Βιβλιο

«Ο ζοφερός οίκος» του Charles Dickens, μια εποποιία του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος

Άφησε τους κλασικούς να γίνουν οδηγοί σου σε 1.400 σελίδες αναγνωστικής πανδαισίας 

Δημήτρης Καραθάνος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φτιάξτε μου τη μέρα, κλασικοί!  Πίσω στα απαραίτητα, γιατί αν δεν τιμήσεις τον «Οίκο» σου, θα χαθείς σε μοντερνιστικές ασημαντότητες. Είναι δίτομος και λαβυρινθώδης, αν όμως τον αφήσεις να κυλήσει, θα σε τυλίξει στο μεθυστικό του μυστήριο έτσι όπως μόνο ο Ντίκενς μπορεί. Οι αποστασιοποιημένες αναλύσεις που θέλουν να παρακάμψουν τον μύθο και την αγιογράφηση του κομβικού αυτού έπους είναι σπάνιες. Και συνήθως ξενέρωτες. Αντίθετα οι κριτικές που θέλουν τον «Ζοφερό οίκο» ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου πνεύματος είναι υποδειγματικά ακριβείς. 165 χρόνια μετά την πρώτη, περιοδική έκδοσή του, εξακολουθεί να σαγηνεύει. Το πιο θετικό μάλιστα είναι ότι με κάθε ανάγνωση προκύπτουν καινούργιες ερμηνείες και το πνεύμα του Ντίκενς εξαπλώνεται στους νέους και γίνεται συνείδηση. Ένα άφθαρτο μυθιστόρημα που προσφέρει αλλιώτικους τρόπους να κοιτάς τον κόσμο.

Τι ακριβώς είναι ο «Ζοφερός οίκος»; Σάτιρα; Τραγωδία; Κωμωδία; Ένα αμείλικτο πορτρέτο της κοινωνίας ως αποτυχημένου πατριάρχη; Μια πολεμική ενάντια στο νόμο, του οποίου «ο πιο σπουδαίος κανόνας είναι να γεννάει δουλειές για λογαριασμό του, πάντοτε σε βάρος των κοινών θνητών»; Μια καφκική καταβύθιση στο αγγλικό δικαστικό σύστημα και τα μάγια που ασκούν το Σκήπτρο και η Σφραγίδα, με τη σχεδόν μεταφυσική δύναμή τους να ρουφούν τη γαλήνη, τη λογική και τον ύπνο των ανθρώπων; Μια εξαντλητική περιήγηση στο μπαράζ τυπολατρίας και τη νόσο της αναβαλλόμενης ελπίδας την οποία επιφέρει η εμπλοκή με τους δικηγόρους, έναν θεσμό «που έχει διαλύσει τον συνεταιρισμό του με την αλήθεια και τη δικαιοσύνη»;  Είναι όλα τα παραπάνω, ταυτόχρονα ωστόσο και μια απαράμιλλης γοητείας, φυγόκεντρη και πολύπτυχη αφήγηση γεμάτη εγκιβωτισμένες παράλληλες ιστορίες και μίνι διηγήσεις που αναδεικνύουν το βικτωριανό μυθιστόρημα στην ακμή των δυνατοτήτων του. «Ζοφερός οίκος»: Ένας ιστός από διαφορετικές ζωές που τόσο παράξενα έμπλεξε η μοίρα.

Μια οικογένεια περιμένει την επικύρωση μιας διαθήκης μέσα από γενιές κακοδικίας. Η περίπτωση έχει όλα τα χαρακτηριστικά της κατάρας, που μέσα από αναβολές, διακοπές, παραπομπές, εκθέσεις και προσφυγές έχει εξελιχθεί σε φρικτό φάντασμα το οποίο στοιχειώνει τους εμπλεκόμενους. Οι υπεξούσιοι της υπόθεσης, περιλάλητης ως υπόθεση Τζάρνταϊς, είναι οι Έστερ Σάμερσον, Έιντα Κλερ, Ρίτσαρντ Κάρστοουν. Το δικαστήριο του Τσάνσερι είναι, σύμφωνα με το νόμο, ο βλοσυρός κηδεμόνας τους, ρόλο τον οποίο στην πραγματική ζωή εκπληρώνει με ανυστεροβουλία και  δονκιχωτισμό ο Τζον Τζάρνταϊς, κλειδοκράτορας του Μπλικ Χάουζ στο Σεντ Όλμπαν, στην περιοχή του Χάρτφορνσιρ. Ένα μυστήριο τυλίγει τη γέννηση και την ανατροφή της Έστερ, ηρωίδας του βιβλίου.

Σε παράλληλο πλάνο, βρίσκεται νεκρός στο σπίτι ενός τύπου ονόματι Κρουκ, κοντά στο Τσάνσερι Λέιν, ένας γραφιάς σε άθλια κατάσταση. Και έγινε ανάκριση για το θάνατό του. Και ο γραφιάς ήταν ανώνυμος: κανείς δεν γνώριζε το όνομα του ενδεούς οπιοπότη που ξεψύχησε πιθανότατα από υπερβολική δόση στο πλασματικό Τσάνσερι Λέιν πάνω από το παλαιοπωλείο του διαταραγμένου Κρουκ.  Μετά το θάνατο αυτού του ανθρώπου εμφανίστηκε μια κυρία. Μια μεταμφιεσμένη κυρία, που πήγε να δει τον τόπο του θανάτου και τον τάφο του, προσέλαβε μάλιστα έναν νεαρό οδοκαθαριστή για της τον δείξει. Ο οποίος αργότερα μιλούσε με δέος για δαχτυλίδια που άστραφταν στα χέρια της όταν έβγαλε τα γάντια της, τα ίδια δαχτυλίδια που αστράφτουν πίσω από τη βεντάλια όταν επισκέπτεται τη λαίδη Ντέντλοκ ένας νεαρός δικηγόρος με μια πρόταση που μοιάζει επικίνδυνα με εκβιασμό.

Γνωρίζουμε τη λαίδη Ντέντλοκ σαν αρχετυπική βαμπ, αγέρωχη και αλαζονική, σαν το καθετί γύρω της να είναι στραγγισμένο από ενδιαφέρον. Γρήγορα μετατρέπεται σε μοναχική φιγούρα που πλανιέται με όλη τη θλίψη του κόσμου δική της. Και αυτό γιατί η εκθαμβωτική, πάμπλουτη λαίδη κρύβει μια τσακισμένη από τη συνείδηση μητέρα πίσω από το ατάραχο προσωπείο της. Και όταν το μυστικό της γίνεται κτήμα του δικηγόρου Τάλκινγκχορν, τότε ξετυλίγονται οι πιο λεπτές πτυχές της αφηγηματικής ίντριγκας. Δεσμώτης και φυλακισμένη παίζουν κρυφτό σε μια σχέση σχεδόν σεξουαλικής έντασης, μια σατέν χορογραφία –προτού με τη σειρά της μετατραπεί σε αστυνομικό γρίφο.

Προκύπτει άλλωστε στα μισά του έργου και ένας ακόμη πιο γκροτέσκος θάνατος: «Είναι ο ίδιος θάνατος στον αιώνα τον άπαντα –έμφυτος, εγγενής, γεννημένος από τις διεφθαρμένες εκκρίσεις του ίδιου του φαύλου αίματος και μόνο: η Αυτανάφλεξη. Και κανείς άλλος απ’ όλους τους θανάτους που υπάρχουν». Στην εποχή του ο Ντίκενς προκάλεσε έντονες αντιδράσεις όταν ξέκανε τον παλαιοπώλη Κρουκ με αυτανάφλεξη, ένα δικής του επινόησης δεινό, κατά το οποίο το ανθρώπινο σώμα πιάνει φωτιά από τη θερμότητα που αναπτύσσεται λόγω εσωτερικών χημικών αντιδράσεων. Οι επιστήμονες αρνήθηκαν την ύπαρξη του φαινομένου, ο ίδιος επέμενε εσφαλμένα πως ήταν εφικτό. Σήμερα γνωρίζουμε την κραυγαλέα ανακρίβεια των πεποιθήσεών του,  φανταστείτε όμως τι ισχυρισμούς μπορούσε να δοκιμάσει στη συλλογική συνείδηση ένας συγγραφέας του μεγέθους του. Όταν άλλωστε έχεις τη δύναμη να καλλωπίζεις το γραπτό σου με διαδοχικά εδάφια σπάνιας ομορφιάς (δοκιμάστε αυτό: «Μια ντροπαλή καλλονή με μαύρα μαλλιά και μάτια μπαίνει μέσα –και είναι τόσο φρέσκια στη ρόδινη και ντελικάτη νιότη της, ώστε οι σταγόνες της βροχής που έχουν πέσει στα μαλλιά της μοιάζουν με δροσοσταλίδες πάνω σε φρεσκοκομμένο λουλούδι»), τότε προφανώς δεν υπάρχει στο αφηγηματικό σου οπλοστάσιο πρόταση που θα μπορούσε να διατυπωθεί χωρίς ακλόνητη πειθώ.

Στο φόντο του έργου, και στο οπτιμιστικό μέλλον που προλέγει, η βιομηχανική επανάσταση έρχεται μέσα από αναχώματα, γέφυρες, περιφραγμένη γη. Τα κάρα που διασχίζουν τους παγωμένους δρόμους και οι άμαξες που περνούν από την ομίχλη θα δώσουν τη θέση τους σε τρένα που θα διέρχονται με σαματά και λαμπρότητα. Ενόσω η πρόοδος κυοφορείται, ο Ντίκενς περιδιαβαίνει τις επικράτειες των φτωχών και φωτίζει το υποκριτικό πρόσωπο της φιλανθρωπίας και της ηθικής, που κραδαίνει τη βίβλο σαν ρόπαλο αστυνομικού που θέτει υπό κράτηση ολόκληρες οικογένειες. Η καπνιά, «που είναι ο κισσός του Λονδίνου», είναι το πιο ζωηρό κραγιόνι του, οι ερειπωμένοι δρόμοι που στεγάζουν σμήνη δυστυχίας σε σπίτια που τα κατέλαβαν θαρραλέοι άστεγοι και τώρα τα νοικιάζουν σε άλλους συναντούν τις ερεβωδέστερες απεικονίσεις τους στο Τομ-ολ-Αλόουν΄ς, το όνειδος του οποίου συνιστά προάγγελο των σύγχρονων γκέτο.

Μέσα στο μέγα μωσαϊκό αθλιότητας και κακομοιριάς που αποτελεί το Λονδίνο του Ντίκενς και γύρω από τα πρόσωπα που χάνονται στον αγώνα και τον σαματά της πόλης, σαν δροσοσταλίδες στον ωκεανό, ο συγγραφέας δεν παύει να επενδύει στην καλή προαίρεση και την αγαθή φύση των ανθρώπων. Το  «να είμαι πάντα τόσο τυχερή κι ευτυχισμένη ώστε να βοηθώ έστω και λίγο όποιον με έχει ανάγκη» της Έστερ Σάμερσον δεν πτοείται ούτε ακόμη και από την ασθένεια, στην παραμορφωτική επίπτωσή της οποίας η άδολη αφηγήτρια διακρίνει οφέλη: «Πόσα λίγα είχα χάσει, όταν ο απέραντος κόσμος ήταν γεμάτος απολαύσεις στα μάτια μου!»

Είναι προπάντων οι δεύτεροι χαρακτήρες, ένα ολόκληρο σύμπαν καρατεριστών και κομπάρσων, ο καθένας ένα μυθιστόρημα από μόνος του, αυτοί που κερδίζουν την αγάπη και σε κάνουν να νοιάζεσαι βαθιά για την ανθρωπογεωγραφία του Ντίκενς όπως αυτή ξεδιπλώνεται μέσα από μια ατελείωτη γκάμα από καρικατούρες: Η κυρία Τζέλιμπι, η κυρία Πάρντιγκλ, ο κύριος Μπόιθορν, ο κύριος Κρουκ με την ουρά της σκαρφαλωμένης στον ώμο του γάτας να εξέχει από τον τριχωτό του σκούφο σαν μεγάλο φτερό, ο Λάιονελ Μπόιθορν, η οικογένεια Σμόλγουιντ, ο Τέρβιντροπ ο Πρεσβύτερος, η μικρή Τσάρλι, η δεσποινίς Φλάιτ, ο Σταμπς το τροφαντό πόνι, ο Τζορτζ, ο συνταξιούχος στρατιώτης του ιππικού με τη ρώμη γίγαντα και την τρυφερότητα παιδιού τον οποίο γνωρίζουμε ως ιδιοκτήτη χρεωμένου σκοπευτηρίου, ο άτυπος παραγιός του, Φιλ Σκουόντ, ο κύριος και κυρία Μάθιου Μπάγκνετ, η μαντεμουαζέλ Ορτάνς, ο δικηγόρος Βόουλς, ο επιθεωρητής Μπάκετ της αστυνομίας, με τη σύζυγό του σε ρόλο πρώιμης Twopence, ο απαθής δικηγόρος της αριστοκρατίας Τάλκινγκχορν, αρχιερέας γαλαζοαίματων απόκρυφων, με αποστολή να μαθαίνει μυστικά και να κατέχει την εξουσία που του δίνουν.

Στον πυρήνα του «Ζοφερού Οίκου»: άνθρωποι που παίρνουν το καλό στην αγκαλιά τους χωρίς την παραμικρή νύξη ότι θα μπορούσε να είναι και καλύτερο. «Και αδράχνουν το φως από οτιδήποτε σκοτεινό δίπλα τους». Μια καλειδοσκοπική μυθιστορηματική βαβέλ η οποία περνά από τα πιο στενά και άθλια σοκάκια του Λονδίνου αλλά και τις αριστοκρατικότερες επαύλεις της υπαίθρου για να διατυπώσει το οικουμενικότερο συμπέρασμα: Οι ανθρώπινες ποιότητες –ανδρεία, εντιμότητα, αυταπάρνηση, είναι κοινές στον ταπεινότερο τεχνίτη και τον πιο καλοζωισμένο ευγενή. Όσο για τον ίδιο τον Ντίκενς, εκείνος είναι με τους φτωχούς. Ο Ντίκενς πάντα θα είναι με τους φτωχούς. Ο οίκος δηλώνει ζοφερός, μα σου χαρίζει στιγμές που σε κάνουν να μη θες τίποτε άλλο, η ανάγνωσή του μοιάζει με την υπέρτατη ευτυχία. Βάλτε τον στην ψυχή σας.

Charles Dickens, «Ο ζοφερός οίκος», δίτομο, σελίδες 729 & 676, εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ