Βιβλιο

Γιατί «Ο καλός στρατιώτης» του Ford Madox Ford διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον εδώ και 100 χρόνια;

Μια ιστορία πάθους, ένα κορυφαίο έργο του μοντερνισμού σε νέα έκδοση

Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο βαθμός «άριστα» της γραφής. Σελίδες που χαράσσουν συγκινήσεις όπου και αν διαβαστούν, και στην άμμο και στο χιόνι και στο στρώμα. Ένα από τα βιβλία που η ανθρωπότητα θα κληρονομήσει όταν η μεγάλη λογοτεχνία κλείσει τα μάτια της, το μυθιστόρημα του Ford Madox Ford το οποίο συμπεριλαμβάνεται σε κάθε καίρια λίστα με τα 100 αγγλόφωνα αριστουργήματα του εικοστού αιώνα, επανακυκλοφορεί στην ετικέτα που τείνει να γίνει νέα μας συλλεκτική μανία: τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Τον ολοκληρωτικά ποθητό τόμο εμπλουτίζει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, ο οποίος μεταφράζει και υπογράφει το επίμετρο.

«Το λοιπόν, έχετε την κατάσταση όσο πιο καθαρή μπόρεσα να την κάνω –ο σύζυγος να είναι ένας ανίδεος βλάκας και η σύζυγος μια ψυχρή φιλήδονη με ανόητες φοβίες… και ο εραστής να είναι ένας εκβιαστής. Και μετά ήρθε κι άλλος εραστής»: να μια όψη της αλήθειας ενός βιβλίου το οποίο φροντίζει με κάθε τρόπο να παίζει κρυφτούλι με την πραγματικότητα, διατυπώνοντας τα κρυπτικά μηνύματά του μέσω ενός αναξιόπιστου αφηγητή που αναπτύσσει αφηγηματικά πιόνια σε μια σκακιέρα δολιότητας υπό ατμόσφαιρα συγκάλυψης. Ο «Καλός στρατιώτης» είναι μια μυθιστορηματική σάλα με καθρέφτες την οποία διαπερνά μια σαπισμένη αίσθηση θλίψης. Θλίψης για την κατάρρευση του συστήματος οργάνωσης του κόσμου που επιφέρει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, θλίψης για την απαξίωση μιας σειράς ηθικών βεβαιοτήτων, για την αποδιάρθωση των ψευδαισθήσεων μιας εποχής και τη μετάβαση σε έναν πολιτισμό αμφιβολίας, για τις συσσωρευμένες αυταπάτες τις οποίες αποκαλούμε βίωμα, για  την πολυσημία αυτού που θεωρούμε ως συμβάν και εκείνου που ορίζουν τα γεγονότα.

Μην τρομάζεις, αναγνώστη, το αναμφίβολα απαιτητικό έργο δεν είναι φτιαγμένο από εξτρεμιστική πονοκεφαλιάρικη πρόζα. Διαθέτει τα αφηγηματικά στάνταρ που θα σου επιτρέψουν να ρουφήξεις αχόρταγα τις αναγνωστικές χαρές του. Η υπόθεση, η οποία ξεκινά με τη διάσημη αράδα: «Αυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει –η πιο θλιβερή», ξετυλίγει τη συναναστροφή μιας συντροφιάς αρμονικής σαν μενουέτο. Αφηγητής είναι ο Τζον Ντάουελ και σύζυγός του η Φλόρενς, εύποροι Αμερικανοί που συνδέονται φιλικά με τον Έντουαρντ και τη Λεονόρα Άσμπερναμ, εξίσου ευκατάστατους εγγλέζους. Ένα κουαρτέτο – ανθός της κοινωνίας. Συναντώνται ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι τον Αύγουστο του 1904 στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου Εξέλσιορ και συνδέονται για εννέα χρόνια, δίνοντας ραντεβού κάθε χρόνο στο Ναουχάιμ όπου κάνουν τα ιαματικά λουτρά τους, μαζί με τις υπόλοιπες ενασχολήσεις που καταλαμβάνουν τον χρόνο όσων είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να διαθέτουν όλα όσα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευπρόσδεκτες απολαύσεις.

Η σχέση που αρχικά περιγράφεται ως «εννιά χρόνια αδιάκοπης γαλήνης» έχει τους ιδιαίτερους γρίφους της: «Η γυναίκα μου κι εγώ γνωρίζαμε τον λοχαγό και την κυρία Άσμπερναμ τόσο καλά όσο είναι δυνατόν να γνωρίζεις κάποιον, κι ωστόσο, με μιαν άλλη έννοια, δε γνωρίζαμε τίποτα, απολύτως τίποτα για κείνους». Και με τον τρόπο αυτό, μέσα από ανεκδοτολογικά μπρος πίσω, αλήθειες που ανακαλούνται και γεγονότα που ανατρέπονται, μαθαίνουμε όσα αξίζει να αποκαλυφθούν για τους Ντάουελ και τους Άσμπερναμ, και της ήρεμης ζωής τους που «χάθηκε μέσα σε τέσσερις συντριπτικές και θορυβώδεις μέρες στο τέλος εννέα ετών και έξι εβδομάδων», με εξίσου σεισμικά συμβάντα να διαδραματίζονται ενδιάμεσα.

Η Φλόρενς σκιαγραφείται σαν μια εύθυμη, γλυκιά, τρεμουλιαστή μαρμαρυγή νερών σε μιαν οροφή. Και σκοπός ζωής του αφηγητή ήταν να συμβάλλει στο να υπάρχει αυτό το λαμπερό θαυμάσιο πλάσμα, «ένα καθήκον που κράτησε πολύ μέσα στα χρόνια». Πες το και αρσενική νοσοκόμα. Ο Έντουαρντ Άσμπερναμ, ο καλός στρατιώτης του τίτλου, είναι ένα πρόσωπο που με τον άψογο εγγλέζικο τρόπο του δεν εξέφραζε απολύτως τίποτα. Διακεκριμένος και περίκομψος, πορεύεται ατάραχος στα γεγονότα «λες και βάδιζε μέσα στη ζούγκλα». Όσο για τον Τζον και τη Λεονόρα, με το μικρό ολόχρυσο βραχιόλι της με μια αλυσιδίτσα κι ένα μικρό χρυσό κλειδάκι που άνοιγε μονάχα έναν χαρτοφύλακα, «κι εκεί ίσως κλείδωνε την καρδιά και τα αισθήματά της», οι δύο τους έχουν το ίδιο επάγγελμα: «Και το επάγγελμά μας ήταν να κρατήσουμε ζωντανούς τους ασθενείς μας που έπασχαν απ’ την καρδιά τους».

Ο αφηγητής μας, ο ρωμαλέος σύζυγος με τον ασθενικό χαρακτήρα που γνώρισε τη Φλόρενς και αποφάσισε, «αν όχι να την κάνει δική του, τουλάχιστον να την παντρευτεί», σύντομα μαθαίνει πως οι Άσμπερναμ δεν ήταν οι καλοί άνθρωποι, οι άσπιλοι και άμωμοι που νόμισε πως γνωρίζει. Πράγμα που ισχύει και για την περίπτωση των Ντάουελ. Ξέρουμε επίσης από νωρίς ότι σύντομα θα υπάρχουν νεκροί. Ο Έντουαρντ, η Φλόρενς, το πρόσωπο που αρχικά περιγράφεται ως «η μικρή». Στο τέλος, επιστρέφει η αρχή: «τίποτα δεν υπάρχει να μας κατευθύνει, κανένας οδηγός. Κι αν όλα είναι τόσο νεφελώδη σ’ ένα θέμα τόσο στοιχειώδες όσο τα ήθη του σαρκικού έρωτα, τι υπάρχει να μας κατευθύνει σε πιο πολύπλοκα ηθικά ζητήματα όπως όλες οι άλλες ανθρώπινες επαφές, όπως όλες οι άλλες σχέσεις και συνεργασίες και δραστηριότητες, Ή μήπως είμαστε για να δρούμε μονάχα από ένστικτο; Δεν ξέρω. Στο σκοτάδι είναι όλα». Να μια πλευρά του «Καλού στρατιώτη» σε μια λεζάντα: Αν δεν έχεις αγάπη, είσαι ένα τίποτα. Γίνεσαι κυνικός. Τελικά το μόνο πράγμα που παραμένει σταθερό είναι τα καλά βιβλία.

Ford Madox Ford, «Ο καλός στρατιώτης – Μια ιστορία πάθους», σελίδες 366, μετάφραση Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Gutenberg