ο Όρβιλ χαρακτηριζόταν κι από κάτι ακόμα, που στην οικογένεια το ονόμαζαν «αλλόκοτες φάσεις», δηλαδή περιόδους κατά τις οποίες, καταπονημένος ή αποκαρδιωμένος, γινόταν ασυνήθιστα κακοδιάθετος και ευέξαπτος.

Στις κοινωνικές συναθροίσεις, ήταν πάντοτε ο Γουίλμπερ εκείνος που προσέλκυε τη μεγαλύτερη προσοχή, κι ας είχε λίγα να πει. «Συγκριτικά», έγραψε κάποιος παρατηρητής, «ο κύριος Όρβιλ Ράιτ δεν διαθέτει ευδιάκριτα ξεχωριστή προσωπικότητα. Δηλαδή, μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων το βλέμμα σου δεν θα έπεφτε πάνω του, ενώ ενστικτωδώς θα αιχμαλωτιζόταν από τον κύριο Γουίλμπερ».

Όπως και ο πατέρας τους, έτσι και εκείνοι ήταν πάντοτε άψογοι τζέντλεμεν, εκ φύσεως ευγενικοί με όλους. Δεν έπιναν βαριά ποτά ούτε κάπνιζαν ούτε χαρτόπαιζαν, και παρέμειναν και οι δύο «ανεξάρτητοι» ρεπουμπλικάνοι, όπως αρεσκόταν να λέει ο πατέρας τους. Ήταν εργένηδες και όλα έδειχναν ότι σκόπευαν να παραμείνουν. Ο Όρβιλ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να παντρευτεί πρώτος ο Γουίλμπερ ως μεγαλύτερος. Ο Γουίλμπερ υποστήριζε ότι δεν είχε ακόμα χρόνο για συζύγους. Ο κόσμος τον θεωρούσε «ντροπαλό με τις γυναίκες». Όπως είπε κάποιος συνεργάτης του, ο Γουίλμπερ είχε «τρομερή νευρικότητα» όταν βρισκόταν ανάμεσα σε νεαρές γυναίκες.

Πάνω από όλα όμως, εκείνο που μοιράζονταν οι δυο άντρες ήταν ο κοινός σκοπός και η ανυποχώρητη αποφασιστικότητα. Ήταν ταγμένοι σε μια «αποστολή».

***

Έμεναν ακόμα με τον πατέρα τους, έναν περιοδεύοντα ιεροκήρυκα που έλειπε συχνά για εκκλησιαστικά ζητήματα, και με την αδελφή τους, την Κάθριν. Νεότερη κατά τρία χρόνια του Όρβιλ, ήταν έξυπνη, εμφανίσιμη, ιδιαίτερα ισχυρογνώμων και η μοναδική απόφοιτος κολεγίου της οικογένειας. Κι από τα τρία αδέλφια ήταν σαφέστατα η πιο κοινωνική. Όταν αποφοίτησε από το Κολέγιο Όμπερλιν του Οχάιο το 1898, επέστρεψε στο Ντέιτον για να διδάξει λατινικά στο καινούριο Λύκειο Στιλ, όπου, όπως επισήμανε ο Όρβιλ, η Κάθριν έκοψε στις εξετάσεις πολλούς μελλοντικούς ηγέτες του Ντέιτον. Όπως έλεγε και η ίδια για τα, κατά τη γνώμη της, «περιβόητα κακά» παιδιά, «έκοψα το κακό απ’ τη ρίζα του».

Κομψή και περιποιημένη, με τα γυαλιά της που είχαν χρυσό σκελετό και τα σκούρα μαλλιά της πιασμένα κότσο, έμοιαζε από κάθε άποψη με δασκάλα. «Παλαιάς κοπής», όπως έλεγε η ίδια. Είχε ύψος λίγο πάνω από ένα εβδομήντα και όσοι την ήξεραν ήξεραν και πόσο δυναμική ήταν. Σε ένα σπιτικό τριών ανδρών και μιας γυναίκας, πέρναγε σχεδόν πάντα το δικό της. Ήταν η πολυλογού της οικογένειας. «Η Κάθριν, όσο βρίσκει άνθρωπο για να μιλήσει, δεν βάζει γλώσσα μέσα της», έλεγε ο επίσκοπος Ράιτ. Μιας και με τον Όρβιλ ήταν πιο κοντά σε ηλικία, οι δυο τους είχαν πάντα μια ιδιαίτερα στενή σχέση. Είχαν γενέθλια ίδια μέρα, στις 19 Αυγούστου, και γεννήθηκαν και οι δύο στο ίδιο σπίτι.

Η Κάθριν ήταν λιγότερο ελαστική με τις ιδιαιτερότητες των άλλων σε σχέση με τους υπόλοιπους της οικογένειας και γινόταν «ευέξαπτη». Όταν ο Όρβιλ έκανε εξάσκηση στο μαντολίνο του, εκείνη συχνά εξοργιζόταν. «Έτσι που τριγυρίζει πέρα δώθε μ’ αυτό το πράγμα, μου έρχεται να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι», παραπονιόταν στον πατέρα της. «Έχεις γερό μυαλό και καλή καρδιά», της έλεγε εκείνος. Όμως ανησυχούσε. «Ανυπομονώ να σε δω να καλλιεργείς μια σεμνή θηλυκή συμπεριφορά και να δαμάζεις τον θυμό σου, γιατί ο θυμός είναι σκληρός αφέντης».

Για τους φίλους τους ήταν ο Γουίλ, ο Ορβ και η Κέιτι. Μεταξύ τους, ο Γουίλμπερ ήταν ο Ούλαμ, ο Όρβιλ ήταν ο Μπάμπο ή Μπαμπς και η Κάθριν ήταν η Στέρτσενς, παράφραση της γερμανικής λέξης «schwerchens», που σημαίνει «αδερφούλα». Δύο ακόμα αδέρφια, μεγαλύτερα από τα τρία που έμεναν σπίτι, ο Ρόιχλιν και ο Λόριν, είχαν παντρευτεί και είχαν κάνει τις δικές τους οικογένειες. Ο Ρόιχλιν ζούσε σε μια φάρμα στο Κάνσας. Ο Λόριν, που ήταν βιβλ ιοθηκάριος, έμενε με τη γυναίκα του, τη Νέτα, και τα τέσσερα παιδιά τους –Μίλτον, Ιβονέτ, Λεοντίν και Χόρας– κοντά στην οδό Χόθορν. Το γεγονός ότι ο Λόριν και ο Ρόιχλιν άλλαζαν τη μια δουλειά μετά την άλλη, προσπαθώντας να ζήσουν τις οικογένειές τους, μάλλον έδωσε στον Γουίλμπερ και στον Όρβιλ έναν επιπλέον λόγο για να παραμένουν ανύπαντροι.

Η μητέρα τους, η Σούζαν Κέρνερ Ράιτ, είχε γεννηθεί στη Βιρτζίνια, ήταν κόρη Γερμανού κατασκευαστή αμαξών, και στην παιδική ηλικία της μετακόμισε στα δυτικά. Τα παιδιά της την περιέγραφαν ως εξαιρετικά έξυπνη, τρυφερή και αβάσταχτα ντροπαλή. Έλεγαν πως, όταν μετά τον γάμο της επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένα μανάβικο και ρωτήθηκε σε ποιον να σταλούν τα ψώνια, ξέχασε το όνομά της. Ωστόσο ήταν χαρωπή και πνευματώδης, και για την οικογένειά της ήταν μια «αληθινή μεγαλοφυΐα» στις κατασκευές, ιδίως παιχνιδιών, ακόμη και ελκήθρων, που ήταν «εξίσου καλά με τα αγορασμένα».

Ήταν μια γυναίκα με τρομερή κατανόηση [γράφει η Κάθριν]. Διέκρινε κάτι ασυνήθιστο στον Γουίλ και στον Ορβ, αν και μας αγαπούσε όλους. Ποτέ δεν θα κατέστρεφε κάτι που προσπαθούσαν να φτιάξουν τα αγόρια. Ακόμη και το παραμικρό πραγματάκι που παρατούσαν κάπου, εκείνη το μάζευε και το έβαζε στο ράφι της κουζίνας.

Όλοι ήξεραν πως η επιδεξιότητα των «αγοριών» στα μηχανολογικά προερχόταν απευθείας από τη μητέρα τους, όπως και η συστολή του Όρβιλ. Ο θάνατός της, το 1889 από φυματίωση, ήταν το χειρότερο πλήγμα που δέχτηκε ποτέ η οικογένεια.

Ο επίσκοπος Μίλτον Ράιτ ήταν αφοσιωμένος πατέρας, αμετακίνητος στις απόψεις του και πάντα πρόθυμος να δίνει συμβουλές. ένας μεσόκοπος, κομψός άντρας με πλούσιο, γκρίζο, επιβλητικό μούσι, αλλά χωρίς μουστάκι, που του άρεσε να χτενίζει τα λιγοστά γκρίζα μαλλιά του προς την μπροστινή μεριά του φαλακρού κεφαλιού του. Όπως συνέβαινε και με τον Γουίλμπερ, το χαρακτηριστικό «σοβαρό παρουσιαστικό» του δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κρίνει κανείς τη διάθεσή του ή τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή.

Γεννήθηκε σε ένα ξυλόσπιτο στην Ιντιάνα το 1828 και μεγάλωσε με τις απόψεις και τις αξίες των ανθρώπων στα σύνορα. Αν και γνωρίζουμε λίγα για τη μητέρα του, την Κάθριν, ο πατέρας του, ο Νταν Ράιτ, αγρότης και βετεράνος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας υπήρξε ήρωας στα μάτια του αγοριού. «Είχε σοβαρό παρουσιαστικό, μαζεμένους τρόπους, ήταν διστακτικός στα λόγια αλλά πολύ σαφής», σύμφωνα με τον Μίλτον. Ήταν απόλυτα εγκρατής, πράγμα σπάνιο στα σύνορα, άντρας με ήθος και πυγμή – χαρακτηριστικά που κάλλιστα θα περιέγραφαν και τον ίδιο τον Μίλτον, καθώς και τον Γουίλμπερ και τον Όρβιλ.

Στην ηλικία των δεκαεννιά, ο Μίλτον προσχώρησε στην Εκκλησία των Ενωμένων Αδελφών, μια προτεσταντική ομολογία. Έκανε το πρώτο του κήρυγμα στα είκοσι δύο και χειροτονήθηκε στα είκοσι τέσσερα. Παρότι παρακολούθησε αρκετά μαθήματα σε ένα μικρό κολέγιο της εκκλησίας, δεν ήταν απόφοιτος κολεγίου. Η Εκκλησία των Ενωμένων Αδελφών που ιδρύθηκε πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν αδιάλλακτη σε ορισμένα θέματα –στην κατάργηση της δουλείας, τη γυναικεία χειραφέτηση και την εναντίωση στη μασονία και στη μυστικοπαθή δράση της–, κι έτσι ο Μίλτον Ράιτ παρέμεινε ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, όπως γνώριζαν όλοι όσοι τον ήξεραν.

Το έργο του ως περιοδεύοντα ιεροκήρυκα τον πήγε μακριά, άλλοτε με άλογο, άλλοτε με τρένο, και γύρισε τη χώρα σχεδόν όσο κανείς άλλος της γενιάς του. Σαλπάροντας από Νέα Υόρκη για Παναμά το 1857, πέρασε τον Ισθμό με τρένο, πηγαίνοντας σε μια εκκλησιαστική σχολή στο Όρεγκον, όπου θα έμενε δύο χρόνια για να διδάξει.

Αυτός και η Σούζαν παντρεύτηκαν στην κομητεία Φαγιέτ της Ιντιάνας, κοντά στα σύνορα του Οχάιο, το 1859 και εγκαταστάθηκαν σε μια φάρμα, στο Φέρμοντ της Ιντιάνας, όπου γεννήθηκαν οι δύο μεγαλύτεροι γιοι τους. Το 1867, μετακόμισαν σε μια αγροικία πέντε δωματίων στο Μίλβεϊλ της Ιντιάνας και εκεί, στις 16 Απριλίου, η Σούζαν γέννησε τον Γουίλμπερ. (Ο Γουίλμπερ και ο Όρβιλ πήραν ονόματα κληρικών που θαύμαζε πολύ ο πατέρας τους, του Γουίλμπερ Φισκ και του Όρβιλ Ντιούι.)

Ο David McCullough είναι απολύτως Ράιτ!