- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όταν γράφεις για να μπορείς να υπάρχεις, γράφεις όπως η Ανν Ενραϊτ
Συναντήσαμε στην Αθήνα τη βραβευμένη με Booker Ιρλανδή συγγραφέα. Το τελευταίο της βιβλίο «Ο χορταριασμένος δρόμος», εξερευνά τη συμπαγή και περίπλοκη σύσταση των οικογενειακών σχέσεων.
Πάει αρκετός καιρός από τότε που η Ανν Ενραϊτ βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση του τελευταίου της μυθιστορήματος. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, μάλλον θα της έλεγα ότι έπεσε σε περίεργη μέρα, αλλά δεν ξέρω και πότε οι μέρες εδώ κυλούν ήρεμα, σαν να λέμε κανονικά. Τα μαχητικά αεροσκάφη έκαναν χαμηλές πτήσεις από πάνω μας εν όψει της 25ης Μαρτίου, όσο η πορεία της Ένωσης Τυφλών και ατόμων με προβλήματα όρασης περνούσε από μπροστά μας με αιτήματα κατά των περικοπών σε επιδόματα και αναπηρικές συντάξεις. Εκείνη προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην κουβέντα μας. Μίλησε για τα βιβλία της, την ίδια, την οικονομική κρίση και ζητήματα όπως η επιτυχία, η οικογένεια και η συγγραφή, απλώς κάπου κάπου ξαφνιαζόταν, σηκωνόταν από τη θέση της για να φωτογραφίσει την πορεία και κοιτούσε λίγο ανήσυχη τον ουρανό.
Το έκτο και τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο χορταριασμένος δρόμος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και ακολουθεί τα πάθη, τις λεπτές ισορροπίες και τις αλήθειες μία ιρλανδικής οικογένειας, που μπορεί να μοιάζει ή να μη μοιάζει καθόλου με τη δική μας, αλλά σίγουρα κάτι μας θυμίζει. Είναι γιατί η Ανν Ενραϊτ ξέρει τους χαρακτήρες της καλύτερα από τους ίδιους, επειδή μας ξέρει όλους αρκετά καλά, με τις αδυναμίες και τις μυστηριώδεις ζωές μας, που σχεδόν πάντα ξεκινούν από την οικογένεια και τη βασανιστική διαδικασία αποκόλλησης, απεμπλοκής από τους ρόλους που μας αναθέτει.
Κάπου σε μία συνέντευξή θυμόμουν που έλεγε ότι ο «Χορταριασμένος δρόμος» δεν είναι ένα βιβλίο για την οικογένεια, αλλά για τη συμπόνια. Το βιβλίο έθεσε τη συγγραφέα ξανά υποψήφια για το βραβείο Booker, το οποίο είχε κερδίσει το 2007 για τη «Συγκέντρωση» κι εγώ αναρωτιέμαι και της ζητώ να μου εξηγήσει τι εννοούσε σ’ εκείνη τη συνέντευξη. Πρόκειται άλλωστε για μια ιστορία σε οικογενειακό πλαίσιο, μονοπάτια που η Ενραϊτ επιλέγει συνειδητά να εξερευνά, επειδή αναγνωρίζει ίσως την δεινότητά της να διεισδύει με επιτυχία στον πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων. Εδώ ξεδιπλώνεται η ιστορία της Ρόζαλιν, μίας μητέρας που δεν θα χαρακτήριζε κανείς εύκολο άνθρωπο, κυρίαρχο των σχέσεων εντός της οικογένειας των Μάντιγκαν. Η Ρόζαλιν συναντιέται τα Χριστούγεννα με τα τέσσερα παιδιά της, αφού τους έχει ανακοινώσει ότι αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι δίνοντας στον καθένα το μερίδιο του. Αν αυτό λοιπόν δεν είναι ένα βιβλίο για την οικογένεια, ποιο μπορεί να είναι, ρωτώ. Εκείνη παραδέχεται ότι χρησιμοποιεί συχνά οικογένειες στα βιβλία της, διότι είναι μια πολύ καλή δομή και μία δυνατή κατάσταση για να δει κανείς πώς υπάρχουμε πραγματικά, αλλά εξηγεί γιατί έδωσε τότε εκείνη την απάντηση.
«Όλοι προερχόμαστε από μία οικογένεια, εκτός αν είσαι από το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη», μου λέει γελώντας» και συνεχίζει: «Σε αυτό το πλαίσιο ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, μπορείς να διερευνήσεις διάφορα θέματα. O ένας γιος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ο Εμετ, ήταν ο χαρακτήρας από τον οποίο ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Εκείνος έφυγε από την Ιρλανδία για το Μάλι, και τελικά όλα τα παιδιά βίωσαν ζωές που δεν φαντάζονταν σε μέρη μακριά από την Ιρλανδία και με αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να συμπάσχω με το ζήτημα της μετανάστευσης. Στην Ιρλανδία έχουμε εμμονή με τη μετανάστευση και όλους τους δικούς μας ανθρώπους που είναι μακριά. Το 2008 ταξίδευα σε όλον τον κόσμο για τις ανάγκες προώθησης ενός βιβλίου μου –διαδικασία εξόχως βαρετή, γιατί απλώς μιλάς για τον εαυτό σου και είναι σαν μια φούσκα. Στο τέλος του έτους, όταν βρέθηκα στην Ουγκάντα για ένα πρότζεκτ του Guardian, ήταν το καλύτερο ταξίδι που έκανα όλο το χρόνο, αλλά όταν γύρισα στην Ιρλανδία όλοι γκρίνιαζαν και συζητούσαν για την οικονομία και την κρίση. Είχαν δίκιο που ανησυχούσαν και θλίβονταν, απλώς εγώ θεωρούσα ότι ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από την ιρλανδική αγορά ιδιοκτησίας και χωρίς να λέω ότι οι δυσκολίες των ανθρώπων ήταν πλασματικές, είχα απλώς είχα μια διαφορετική οπτική».
«Μετά από κάποια χρόνια πήγα με μια ιρλανδική υπηρεσία αρωγής στην Ονδούρα, όπου έγραφα για τη φιλανθρωπική δράση τους κι έτσι ξεκίνησα να αποκτώ μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνους τους ανθρώπους που έφευγαν από την Ιρλανδία σαν ιεραπόστολοι, αλλά και για όσους εγκατέλειπαν τη χώρα για άλλους λόγους, κάτι που έκανε και η αδερφή μου για δύο χρόνια. Όμως η ανθρωπιστική βιομηχανία είναι γεμάτη ταμπού και δεν μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν όπως θα ήθελες και όπως πρέπει, γιατί αν το κάνεις σχεδόν αμέσως θα σταματήσει η χρηματοδότηση. Με ενδιέφεραν, λοιπόν, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να ειπωθούν κι ενώ θα έγραφα ένα βιβλίο για τις ΜΚΟ στην Αφρική μετά από πολύ μεγάλη έρευνα, κατέληξα με τον Εμετ και, όπως έχτιζα αυτόν τον χαρακτήρα, τα υπόλοιπα μέρη της οικογένειας άρχισαν να εμφανίζονται. Εκείνος ξεκίνησε να σκέφτεται να γυρίσει πίσω στην Ιρλανδία κάτι που αποτελεί μεγάλο κομμάτι της Δυτικής Αφρικής. Κι εκείνος σκέφτεται την Ιρλανδία και και φαίνεται πώς ενώ γενικά είναι πολύ πραγματιστής και αποτελεσματικός, δεν είναι πολύ ευτυχισμένος. Ξέρει ότι υπάρχει ένα κενό στην ψυχή του, το οποίο στρέφεται στη Ρόζαλιν. Έτσι καθένα από τα παιδία αντιμετωπίζει αυτή την απουσία της «δύσκολης» μητέρας του και το θέμα γίνεται πιο υπαρξιακό, παρά οικογενειακό».
«Είχα στο μυαλό μου το ιρλανδικό κοινό όταν έγραφα το βιβλίο και συνειδητοποίησα ότι όλοι τότε επέστρεφαν σπίτι για τις γιορτές και ήταν κλισέ, αλλά ήταν η απόλυτη αλήθεια. Αν είσαι Ιρλανδός, δεν μπορείς να πεις στην οικογένειά σου ότι δεν θα γυρίσεις σπίτι για τις γιορτές, θα ήταν η απόλυτη καταστροφή, αδιανόητο. Εξαιτίας της μετανάστευσης, το να γυρίζεις σπίτι για τις γιορτές είναι σημαντικό πράγμα, μεγάλη υπόθεση. Αν πας για παράδειγμα στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου τις μέρες πριν τις γιορτές, ειδικά σε δύσκολους καιρούς όπως 20-30 χρόνια πριν, οι άνθρωποι έκλαιγαν και αυτό που αντίκριζες στον χώρο των αναχωρήσεων ήταν σοκαριστικό. Δεν είναι, βέβαια, όπως το ’40 που οι άνθρωποι έμπαιναν σε ένα καράβι και εξαφανίζονταν, τώρα είναι απλώς ένα αεροπλάνο…»
Χωρίς να λέω ότι οι χαρακτήρες του βιβλίου της είναι κλισέ, θεωρώ ότι υπάρχουν αναγνώστες που θα ταυτιστούν μαζί τους και ρωτάω αν αυτό έγινε κατά κάποιον τρόπο σκόπιμα. «Ενώ στη συγκέντρωση είχα δώσει μία ξεκάθαρη ταμπέλα στους χαρακτήρες, εδώ είναι μεν αναγνωρίσιμοι τόσο τις στιγμές που μένουν πιστοί στους ρόλους τους, όσο και τις στιγμές που ξεφεύγουν από αυτούς», απαντά. «Αυτό αναδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό για μένα, ότι ένα βιβλίο πρέπει να είναι δημοκρατικό. Όλοι πρέπει να έχουν μία πολύ ισχυρή οπτική και γι’ αυτό το βιβλίο ανήκει στον καθένα χαρακτήρα ολοκληρωτικά, προτού συναντηθούν όλοι μαζί στο σπίτι με τη Ρόζαλιν. Υπάρχει ένα κεφάλαιο για κάθε παιδί της οικογένειας, όπου το καθένα αφηγείται την ιστορία ξεχωριστά και αυτό είναι μία κάπως μοντέρνα προσέγγιση, επειδή η ιστορία δεν παρουσιάζεται μία μόνο οπτική, δεν υπάρχει μία αλήθεια, αλλά ο καθένας έχει την αλήθεια του».
Κάπου εδώ θυμάμαι και κάτι που είχε πει παλαιότερα η Ανν Ενραϊτ, ότι ήθελε να γράψει ένα ολοκληρωμένο, «καθώς πρέπει» βιβλίο. Τα κατάφερε άραγε με τον «Χορταριασμένο δρόμο»;
«Ένα ‘ολοκληρωμένο’ βιβλίο συνεπάγεται έναν ‘υψηλό’ συγγραφέα που κατανοεί τα πάντα. Αλλά εγώ ούτε καταλαβαίνω τα πάντα, ούτε λέω στους αναγνώστες ότι το κάνω. Ούτε και οι χαρακτήρες μου είναι γνώστες των πάντων και επομένως οι αναγνώστες μου δεν νιώθουν την ασφάλεια ότι θα πάρουν όλες τις απαντήσεις που ψάχνουν. Όταν αναφέρομαι στο ‘σωστό-ολοκληρωμένο’ βιβλίο, εννοώ ένα βιβλίο του 19ου αιώνα, στα πρότυπα του George Eliot, που κατανοεί την κοινωνία και τους ρόλους που παίζουν οι άνθρωποι. Τα βιβλία μου δεν είναι τόσο κατασταλαγμένα, αλλά μάλλον ανήσυχα».
Πάντως, παραδέχεται ότι παρά τις ιστορίες που επινοεί, εκείνη βρίσκεται σίγουρα μέσα στους χαρακτήρες των βιβλίων της και πως όσα περισσότερα βιβλία γράφει, τόσο διαχέονται στις σελίδες τους στοιχεία του εαυτού της. «Μοιάζει με ψυχικό τοπίο όπου δεν είναι ακριβώς η δική σου ζωή, αλλά μπορείς να το αποδομήσεις και να φτιάξεις μια ιστορία», καταλήγει.
Η σχέση της με την επιτυχία πρέπει να είναι περίεργη -παρά το Booker- κι όταν η συζήτηση πηγαίνει στα βραβεία εκείνη λέει ότι όταν παίρνεις ένα μεγάλο βραβείο, σπάνια δέχεσαι ξανά κάτι αντίστοιχο. «Είναι σαν να έχεις αποφοιτήσει και τα βραβεία να πηγαίνουν στους νεότερους, που δεν με ενοχλεί καθόλου, γιατί είναι σαν να περνάς στην μετά-βράβευσης εποχή. Όταν συνέβη πάντως ήταν εκπληκτικό και ανησυχητικό ταυτόχρονα επειδή μέχρι τότε ήμουν μία συγγραφέας πολύ χαμηλών τόνων. Είμαι όμως πολύ σκληρή ως προσωπικότητα και κατάφερα να θέσω ξανά τα όριά μου για να έχω μία αίσθηση ιδιωτικότητας στη δουλειά μου, όπως πριν. Πιστεύω ότι τα βραβεία είναι σαν μία δοκιμασία για τον χαρακτήρα, αλλά εγώ συνέχισα, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να επιφέρει η επιτυχία αυτού του είδους. Δεν μπορείς όμως να γκρινιάζεις για καλά πράγματα».
Ενώ για τους συγγραφείς μεγαλύτερη σημασία έχει η φόρμα που δένει το περιεχόμενο, όσο μεγαλώνει η Ανν Ενραϊτ αισθάνεται ότι γίνεται σοφότερη και τελικά μπαίνει στη διαδικασία να ψυχολογεί τους χαρακτήρες των βιβλίων της, όπως συνηθίζουν οι αναγνώστες. Της αρέσει πια αυτή η διαδικασία να τους αναλύει και να καταλαβαίνει πώς καθορίζονται από τα βιώματά τους. Κι όταν τη ρωτάω πόσο δύσκολο είναι να αποτυπώνεις με λέξεις τα συναισθήματα αναλύοντας τον ανθρώπινο ψυχισμό, μου απαντά ότι τα μυθιστορήματα πάντα θέτουν ερωτήματα για αιτίες και αποτελέσματα. Δίνουν προσωρινές απαντήσεις, αφού κάθε ζωή έχει πολλές ερμηνείες» και μάλλον συμφωνώ μαζί της.
Έτσι κι εκείνη έχει πολλές πλευρές και αλήθειες, παρατηρεί πώς αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου κι όταν ανατρέχει στα πρώτα της βιβλία λέει κάτι σαν «κοίτα να δεις πώς ήμουν και πώς έγινα». Ευτυχώς όμως για εμάς, αλλά και για εκείνη, αφιερώθηκε στη συγγραφή με πάθος. Είναι άλλωστε ο τρόπος της να επιβιώνει, «υπήρχαν πράγματα που ήθελα να ειπωθούν» κι εκείνη χρειαζόταν αυτόν τον κόσμο των βιβλίων που «μοιάζει να είναι φτιαγμένος, ώστε άνθρωποι σαν εμένα να μπορούν να υπάρχουν».