- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ήταν άνοιξη του 2007, το πατάρι του Ιανού ήταν κατάμεστο, η «Μητέρα του Σκύλου» γιόρταζε τα εκατό χιλιάδες αντίτυπα κι ο κομψός συλλεκτικός τόμος των εκδόσεων Καστανιώτη φιγουράριζε μπροστά στον Παύλο Μάτεσι. Οι ομιλητές είχαμε πάρει τις θέσεις μας στο πάνελ –ο Αύγουστος Κορτώ ξεφύλλιζε το βιβλίο κι εγώ διέτρεχα νευρικά το κείμενό μου– όταν ο Τηλέμαχος Χυτήρης, ο τέταρτος της παρέας, έσκυψε στο αφτί του τιμώμενου προσώπου. «Θα ξεκινήσω εγώ με το ταξίδι σας στη λογοτεχνία» του ψιθύρισε. Κι αυτός, με κείνο το πονηρό χαμόγελο που έμοιαζε περισσότερο με μειδίαμα, του αποκρίθηκε: «Σύμφωνοι, μα να ξέρετε ότι πρόκειται για το ταξίδι ενός λαθρεπιβάτη».
Είναι περίεργο το ότι, ανάμεσα σε τόσα και τόσα, αυτή η ατάκα είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό, όμως νομίζω ότι υπάρχει εξήγηση. Ο Παύλος Μάτεσις αισθανόταν πάντα λαθρεπιβάτης στη λογοτεχνία. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι το θέατρο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί τη μεγάλη και παντοτινή του αγάπη. Ωστόσο, υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι το οποίο ψυχανεμιζόμουν από τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας: το γεγονός ότι βαθιά μέσα του ένιωθε παραγνωρισμένος από την υποτιθέμενη ελίτ του λογοτεχνικού σιναφιού.
Παρά τα βραβεία, τις διακρίσεις, το κολοσσιαίο πνευματικό έργο που συνιστούσαν τα δεκάδες θεατρικά, οι μεταφράσεις του και φυσικά η ασύλληπτα τρυφερή και σκληρή ιστορία της Ραραού στο κορυφαίο ελληνικό μυθιστόρημα της εποχής μας, ο Παύλος αισθανόταν «ξένος», αποπνέοντας τη μοναχική αύρα της ανεπανάληπτης ηρωίδας του. Ένας ξένος ευγενικός, μα και σκληρός. Που μπορούσε μέσα σε μια μόνο στιγμή να γίνει ο πιο υπερόπτης άνθρωπος του κόσμου μόνο και μόνο για να αμυνθεί απέναντι στη σκληρότητα των καιρών, την πεζή στάθμιση της τέχνης, την αποθέωση της μετριότητας.
Όμως, πίσω από όλα, πίσω από κείνο που κάποιοι αποκαλούσαν δύσκολο χαρακτήρα, κρυβόταν έντεχνα –για τους λίγους που θα επέλεγε ο ίδιος– μια αφάνταστα τρυφερή ψυχή. Ένα παιδί. Άτακτο συχνά, εύθραυστο τις περισσότερο ώρες της μέρας και μαγικό όταν σου άνοιγε την καρδιά του για να σου μιλήσει για τη μητέρα του, τα όνειρά του, το γράψιμο, τις διαψεύσεις του καλλιτέχνη, που είναι περισσότερες από τις κατακτήσεις. «Προσοχή, ραγίζει» έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται. Μα αυτή είναι η επιτομή του πραγματικά μεγάλου δημιουργού: να ραγίζεις εύκολα στη ζωή, ώστε να μετατρέπεις τα θρύψαλα σε σανίδες σωτηρίας για το κοινό.
Από όλους τους ανθρώπους που συνάντησα στη συγγραφική μου πορεία, ο Παύλος Μάτεσις στάθηκε ο πιο γενναιόδωρος. Τον γνώρισα το 2004, χάρη σε μια άλλη γενναιοδωρία, αυτήν του Θανάση Καστανιώτη, όταν μας έφερε σε επαφή για να παρουσιάσει τον «Νέρωνά» μου. Το βιβλίο τού άρεσε, αλλά νομίζω πως εκείνο που πραγματικά μας έδεσε ήταν το ότι κι ο ίδιος, στην αρχή της καριέρας του, είχε γράψει ένα θεατρικό για τον Νέρωνα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δήλωσα πως το αγαπημένο μου μυθιστόρημά του είναι ο «Σκοτεινός οδηγός». Εκτιμούσε αφάνταστα τους αναγνώστες που αγαπούσαν το συγκεκριμένο βιβλίο και θεωρούσε πως αδίκως βρισκόταν στη σκιά της «Μητέρας του σκύλου».
Τα επόμενα χρόνια, η αύρα του Μάτεσι ρίζωσε στη ζωή μου. Θα μιλούσαμε πάντα για βιβλία και για ξένους συγγραφείς, και θα τον άκουγα να μου διαβάζει κάποια χειρόγραφα από τον «Μύρτο» και το «Αλδεβαράν» με τρεμάμενη φωνή, (προσοχή, ραγίζει). Όταν του είπα, το 2005, ότι γράφω ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, πήγε και βρήκε τις ξένες εκδόσεις της «Εκλογής της Σόφι» και του «Ένας άνθρωπος χωρίς πεπρωμένο» και μου τις έστειλε στη «Βραδυνή», όπου δούλευα τότε, με το σημείωμα: «Μικρέ, διάβασμα πρώτα, μετά γράψιμο».
Και πάντα θα αποσυρόταν πάλι στη μοναξιά του, σε κείνο τον κόσμο των μαγικών πλασμάτων που τον συντρόφευαν για να βρουν κατόπιν διαχρονική ζωή στις σελίδες του. Αυτός ήταν ο δικός μου Παύλος Μάτεσις. Όχι μόνο ο κορυφαίος Έλληνας συγγραφέας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Μα ένας «λαθρεπιβάτης» που μπορούσε να σκύψει πλάι σε κάθε ασήμαντο επιβάτη που εκτιμούσε, με την ίδια κείνη τρυφερότητα που αποπνέουν οι σελίδες της «Μητέρας του σκύλου».
Tα μυθιστορήματα του Παύλου Μάτεσι: «Αφροδίτη» (Βιβλιοπωλείο της Εστίας)/ «Έκθεσις ιδεών», «Η Μητέρα του σκύλου», «Ύλη Δάσους», «Ο Παλαιός των ημερών», «Σκοτεινός οδηγός», «Πάντα καλά», «Μύρτος», «Αλδεβαράν», «Graffito» (όλα από τις εκδ. Καστανιώτης)