Βιβλιο

Ο δικός μου Κωστής Παπαγιώργης

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 597
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κωστής Παπαγιώργης: Γνωστοί και φίλοι γράφουν στην Athens Voice για τον δοκιμιογράφο, αρθρογράφο και μεταφραστή φιλοσοφικών έργων που έφυγε στις 21 Μαρτίου 2014

Θανάσης Κόρρας

«Τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον πολυγνώρισα ποτέ. Τον έβλεπα να διαβάζει ολημερίς, ξαπλωμένος στο πάτωμα, τόνους βιβλία. Ύστερα να γράφει κλεισμένος στο μικρό, φτιαγμένο απο τέσσερις τοίχους βιβλίων, γραφείο του “μαλακίες”, όπως ο ίδιος έλεγε. Τώρα που μας έφυγε και κρυφοκοίταξα, δειλά, τις μαλακίες του, δακρύζω. Όχι από έκπληξη και θαυμασμό, κι ας γράφει κάπως μαγικά, αλλά από λύπη. Μου λείπει ο Κωστής...

Τον Κωστή, αντίθετα με τον Παπαγιώργη, τον γνώρισα μικρός πολύ. Τότε που στα βιβλία μου ανέγνωσα “Λόλα να ένα μήλο”. Τον γνώρισα σα φίλο της μαμάς, μα είδα ένα παιδί με μαλλί λευκό σαν το βαμβάκι. Ίσως γι’ αυτό και τον συμπάθησα ευθύς. Μοναχοπαίδι εγώ, βρήκα παρέα σκέφτηκα. Ένα μεγάλο αδερφάκι να μαλώνω οπαδικά, να συμπληρώνω αυτοκόλλητα Panini, να με κερνάει όσα γλυκά ο ίδιος δεν επιτρεπόταν να φάει. Σιγά-σιγά βρήκα ένα μυστηριώδη φίλο που περπατούσε κάθε μέρα Χαλάνδρι-Εξάρχεια για να με δει! 

Και πέρασε ο καιρός κι ο φίλος έγινε μπαμπάς. Ένας μπαμπάς που δεν με πλήγωσε ποτέ, που με κατάλαβε νωρίς κι όλο για σκανταλιές μιλούσε. Και πέρασε κι άλλος καιρός, έγινα πια δεκαοχτώ κι έφυγα μόνος να σπουδάσω. Μονάχο όμως δε μ’ άφησε να νιώσω ποτέ – είτε στα ξένα, είτε εδώ. Ο Κώστας ήταν πάντα εκεί, μια ασπίδα αόρατη, ένας σιωπηλός φύλακας-άγγελος να με προστατεύει από όλα όσα μου τύχαν.

Όταν εντέλει γύρισα πίσω για τα καλά, έμελλε να σε χορτάσω λίγο. Ήταν τρεις μήνες καλοί και άλλοι τρεις σπαρακτικοί, που δεν πολυθυμάμαι. Και σ’ έχασα Κωστή, νωρίς. Μου ’μεινε η πίκρα να μη σου χω πει πως ήσουν και φίλος κι αδερφός κι ο άλλος μου πατέρας – μα κι η ελπίδα πως όπως μια ολόκληρη ζωή, βουβά, με καταλάβαινες, έτσι κατάλαβες κι αυτά, τα άκουσες και έφυγες γεμάτος». 

*Ο Θ.Κ. είναι αρχιτέκτονας.

Κωστής Παπαγιώργης, 1981, στο σπίτι του στο Χαλάνδρι

1981, στο σπίτι του στο Χαλάνδρι​

Νίκος Ξυδάκης

Νίκος Ξυδάκης

«Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που κάτι μου ζητάνε για τον Κωστή Παπαγιώργη, μου ’ρχεται καλύτερα να ’λεγα ένα τραγούδι. Γιατί και σε εκείνον δεν νομίζω ν’ άρεσαν τα πολλά λόγια γύρω από τον εαυτό του. Αυτή ήταν και η πρώτη μου εντύπωση από τον Κωστή.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος μου τον γνώρισε και ήδη αναφερόταν και μου μιλούσε συχνά γι’ αυτόν και για το πάθος και τον έρωτά του για τα λαϊκά τραγούδια. Και περισσότερο μάλιστα για τα πιο κατατρεγμένα και “ευτελή”. Εκείνα που έμοιαζε να παίρνουν το μονοπάτι που οδηγούσε στην άκρη ενός γκρεμού. Ως τελευταίο στήριγμα στην άκρη του κενού. Ένα τραγούδι μισό πρόζα, μισό μουσική. Λες και το συνέθετε ένας κόσμος φθαρτός, στα τελευταία του, και όχι ένα Αιωνόβιο πιάνο. 

Στην πρώτη μας συνάντηση, θυμάμαι, με ρώτησε σε τι ηλικία έγραψα τα πρώτα μου τραγούδια. Όταν του είπα κοντά στα είκοσι τέσσερα σχεδόν κάγχασε “είδες οι μουσικοί βρίσκουν τον εαυτό τους νωρίς”.  Δεν είχε γράψει ακόμη το “Περί μέθης”. Που με αυτό θα ’βρισκε τον τρόπο του, το προσωπικό του ύφος.

Τον ακολουθούσε η αύρα μιας ριψοκίνδυνης, περιπετειώδους ζωής που συνάρπαζε τους άλλους. Εμένα με συγκινούσε ο ίδιος. Ήταν άνθρωπος που τον αγαπούσες. Αλλά είχα και σιωπηλό θαυμασμό για το συγγραφέα. Τίτλο που, νομίζω, τον δικαιούται όσο λίγοι.

Θα υπομειδιούσε τώρα αν το διάβαζε πουθενά αυτό. Άλλοι θα πουν σημαντικά για τα γραπτά και τις ιδέες του. Εγώ διαβάζοντας τα βιβλία του, τα πιο καθημερινά του κείμενα, είχα την αίσθηση πως έγραφε για να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Στο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, από τα ωραιότερά του, γράφει: “Ο κοινός πόνος, η αλληλεγγύη της κοινής μοίρας μοιάζουν δραστικό παυσίλυπο για το θυμικό του αφηγητή. Μέσα στις ιστορίες των άλλων δεν αναγνωρίζει μόνο τον εαυτό του – κυρίως σώζεται απο τον εαυτό του...” ή “η αφήγηση είναι σύμπτωμα νόσου και αυτόχρημα θεραπείας... καταβάλλει τα διηγήματα σαν νοσήλεια”.

Από βιβλίο σε βιβλίο, από κείμενο σε κείμενο, είναι σαν να προετοιμάζει τον αντικαταστάτη του. Από εκεί μέσα θα συνομιλεί πλέον. Ακόμα και, κατά μία ειρωνεία, από το τελευταίο του ανολοκλήρωτο βιβλίο “Ο Εαυτός”. Και τώρα μπορεί οι φίλοι, οι γνωστοί, να μην τον ξαναδούμε να προβάλλει απροσδόκητα από καμία γωνία της πόλης με εκείνο το ενεργητικό γρήγορο βάδισμα, όμως όσο ζούμε ακόμη εμείς, και σίγουρα κάποιοι άλλοι που θα ’ρθουν, θα πέφτουμε πάνω του. Σε μία στιγμή αδυναμίας, σε ένα ερώτημα, σε ένα περιστατικό του δρόμου... σε ένα καβγά για τις ιδέες στις “ψυχοφθόρες σφοδρές συγκινήσεις” και στα δράματα και στα γέλια θα μας ενδιαφέρει το λοξό του βλέμμα, το σχόλιό του. Τι θα ’λεγε, πώς θα το ’λεγε; Και θα του απευθύναμε τότε κι εμείς όπως κι εκείνος στο φίλο του Χρήστο Βακαλόπουλο τον χαιρετισμό. “Γειά σου, Ασημάκη”».

*Ο Ν. Ξ. είναι συνθέτης.

Ο Κωστής Παπαγιώργης στην «Ανατολή» με τον Μπάμπη Λυκούδη και την Ελισάβετ Σακαρέλλη

Στην «Ανατολή» με τον Μπάμπη Λυκούδη και την Ελισάβετ Σακαρέλλη

Κατερίνα Ζαχαροπούλου

Κατερίνα Ζαχαροπούλου

«Αγάπησα τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη από τους τίτλους τους. Βαθαίνοντας τη γνωριμία με τον συναρπαστικό τρόπο του να ταράζει την επιφάνεια των λέξεων ώσπου να βγει  το αρχετυπικό τους νόημα, άρχισα να εθίζομαι στη γλώσσα του έτσι ώστε ό,τι έβλεπα στο δρόμο, στους ανθρώπους, στα λεγόμενά τους, να λέω: “αυτό ο  Κωστής θα το έλεγε κάπως, εκείνο ο Κωστής θα το ξεσκέπαζε, το άλλο ο Κωστής θα το ξαναγεννούσε ολοκαίνουργιο και αγνώριστο..”. Βούτηξε στο πένθος, στο γέλιο, στις ανθρώπινες γκάφες, στη φιλοσοφία, στα αντικείμενα, στην Ιστορία, στους  ήρωες, στα του βίου, στη δική του προσωπική άβυσσο, στο βίωμα και το τραύμα, στον έρωτα, στη φιλία, στη μέθη, και Τέλος στον Εαυτό, που τον παρέδωσε σαν  αίνιγμα και άντε να το λύσεις.. .

Αργότερα πολύ από τη συνάντηση με τα βιβλία του γνώρισα και τον ίδιο. Ήταν μυθικό πρόσωπο για μένα… Πότης, γόης, ξενύχτης, κατεστραμμένος στα μέρη εκείνα του Εαυτού που αναγεννήθηκαν μέσα από την αγάπη μιας γυναίκας. Οι φίλοι του μιλούσαν για θαύμα… Όταν γνώρισα τον Κωστή και τη Ράνια κατάλαβα από πρώτο χέρι.

Δεν ήταν πολλές οι φορές που βρεθήκαμε, σε σχέση με άλλους, παλιούς του φίλους που έχουν τεκμήρια και μνήμες για γλέντια, συζητήσεις, κυρίως αίσθηση για την προσωπικότητα αυτού του σπάνιου ανθρώπου.

Μου άρεσε όμως που αισθανόμουν σαν να τον ήξερα χρόνια. Και τον ήξερα. Η φυσική του παρουσία απλά επιβεβαίωσε τη στόφα του συγγραφέα που μου έκανε παρέα στα δύσκολα. Ήταν εκεί, είχε κάνει όλο το δρόμο και για μένα, για εμάς, γύρισε, μας τον έδειξε, είπε πόσο σοβαρά δύσκολος είναι, γέλασε μέχρι δακρύων, τραγούδησε τα λαϊκά, έσπασε δόντια στις αρχαίες λέξεις, έκανε φίλους από όλες τις τάξεις των ανθρώπων, γιατί ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν αυτό το σπάνιο είδος διανοητή, συγγραφέα, φίλου που δεν έδινε δεκάρα να το φωνάξει».

*Η Κ.Ζ. είναι εικαστικός.

Γιάννης Ε. Σταθόπουλος

Γιάννης Ε. Σταθόπουλος

«Στα τέλη του 1975 γνωρίσαμε τον Κωστή Παπαγιώργη, που λίγο καιρό πριν είχε γυρίσει από το Παρίσι. Μια παρέα φίλων από την Αγία Παρασκευή, που ακόμα κρατεί, είχαμε την ξεχωριστή τύχη μέσω του συμμαθητή του Χαλανδραίου Γιώργου Μήλια, καλή του ώρα, να βρούμε τον ανήσυχο, ξεχωριστό και “παράξενο” άνθρωπο που διάβαζε ασταμάτητα αλλά και ξοδευόταν (μόνο και αυστηρά) τα βράδια στις παρέες και τα γλέντια. Αυτές οι παρέες της νύχτας κράτησαν πολλά χρόνια και από τις ταβέρνες στο Χαλάνδρι (πόσα βράδια άραγε στον “Καλλιτέχνη”) και στην Αγία Παρασκευή κατέβηκαν στην Αθήνα, μέχρι που ο Κωστής αρρώστησε το 1986 αλλά και μετά.

Μας σημάδεψε όλους ο συγγραφέας, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Κωστής Παπαγιώργης. Γιατί είχε μια διαβολεμένη ικανότητα να γίνεται φίλος γκαρδιακός και παράλληλα να βοηθά, άθελά του ίσως, να πάμε όλοι εμείς παραπέρα στη σκέψη και στην αμφισβήτηση, στην αποκαθήλωση της δικιάς μας ματαιοδοξίας να αλλάξουμε τον κόσμο, στη μεταβίβαση γνώσεων και διαβασμάτων. Μας έμαθε (και μάθαινε κι αυτός) να ξεχωρίζουμε το αληθινό από το νόθο και να γινόμαστε καλύτεροι μέχρι το 2014, που μας παράτησε σύξυλους. Ήταν πάντα, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ένας σοφός, και εξαιρετικά σπουδαίος φίλος και άνθρωπος, βαθιά ήρεμος και πράος μαζί με τη Ράνια, πειραχτήρι όπως πάντα, αγαπητός από όλους και με το τεράστιο κύρος που απέκτησε με παροιμιώδη εργατικότητα και μεράκι. 

Τώρα τα γέλια μπερδεύονται με τη συγκίνηση και τα δάκρυα, εμείς όμως πρέπει να μικρύνουμε το χάος της απουσίας του. Η ματαιότητα που γνωρίζει τη βαθύτερη έννοια των πραγμάτων και χαμογελά, η λυπημένη αισιόδοξη σοφία που εκείνος είχε κατακτήσει, μας συντροφεύουν και έτσι ζει ο ίδιος στις αναμνήσεις και τις καρδιές μας, σα να διασώθηκε η δική μας ζωή και η νιότη μας.  

Κωστή, θέλαμε κι άλλα βιβλία, κι άλλα χρόνια, κι άλλα βράδια».

*Ο Γ.Ε.Στ. είναι γιατρός, δήμαρχος Α. Παρασκευής.

Ο Κωστής Παπαγιώργης με τη Φρίντα Λιάπα

Με τη Φρίντα Λιάπα​

Μελίνα Τανάγρη

Μελίνα Τανάγρη

«Ο Κωστής λείπει και το μειδίαμα του λάμπει και μεγεθύνεται. Η μεθυστική ακρίβεια των γραπτών του σε συνδυασμό με την παρουσία του και την αγαπημένη του Ράνια, έχουν φτιάξει πλέγμα προστατευτικό πάνω και μέσα στην πόλη. Υπάρχει κάτι σα δίκτυο φίλων αγαπημένων, φίλων φίλων, γνωστών που έζησαν τον Κωστή από παλιά, ιστορίες, στιγμιότυπα, ατμόσφαιρες, που φτάνουν μέχρι εδώ με τόση ζωντάνια, και αφήνουν την αίσθηση από το πέρασμά του.

Τον γνώρισα τα τελευταία χρόνια και δεν τον έβλεπα πολύ συχνά. Όμως η κάθε φορά περιείχε ό,τι αξίζει στη ζωή. Ένα πεδίο συνενοχής, συνεννόησης όπου όλα γίνονται αβίαστα, πηγαία, βαθιά και παιχνιδιάρικα συγχρόνως.

Ο Κωστής με έκανε να σκεφτώ, πως τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων είναι “μαγνητικές”. Γίνεται το κλικ στο χώρο του αόρατου και μετά ανεβαίνουν σαν κύματα τα λόγια, η συνεννόηση, τα γέλια, η φιλία... Κάποια στιγμή τον ρώτησα γιατί έκανε κάτι και μου απάντησε αφοπλιστικά... “από κόμπλεξ, μωρέ... από τι άλλο;”.

Ναι, Κωστή, κάποια στιγμή θα τα πω τα καψουροτράγουδα, όχι δειλά όπως έχω ήδη αρχίσει να το κάνω –άλλωστε χρόνος υπάρχει πολύς– αλλά με την παρρησία και την αυταπάρνηση που τους αρμόζει και θα δω πόσο δίκιο είχες».

*Η Μ.Τ. είναι τραγουδίστρια, τραγουδοποιός.

 Δάφνη Ρόκου)

1994, στο σπίτι της οδού Τοσίτσα (φωτό: Δάφνη Ρόκου)

Θανάσης Καστανιώτης

Θανάσης Καστανιώτης

«Γνώρισα τον Κωστή Παπαγιώργη πρώτα ως μύθο, τη δεκαετία του ’60, όταν οι φήμες μιλούσαν για έναν “ιδιόμορφο φοιτητή-βιβλιοπώλη” που δρούσε στο Παρίσι, έναν ανήσυχο νέο που εντυπωσίαζε με τον τρόπο της ζωής του και των σπουδών του. Καθώς ήμουν κι εγώ νεαρός βιβλιοπώλης τότε, στη “Φωλιά του Βιβλίου”, ήταν θέμα χρόνου οι τροχιές μας να συμπέσουν, κάτι που συνέβη όταν μας επισκέφτηκε για να μας πουλήσει μια κούτα με βιβλία από τη Γαλλία. Το βλέμμα του και η φωνή του μου εντυπώθηκαν από την αρχή, γι’ αυτό, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει κείμενα δικά του και μεταφράσεις του, τον παρακολουθούσα και τον διάβαζα, κυρίως στις συνεργασίες του με τον Εξάντα και τις εκδόσεις Ροές.

Η χρονιά-σταθμός για τη γνωριμία μας ήταν το 1990, όταν αποφασίσαμε να συνεργαστούμε. Έκτοτε εκδώσαμε είκοσι σημαντικά βιβλία του που αγαπήθηκαν από πολλούς και φανατικούς αναγνώστες, ενώ συγκροτήσαμε και τρεις σειρές φιλοσοφικών βιβλίων, τις οποίες διηύθυνε ο ίδιος: τα “Ελάσσονα”, τα “Μείζονα” και τα “Μέγιστα φιλοσοφικά”. Συνεργαστήκαμε και στη σειρά της ελληνικής λογοτεχνίας, όπου ήταν πολύ αυστηρός κριτής. Η ενασχόληση με τα χειρόγραφα ήταν γι’ αυτόν μια διαδικασία απόλαυσης.

Η σχέση μου με τον Κωστή Παπαγιώργη ήταν μια σχέση βαθιάς φιλίας, αγάπης και εξαιρετικής συνεργασίας. Είναι χαρά μου που συναποφασίσαμε με τη γυναίκα του, Ράνια Σταθοπούλου, να διασώσουμε όλα τα κατάλοιπά του, τα οποία αποτελούν διαμάντια γραφής και σκέψης. Ξεκινήσαμε το 2014 με τα “Υπεραστικά”, πρόσφατα εκδώσαμε τον “Εαυτό”, το τελευταίο του σπουδαίο κείμενο, και έπεται συνέχεια».

*Ο Θ.Κ. είναι εκδότης.

Ο Κωστής Παπαγιώργης στο Παρίσι, 1974

Στο Παρίσι, 1974

Ελένη Αλεξανδράκη

Ελένη Αλεξανδράκη

«Η αγάπη μας για τον Κωστή μάς κάνει να θέλουμε να γνωρίσουμε όλο και περισσότερο την πολυσύνθετη προσωπικότητά του που φέρει μέσα της όλη την ελληνική πραγματικότητα, την ίδια την ελληνική ψυχή, τη διορατική του ματιά προς τη Δύση και την εκλεπτυσμένη και εσωτερικευμένη σκέψη του που τον οδηγεί στην αυτογνωσία. Ο Κωστής βλέπει βαθιά και καθαρά μέσα στην “Ανθρώπινη Συνθήκη”.

Εμείς, οι φίλοι και οι αναγνώστες του, συνδεόμαστε και “συμβιώνουμε” μαζί του στις εμπειρίες και τα βιώματα που μοιράζεται γενναιόδωρα μαζί μας στα βιβλία του. 

Αναγνωρίζουμε σ’ αυτόν τον εαυτό μας, γιατί τα θέματά του (είτε σχετίζονται με ακραίες συγκινήσεις και πάθη, είτε με το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, την Ελληνική Επανάσταση, τον Πλάτωνα, τον Χάιντεγκερ, τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Ντεριντά, τον Μαλαρμέ) μιλάνε για μας, για την καθημερινότητά μας, για τη σημερινή ζωή μας, για τον αιώνα μας.

Ο Κωστής, εν ζωή, απέφευγε σαν τον διάβολο την όποια προβολή. Όμως από τη μέρα που πέθανε έχει προκληθεί ένας καταιγισμός εκδηλώσεων, κειμένων, σχολίων, παρουσιάσεων, αφιερωμάτων και αναρτήσεων στο διαδίκτυο, για αυτόν τον ηγεμόνα των γραμμάτων. Εδώ και δύο χρόνια σχεδιάζω και γω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ/πορτρέτο του, συνθέτοντας  κάτι σαν μια παρτιτούρα που απαρτίζεται από τις νότες που έγραψε εκείνος ο ίδιος με τη ζωή του.

Σύντομα θα αρχίσουμε γυρίσματα. Όπως είχα πει όταν πρωτοσκέφτηκα την ιδέα στη Ράνια, τη γυναίκα του Κωστή, αυτό το ντοκιμαντέρ δεν το κάνω μόνο για να τιμήσω τη μνήμη του ή εξαιτίας της αγάπης μου για κείνην και για εκείνον, αλλά από αληθινή ανάγκη, γιατί ο Κωστής μέσα από τα κείμενά του μου δημιουργεί αναμφίβολα θαυμασμό, απορία και έμπνευση».

*Η Ε.Α. είναι σκηνοθέτρια.

Θανάσης Χατζόπουλος

Θανάσης Χατζόπουλος

«Περισσότερο το εικάζω παρά το θυμάμαι, αλλά θα πρέπει να συναντηθήκαμε με τον Κωστή Παπαγιώργη περί τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, εποχή κατά την οποία κι οι δύο κυκλοφορούσαμε στα γραφεία των εκδόσεων Εξάντας, της Μάγδας Κοτζιά. […] Είναι περίεργο αλλά εκτός από τον Θέμη Μπανούση, συνεταίρο τότε της Μάγδας, μια ψηλή φιγούρα που λειτουργούσε καταλυτικά για την ηρεμία του χώρου, δεν θυμάμαι άλλα πρόσωπα εκτός από τον Κωστή Παπαγιώργη. Προφανώς δεν είχα νου για κανέναν άλλον. Κι εκείνον, πριν να τον συναντήσω, τον γνώριζα από τις αναγνώσεις των λιγοστών μέχρι τότε βιβλίων του όπου το πάθος του για τη γνώση μέσω της φιλοσοφίας συναντούσε τις δικές μου ερωτοτροπίες με αυτήν. Θα πρέπει να ήταν η ίδια περίοδος που, με το γνωστό σκανδαλιάρικο ύφος του, την ελευθερία της κρίσης πέρα από τις συμβάσεις του λογοτεχνικού σιναφιού που τις έκανε να ξεχωρίζουν, είχε αρχίσει να γράφει κριτικές για λογοτεχνικά βιβλία χωρίς φόβο αλλά και με τη νηφαλιότητα της απόστασης στα περιοδικά του Γιάννη Πατίλη – πρώτα στο “Κριτική και Κείμενα” και στη συνέχεια στο “Πλανόδιον”.

Εκεί λοιπόν τον πρωτοσυνάντησα και θυμάμαι ακόμη το ύφος του. Πίσω από ένα μικρό συννεφάκι καπνού, και πίσω από τα βλέφαρα, σαν να κοίταζε από χαμηλά, να μου απευθύνει το βλέμμα και το χέρι όταν μας σύστησαν. Σε αυτό το βλέμμα διακρινόταν από την αρχή, αλλά και κάθε φορά που συναντιόμασταν στη συνέχεια, ένα χαμόγελο στο οποίο μια πονηράδα κεντούσε θα ’λεγες τις σκέψεις του, κάτι σαν ζαβολιά παιδική, σαν να ήταν έτοιμος να μπει σε ένα παιχνίδι, αν παρουσιαζόταν η περίσταση. Δεν σπινθήριζε διόλου μια ευφυΐα που επιδείκνυε τον εαυτό της, αλλά το πνεύμα μιας σιωπηρής συνεννόησης ώστε να γίνει ένα λογοπαίγνιο, να καταστρωθεί μια ανατροπή. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες, των οποίων δεν θυμάμαι βέβαια το περιεχόμενο, αλλά υποθέτω πως θα συνδέονταν με τους λόγους της εκεί παρουσίας μας και για τους δύο…

[…] Έχοντας δηλώσει ο ίδιος ότι “Ο Σωκράτης ήταν το πιο αγοραίο πρόσωπο. Δηλαδή, μπορεί να ζεις στην αγορά, αλλά να μην είσαι αγοραίος, να μην ταυτίζεσαι μαζί της. Εγώ νομίζω ότι το έχω καταφέρει αυτό” μας μεταφέρει με ακριβή τρόπο την επιλεγμένη θέση του, που την διατήρησε ως το τέλος, να ζει πράγματι στην αγορά χωρίς να γίνεται αγοραίος. Η δική μου θέση ήταν στους αντίποδες. Βρισκόμουν έξω και μακριά από την αγορά, έχοντας επίγνωση και βλέποντας τι συνέβαινε εκεί. Από αυτές τις δύο αντιθετικές θέσεις φαίνεται πως συναντηθήκαμε με έναν τρόπο που δεν πήρε ποτέ τη μορφή συστηματικών, όσο αραιών, συμβατικών συναντήσεων. Διάβαζα ωστόσο τα βιβλία που τον καθιέρωσαν σαν έναν, ίσως τον μοναδικό, δοκιμιογράφο μας που καταπιάστηκε βιωματικά με τα πάθη και τα ήθη των ανθρώπων, εκκινώντας από τον εαυτό του.

Ξεκίνησε δηλαδή να “ανασκολοπίζει” αυτόν τον εαυτό ως προς τα πάθη του και προχώρησε έτσι βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ανα-λογιζόμενου όπως γράφει ο ίδιος, αυτού που με βάση την λατινική λέξη αντανακλά και βλέπει τα πεπραγμένα του. Αυτά μέχρι το ενενήντα όπου συναντηθήκαμε και πάλι στον προθάλαμο ενός άλλου εκδότη, του Καστανιώτη….».

*O Θ.Χ. είναι ποιητής και ψυχαναλυτής. Το κείμενο είναι τμήμα της εισαγωγής που έγραψε στον «Εαυτό», το βιβλίο του Κ.Π. που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Καστανιώτη.

1995. Ο Κωστής Παπαγιώργης έχοντας στο πλευρό του τον Αντώνη Ζέρβα και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.

1995. Ο Κωστής Παπαγιώργης έχοντας στο πλευρό του τον Αντώνη Ζέρβα και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.