- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Jens Lapidus. Ο σουηδός δικηγόρος που κατέκτησε το αστυνομικό μυθιστόρημα
Γνωρίσαμε στην Αθήνα τον σπουδαίο εκπρόσωπο της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, για πολλούς τον σουηδό Τζέιμς Ελρόι
Γοητευτικός, πετυχημένος συγγραφέας και πρώην συνήγορος υπεράσπισης σε ένα από τα πιο γνωστά δικηγορικά γραφεία της Στοκχόλμης. Προσφάτως πρώην, αφού μόλις άφησε τη δουλειά του και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Μαγιόρκα για να επικεντρωθεί πιο ολοκληρωμένα στο γράψιμο. Έτσι κι αλλιώς τελευταία ασχολούταν όλο και λιγότερο με τις υποθέσεις του λόγω της συγγραφικής επιτυχίας, κι εκείνος δεν συνηθίζει να μην ανταποκρίνεται υποδειγματικά στα πάντα. Δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κάποτε να επιστρέψει, αλλά προς το παρόν θέλει να περάσει ήρεμες μέρες στο ισπανικό νησί και να μην καταπονείται με πολλά, όπως και κάνει.
Αυτά μάθαμε πριν λίγες εβδομάδες από τον ίδιο, όταν βρέθηκε στην Αθήνα για την προώθηση του καινούργιου του βιβλίου «Στοκχόλμη» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Είναι ο δεύτερος τίτλος της τριλογίας «Τέντι & Έμελι» -προηγήθηκε η «Αίθουσα VIP»- ενώ τον Ιούνιο αναμένεται το τρίτο βιβλίο που ολοκληρώνει τις ιστορίες του πολύπαθου ζευγαριού της τριλογίας. Ο Τέντι, πρώην γκάνγκστερ, ελεύθερος μετά από οκτώ χρόνια στη φυλακή για απαγωγή, γίνεται ζευγάρι με την ανερχόμενη και πολλά υποσχόμενη δικηγόρο Έμελι και η ιστορία αρχίζει.
Το καλό με τα βιβλία του Lapidus είναι ότι έχει γνωρίσει πραγματικά τους νουάρ χαρακτήρες που περιγράφει. Ξέρει πώς είναι να μεγαλώνεις περιθωριοποιημένος στα προάστια των σύγχρονων μητροπόλεων και όταν ξαφνικά περάσεις την εφηβεία να συνειδητοποιείς και να αποδέχεσαι ότι ο μόνος τρόπος να συνεχίσεις είναι το έγκλημα. Τα ξέρει αυτά τα εξαγριωμένα παιδιά, τα έχει δει να ουρλιάζουν από θυμό και αγανάκτηση μπροστά στη δικαστή που θα όριζε την ποινή τους. Τα έχει συναντήσει στις φυλακές και τα έχει υπερασπιστεί στο δικαστήριο, εμπειρίες που τον βοήθησαν να κατανοήσει τους κανόνες ενός άλλου κόσμου που οι περισσότεροι αγνοούν. Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι αντιπροσωπευτική της γλώσσας των δρόμων του περιθωρίου της Στοκχόλμης.
Στην πρώτη του τριλογία «Στοκχόλμη νουάρ» (εκδ. Ψυχογιός) η γλώσσα είναι πιο έντονη, τα σουηδικά μπερδεύονται με λέξεις από γλώσσες μεταναστών και αγγλικές βρισιές που ενσωματώνονται μορφολογικά στη σουηδική γλώσσα, όπως «fucka upp» που σημαίνει κάτι λίγο χειρότερο από το αγγλικό fuck up και στα ελληνικά αποδόθηκε «μη μασάς».
Το αστείο είναι ότι μία λέξη της σουηδικής αργκό των μεταναστών για τον τυπικό βολεμένο Σουηδό, εξελίχθηκε κάποτε σε μεγάλη παρεξήγηση. Χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του τη συγκεκριμένη λέξη και κάποιος φίλος του πρότεινε μία συνώνυμη που χρησιμοποιούταν σε άλλες περιοχές της χώρας. Χαρούμενος που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την προηγούμενη με μία καλή εναλλακτική, την υιοθέτησε αμέσως για να μάθει λίγα χρόνια μετά ότι αυτή η λέξη δεν υπήρξε ποτέ και ήταν απλώς μία πλάκα του φίλου του. Ωστόσο, είχε ενσωματωθεί τόσο καλά στη ροή των κειμένων που κανείς αναγνώστης δεν αναρωτήθηκε ποτέ.
Ο ίδιος ο Lapidus εκτιμά ότι στο μέλλον τα βιβλία του θα μπορούσαν να δώσουν μια καλή εικόνα της σουηδικής κοινωνίας. Αποδίδουν πλήρως τον τρόπο που ομιλείται η γλώσσα, αλλά και τη γλώσσα των παράνομων κυκλωμάτων, «τίθεται μόνο το ζήτημα της μετάφρασης και το πώς αποδίδεται αυτό το ιδιαίτερο λεξιλόγιο στις γλώσσες άλλων χωρών».
Τον ενδιαφέρει επίσης πολύ και η διάρθρωση της κοινωνίας και δεν μένει μόνο στο πρώτο επίπεδο. Τον απασχολεί γιατί κάποιοι άνθρωποι εγκληματούν, πώς το κάνουν, γράφει για τη ζωή στους δρόμους και αποκαλύπτει τα κρυφά σημεία της σουηδικής κοινωνίας. Ξέρει ότι όταν διαπράττεται το έγκλημα, τότε μπορούν αν τεθούν τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Ο Jens Lapidus στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών
«Όλη η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, των περιθωριοποιημένων και εξαγριωμένων προαστίων των μητροπόλεων», λέει χαρακτηριστικά. «Να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια αυτών των ανθρώπων, γιατί κάποια στιγμή θα εκραγούν», επισημαίνει ο Jens Lapidus. Ο τυπικός του πελάτης προερχόταν από τα προάστια της Στοκχόλμης και ήταν νέος μετανάστης. «Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι το ίδιο γι’ αυτά τα παιδιά και υπάρχει ένα τεράστιο κοινωνικό χάσμα. Όταν μία εισαγγελέας είχε ρωτήσει κάποτε τους πελάτες του ‘ποιοι είστε σε 5 χρόνια;’ εκείνο όρθιοι -παρόλο που θεωρείται ακραίο για το σουηδικό δικαστήριο- ούρλιαζαν προς το μέρος της γυναίκας που θα αποφάσιζε την ποινή τους ότι δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα και ωρύονταν ότι ο μόνος τρόπος να πορευτούν στη ζωή είναι εκτός νόμου».
«Η Σουηδία δεν συμμετείχε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έτσι δεν χρειάστηκε να περάσει μετά τη λήξη του από κάποια διαδικασία αναδιάρθρωσης. Η βιομηχανία της τροφοδοτούσε όλη την υπόλοιπη κατεστραμμένη Ευρώπη, χρειαζόταν εργατικά χέρια κι έτσι οι Σουηδοί κατέκλυζαν τις μεγάλες πόλεις από την επαρχία, ενώ κατέφθαναν και πολλοί μετανάστες. Το Million Programme ήταν μία προσπάθεια που ξεκίνησε στη Σουηδία μεταξύ της δεκαετίας του ’60 και του ’90 προκειμένου η κυβέρνηση να παραχωρήσει πολύ γρήγορα στέγαση σε αυτούς τους ανθρώπους. Δημιουργήθηκε σταδιακά ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των αστικών κέντρων και των προαστίων, όπου σήμερα διαμένουν οικονομικά ασθενείς ομάδες και πολλοί μετανάστες που χάνουν κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και επαφής με την υπόλοιπη κοινωνία».
«Δεν συναντιούνται πια ούτε σε δημόσιους χώρους, ούτε στην αγορά, αφού τα μεγάλα εμπορικά κέντρα των προαστίων συμβάλουν κι αυτά στην απομόνωση αυτών των ανθρώπων που περνούν όλη τους τη ζωή διαχωρισμένοι από τον κοινωνικό ιστό, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία τους αγνοεί», λέει χαρακτηριστικά.
Παλαιότερα αντιλαμβανόταν τη δουλειά του ως δημόσια προσφορά, σαν μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία απέναντι στο κοινωνικό χάσμα. Τα βιβλία του είναι τα πιο διαβασμένα βιβλία στις σκανδιναβικές φυλακές κι αισθάνεται ότι –κατά κάποιον τρόπo- κάνει ανθρώπους που δεν θα διάβαζαν ποτέ, να διαβάσουν. Βέβαια, τώρα που η δουλειά του πλέον αναγνωρίζεται δεν αισθάνεται τόσο ελεύθερος στα βιβλία του. Έχει μεγαλύτερη συναίσθηση των αναγνωστών του και αυτό του προκαλεί πίεση, τον γεμίζει ευθύνη. Πάντως στην ερώτηση ποιος είναι ο τέλειος αναγνώστης του, απαντά αμέσως «η γυναίκα μου».
«Η σκανδιναβική λογοτεχνία έχει πλέον φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ακολουθούν όλα τα βιβλία το ίδιο μοτίβο πλοκής και μία παράλληλη ιστορία συνδέεται με κάποιον τρόπο με τον φόνο. Όμως η χώρα δεν είναι πια τόσο ασφαλής όσο θεωρείτο παλιά, αυτό ίσως έχει επηρεάσει το κοινό που διαβάζει μόνο σουηδικά και αμερικανικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Το «Κορίτσι με το τατουάζ» του Στιγκ Λάρσον ήταν φαινόμενο, το πρώτο σουηδικό έργο, μετά την Πίπη τη Φακιδομύτη, που κατάφερε να φτάσει σε όλο τον κόσμο».
«Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος υπήρχε και πριν από αυτή τη μεγάλη έκρηξη, αν και είναι δύσκολο να κάνεις κοινωνική κριτική σε μία πολύ ασφαλή κοινωνία. Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η αλλαγή, όπως και η αντίθεση μεταξύ εγκλήματος και ασφάλειας. Είναι αναπάντεχη γιατί δεν μιλάμε για Νότια Αφρική ή το Μεξικό, αλλά για την προηγμένη και μέχρι πρότινος ασφαλή Σουηδία. Υπήρχε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος υπό την ηγεσία του Ούλωφ Πάλμε, ο οποίος αισθανόταν τόσο ασφαλής που πήγαινε παντού χωρίς προστασία, ώσπου ξαφνικά δολοφονήθηκε και όλη η κοινωνία σοκαρίστηκε. Συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είμαστε όσο διαφορετικοί νομίζαμε από την υπόλοιπη Ευρώπη».
«Η ψηφιακή επανάσταση έχει αλλάξει το αστυνομικό μυθιστόρημα. Σήμερα μιλάμε συχνά με τον όρο ‘crime as a service’ (CAAS) για να περιγράψουμε παράνομες υπηρεσίες του σκοτεινού διαδικτύου που έχουν δημιουργήσει μία τεράστια αγορά εγκλήματος online. Η νούμερο ένα εγκληματική ενέργεια στη Σουηδία είναι η διαδικτυακή απάτη και το μέλλον του εγκλήματος βρίσκεται στο διαδίκτυο».
Σήμερα παραδέχεται ότι τα περισσότερα αστυνομικά έργα είναι τηλεοπτικές σειρές, όπως το Breaking Bad και το Homeland. Βρίσκει το House of Cards πολύ αυθεντικό, του αρέσει και το Game of Throwns και από το True Detective εκτίμησε περισσότερο τον πρώτο κύκλο, τον οποίο βρήκε καταπληκτικό και πιστεύει ότι ζούμε την εποχή του σεναριογράφου, όχι του σκηνοθέτη.
Σε ότι αφορά τον ίδιο, ο Jens Lapidus δεν θα χαρακτήριζε τον εαυτό του σκληρό. Του είναι δύσκολο να υπερασπίζεται εγκληματίες, αλλά ξέρει ότι ως δικηγόρος πρέπει να μένει πιστός στον πελάτη του, όχι στην αστυνομία, ούτε απαραίτητα στην αλήθεια. «Ο πελάτης από την άλλη είναι πιστός μόνο στον δικηγόρο του, αλλά γι’ αυτό το λόγο δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς απόλυτα. Μπορεί να έχει κάνει τα χειρότερα, αλλά του είμαι πιστός, έτσι στα βιβλία μου γράφω μέσα από τα δικά τους μάτια», εξηγεί.
Του πήρε επτά χρόνια να ολοκληρώσει την πρώτη του τριλογία και ήταν μεγάλη πρόκληση να μην τα παρατήσει. Το στοιχείο που τον διαφοροποίησε και τον καθιέρωσε ήταν ότι πήρε την κεντρική ιδέα της σκανδιναβικής λογοτεχνίας και έκανε το ακριβώς αντίθετο. Δεν έγραψε δηλαδή πολλά βιβλία με τους ίδιους γνωστούς χαρακτήρες.
Η καινούργια του τριλογία «Τέντι και Έμελι» ακολουθεί περισσότερο την πεπατημένη, «ακολουθεί μία πιο κλασική δομή, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες παραμένουν ίδιοι στα τρία βιβλία και προστίθενται απλώς νέα πρόσωπα, ενώ οι ιστορίες τους θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν και ως ένα βιβλίο».
Η αγαπημένη του ταινία είναι ο Νονός και κανείς δεν εκπλήσσεται. Του αρέσουν οι επικές ταινίες, γενικώς και τελευταία του άρεσαν πολύ τρεις δανέζικες για τα κυκλώματα ναρκωτικών.
Αγαπημένα βιβλία του είναι η «Μόμο» και το «Ιστορία χωρίς τέλος» του Μίχαελ Έντε. Όταν ήταν νέος διάβαζε Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, αλλά τώρα προτιμάει τον Philip Roth και τον φίλο του James Ellroy (αν και πιστεύει ότι ο Don Winslow τον ξεπέρασε και ζητάει να μην το αποκαλύψουμε). Όταν πάντως πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα αποφεύγει τους Σκανδιναβούς και προτιμάει Αμερικανούς και Βρετανούς, τους αυθεντικούς του είδους, όπως τους Ross Mcdonald και David Peace.
Αν πάλι ήταν δικηγόρος του Ρασκόλνικωφ θα του έλεγε το εξής «δεν θα χτίσουμε γραμμή υπεράσπισης με βάση το πώς βλέπεις τον κόσμο γιατί δεν θα έχουμε τα επιθυμητό αποτέλεσμα».
Επίσης, αν ήταν στην επιτροπή του βραβείου Νόμπελ, δεν θα είχε καμία αντίρρηση να το δώσουν στον Bob Dylan, γιατί αυτό που βραβεύεται είναι το καλό γράψιμο και όχι η γραφή μίας κλασικής και συγκεκριμένης φόρμας.