Βιβλιο

Μεθυστικές σελίδες γοτθικού τρόμου στον «Καλόγερο» του Matthew Lewis

Το βλάσφημο αριστούργημα του 18ου αιώνα ταιριάζει στους ανίερους καιρούς μας

Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λογοτεχνία που γαργαλάει τα πιο ατίθασα εγκεφαλικά κύτταρα του αναγνώστη. Σκανδαλιστικές ανατριχίλες και λογοτεχνικό πανκ με ημερομηνία 1796, σε ένα αγέραστο μυθιστόρημα που στον καιρό του στηλιτεύτηκε, κυνηγήθηκε λυσσαλέα από εταιρίες προστασίας της ηθικής, κόστισε την καταδίκη του συγγραφέα του και συνοδεύτηκε από μνείες του τύπου «αν ένας γονέας το έβλεπε στα χέρια του γιου ή της κόρης του, θα ήταν φυσικό να χάσει το χρώμα του». Η σήμανση censored δεν είναι σύγχρονη επινόηση, αξιότιμε βιβλιόφιλε. Μια φορά κι έναν καιρό, μπορούσε μάλιστα να διακυβεύσει την ελευθερία του παραβάτη της. Στις σελίδες του ογκώδους έργου, ο Matthew Lewis ζητάει τα μαζεμένα χρωστούμενα αιώνων θρησκοληψίας. Το πιο φιλήδονο, ρυπαρό, σαρκαστικό, τρομολάγνο, βέβηλο βιβλίο ξέρει τι φοβάσαι και στο πετάει στα μούτρα. Ο «Καλόγερος» διαβάζεται με ευλάβεια.

Πρωταγωνιστής του είναι ο Αμβρόσιος, ηγούμενος των Καπουτσίνων, ο αποκαλούμενος άγιος άνθρωπος ο οποίος τίθεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το δίλημμα «αν είναι η αγάπη αμαρτία». Αντικείμενο του βλάσφημου πόθου του είναι η Αντωνία, μεγαλωμένη στο παλιό κάστρο της Μούρθια, εγγονή του «πιο τίμιου και εργατικού παπουτσή της Κόρδοβας». Καθώς η αφήγηση ξεδιπλώνεται, η καταπιεσμένη ψυχή των νεαρών εραστών ξυπνάει, βρυχάται και προεκτείνεται στην εξιστόρηση του ρομάντζου του Ραϋμόνδου με την Αγνή και του Λορέντζο με την Αντωνία στη Μαδρίτη.

Με πρόζα που τυπώνεται στο νου, καμία πτυχή του αφορισμού δεν απουσιάζει: Ακόλαστοι καλόγεροι, οχιές που τρέφονται στον κόρφο της εκκλησίας, εραστές που δεν είναι γραφτό να σμίξουν στην αποδώ μεριά του τάφου, επιθυμίες αυξημένες στην ένταση από την οποία κατέχονται τα κτήνη, υμνωδοί του θεού που καλύπτουν με το πέπλο της ευλάβειας τις πιο επαίσχυντες αμαρτίες, βέβηλη φιληδονία, δαίμονες και τελώνια, η ομορφιά που κείτεται σαβανοτυλιγμένη δίπλα σε σαπισμένα πτώματα, η κλαγγή των σπαθιών, ο καλπασμός των αλόγων, όλο το γοτθικό πακέτο της αφηγηματικής εκζήτησης προελαύνει σε μια μεθυστικά ρετρό γλώσσα που γλεντάει τις αισθήσεις.  

Ο Lewis κατακρεουργεί τις αντιλήψεις μας με προμελετημένο χιούμορ σε ισχυρές δόσεις, μέσα σε ανατρεπτικά ερεβώδη ατμόσφαιρα η οποία δε διστάζει να κατονομάσει τη Βίβλο ως «το ανάγνωσμα που ενσταλάζει στο νου τις πρώτες αρχές της αμαρτίας… Κάθε πράγμα λέγεται ανοιχτά και ευθέως με το όνομά του –και τα χρονικά ενός οίκου ανοχής δύσκολα θα παρείχαν μεγαλύτερη επιλογή σε αναξιοπρεπείς εκφράσεις». Η politically incorrect ματιά του επισημαίνει τον χονδροειδή παραλογισμό των θαυμάτων και των σημείων τους, καθώς και τη γελοιότητα των ψευτολειψάνων. Πρόκειται για οραματικό γράψιμο, που μέσα από τον γκροτέσκο, εσκεμμένο παραλογισμό του δεν αμελεί την ευθύνη να  απελευθερώσει τον αναγνώστη από τα θρησκευτικά δεσμά.

Ο δημιουργός του κερδίζει τις εντυπώσεις εδώ και διακόσια χρόνια απλά και μόνο γιατί τίποτε μοντέρνο δεν ανταγωνίζεται τη δική του αίσθησή του περί του πόσο τεράστιες ήταν οι καταχρήσεις που ασκούνταν στα μοναστήρια, το δικαίωμα ζωής ή θανάτου επί όσων είχαν ασπαστεί το σχήμα, και πόσο άδικα και αδιακρίτως δινόταν η δημόσια εκτίμηση σε όποιον τύχαινε να φορά το ράσο. Ένα ιεροπρεπές εξωτερικό σχήμα δεν κρύβει πάντοτε μια ενάρετη καρδιά, δηλώνει απερίφραστα ο Lewis. Διόλου άδικα, ο «Καλόγερος» καθοσιώθηκε στο επίπεδο του κλασικού. Υπό την εξουσία του μοιραίου κάλλους που προκάλεσε την πτώση του Αμβρόσιου, υποκύπτουμε και εμείς στο κεφάτο γράψιμο που φέρνει τούμπα τα στερεότυπα. Οι μοναχοί είναι ανίεροι και ο τάφος η κάμαρα του έρωτα στο αριστούργημα γοτθικού τρόμου του 18ου αιώνα. Όσο για τον βέβηλο ιερωμένο, ας εξασφαλίσουμε συνδρομή στο fan club του αναλογιζόμενοι πως προτού διαπράξει τα εγκλήματά του, είχε υπολογίσει το βάρος του καθενός. Και όμως: τα είχε διαπράξει. Ανυπέρβλητο μυθιστόρημα: το ecstasy του πόθου.

Matthew Lewis, «Ο καλόγερος», 567 σελίδες, εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Αλέξανδρος Κοσματόπουλος