Βιβλιο

Η Ξένια Κουναλάκη κλαίει στις πιο άσχετες σκηνές

Η έμπειρη δημοσιογράφος πραγματοποιεί το συγγραφικό της ντεμπούτο. Ιδανική αφορμή για συνέντευξη.

Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 595
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ζεις την κρίση που διαλέγεις. Η Ξένια Κουναλάκη δεν κάνει εκπτώσεις και μοναδική της παραχώρηση στη χρεοκοπία είναι να την αφορούν πλέον «μόνο τα συναισθήματα που έχουν ένταση και διάρκεια». Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές» και είναι ένας ολάνθιστος κήπος. Η αρχισυντάκτρια διεθνών ειδήσεων και τακτική αρθρογράφος της «Καθημερινής» είναι μία από μας. Κοιτάζει τις τιμές στα σούπερ μάρκετ και παίρνει πάντα τα φτηνότερα προϊόντα, έκοψε τη συνδρομή στο γυμναστήριο και κάνει τζόγκινγκ στους δρόμους με μια φτηνή φόρμα, παρακολουθεί προβληματισμένα συναδέλφους να αποσύρονται από μια δουλειά την οποία κάνει εδώ και 22 χρόνια, βιώνει τα άγχη μιας καθημερινότητας που στερήθηκε την αισιοδοξία της προόδου. Όταν άλλωστε «δουλεύεις σε εφημερίδα στην Ελλάδα, οι θετικές σκέψεις είναι περιορισμένες». 73 κείμενα έκτασης περίπου 1.000 λέξεων, που γράφτηκαν Παρασκευή απόγευμα στην εφημερίδα, την ώρα που τα φώτα χαμηλώνουν, αποτελούν το υλικό του «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές». 

Δύσκολο καθώς είναι να οριοθετηθεί, το βιβλίο έχει φλερτάρει με σειρά χαρακτηρισμών – ανθολογημένη επιφυλλιδογραφία, συρραφή χρονογραφημάτων, προσωπική εξομολόγηση, ημερολόγιο. Είναι λογοτεχνία με κεφαλαία γράμματα, του είδους που ο προσφιλής της Ουελμπέκ θα περιέγραφε σαν το μόνο μέσον που «μπορεί να μας δώσει αυτή την αίσθηση της επαφής μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πνεύμα… πιο ολοκληρωμένα και βαθύτερα απ’ ό,τι θα κατάφερνε ακόμα και η συζήτηση με ένα φίλο». Είναι επίσης αυτοβιογραφία και μαζί ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο. Στις σελίδες του γνωρίζουμε τη διαδρομή ενός κοριτσιού των nineties, της Μυκόνου και του Decadence, των Tindersticks και του Πίτερ Μπρουκ, των καλών τεχνών, των καλών εποχών, μιας κοπέλας που ταξίδεψε, φλέρταρε, οδήγησε ακούγοντας Belle and Sebastian στη διαπασών με τα παράθυρα κατεβασμένα, που υπέκυψε στην ομαδική παράκρουση της εποχής της ασφάλειας, τότε «που σαν να μη σκεφτόμασταν κανονικά», ώσπου προσγειώθηκε μαζί με όλους μας στο πάτωμα με τραβηγμένο χαλί και έκτοτε ζει κάθε κεφάλαιο της κρίσης στο πετσί της. 

Η βιωματική της σχέση με την αριστερά (είναι κόρη του ιστορικού στελέχους και πρώην πολιτικού Πέτρου Κουναλάκη) –«είναι σαν μια παιδική μνήμη που δεν μπορώ να αποχωριστώ»– προσδίδει στο βιβλίο την εμπειρία κάποιου που παρατηρεί χρόνια τους πολιτικούς, άλλωστε «είχα έναν μέσα στο σπίτι μου». Και ενώ δηλώνει άπατρις πολιτικά, όσο και οργισμένη για τον πολιτικό ερασιτεχνισμό, την αθέτηση θεμελιακών αριστερών αρχών, «τον ευτελισμό, αν όχι εξευτελισμό, της Αριστεράς», δεν υιοθετεί σε κανένα σημείο τον εμπρηστικό ή το δεικτικό τόνο που συναντάμε όλο και συχνότερα στο δημόσιο λόγο, είναι σχεδόν απτή η πικρία της για τη διάψευση του ΣΥΡΙΖΑ, την άγνοια των στελεχών, το τζογάρισμα με την έξοδο από την Ευρώπη, τις ετεροχρονισμένες αποκαλύψεις για σχέδια Β΄, Γκάλμπρεϊθ, κινητά στο ψυγείο, IOU’s, στρατό στους δρόμους, «δεν μπορώ καν να διασκεδάσω μ’ αυτά τα καραγκιοζιλίκια». Η Ξένια Κουναλάκη δεν αμελεί να μας θυμίσει ωστόσο ότι πίσω από το απαξιωμένο «αριστερό ηθικό πλεονέκτημα» υπάρχουν άνθρωποι που διώχθηκαν για μια ιδέα. 

Ξένια ΚουναλάκηΣτο βιβλίο υπάρχουν κεφάλαια για τον Σόιμπλε, τη Μέρκελ, τον Πάγκαλο, τον Φλαμπουράρη, τον Λαφαζάνη, τον Φίλη, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Κώστα Σημίτη (μέσα από ένα ανέκδοτο στο οποίο προκύπτει πόσο ασύμβατος με τον μέσο Έλληνα υπήρξε ο πρώην πρωθυπουργός, που όπως δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος, δεν έκανε εκπτώσεις στην προσωπική του ζωή. Που προτιμούσε τον Λαρς Φον Τρίερ από τα μπουζούκια και όλο αυτό στο μυαλό του αναγνώστη έρχεται σε καταθλιπτική αντίθεση με το «θα έχουμε πάντα τον ήλιο και το ουζάκι» του Αλέξη Τσίπρα), υπάρχουν σκέψεις για όλο το πολιτικό φάσμα, αλλά και ο προβληματισμός του ανθρώπου που σκέφτεται πολύ πριν βρει κάτι ωραίο να πει αυτή τη στιγμή για την Ευρώπη. Το πολιτικό σκέλος του «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές» αφιερώνει τις σκέψεις του κυρίως στην Ελλάδα ως κοινωνική χύτρα («η κρίση δεν βοήθησε ιδιαίτερα την κατάσταση. Μας έκανε ακόμη πιο ρατσιστές, σκοταδιστές, αντισημίτες, συνωμοσιολόγους»), ενώ δεν διστάζει να διατυπώσει και ένα μεγαλειώδες «Nobel my ass»

Είναι ένα έργο που διαβάζεται χωρίς ανάσα και μετακινείται με αβίαστη πλαστικότητα από τις οικουμενικές ψηφίδες της ύπαρξης (μητρότητα, σχέσεις, ταξίδια, τατουάζ, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ορόσημα, ψηφιακή ζωή και κοινωνιολογία του like) στα πιο σκληρά κεφάλαια – γήρας, απώλεια μητέρας στα 15, σεξ, ο μόχθος του να σηκωθείς από το κρεβάτι. Υπάρχει youporn και Εμπειρίκος, («χωρίς καμία επιφύλαξη θα επέλεγα τον δεύτερο»), ατέλειωτα κυριακάτικα απογεύματα με δάκρυα και αγωνία, αγρύπνιες τις μικρές ώρες, με σκέψεις γύρω από κάτι βαρύ και αόριστο που μπορεί να μοιάζει με την προοπτική του θανάτου, υπάρχουν οι μοναξιές, οι έρωτες, ο πανικός του ελεύθερου χρόνου και το μελαγχολικό του ξόδεμα, η παράλυση μπροστά στα αμέτρητα ενδεχόμενα, οι προβληματισμοί ενός προσώπου που προσπαθεί να διαχειριστεί το αέναο multitasking της σύγχρονης καθημερινότητας, ενώ η πιο βαθιά εκδοχή του αναπολεί ένα στιγμιότυπο διακοπών. 

Περισσότερο από καθετί ωστόσο υπάρχει η ερωτική σχέση με το γράψιμο: «Όταν κοιτάω, γράφω από μέσα μου». Ή, όπως η συγγραφέας αναφέρει σε άλλο σημείο, «η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τίποτε άλλο να κάνω, παρά να γράφω». Η Ξένια Κουναλάκη είναι ο «Σιωπηλός μάρτυρας» του Χίτσκοκ. Ένας Τζίμι Στιούαρτ του πληκτρολογίου που μας παρατηρεί με τηλεσκόπιο, που φτιάχνει συνέχεια ιστορίες στο μυαλό της «για να ξορκίσει την πλήξη της καθημερινότητας». Πρόκειται για ένα θαυμάσιο ντεμπούτο, μια συγγραφική πρεμιέρα που μας συνεπήρε. Στον επίλογο του βιβλίου ζητήσαμε δυο λόγια από την Ξένια Κουναλάκη για το «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές».


Πάντα σας ενοχλούσε ο λαϊκισμός από όπου κι αν προερχόταν. Δύσκολα τα πράγματα. Τι γυρεύετε εδώ; Πώς τα βγάζετε πέρα;

Πολλές φορές στο παρελθόν ένιωθα ξένη στη χώρα μου, λόγω αυτού του λαϊκισμού που περιγράφεις, που είχε διαποτίσει την πολιτική ζωή της χώρας, καθόλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μου. Από τον αυριανισμό των εφηβικών μου χρόνων μέχρι τον εθνικισμό και λαϊκισμό των Συριζανέλ πάνω που περνάω το μιντλάιφ κράισις μου. Τώρα όμως ο λαϊκισμός είναι παντού, στις χώρες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στις ΗΠΑ, παντού. Η μετανάστευση αναβάλλεται, λοιπόν.

Πόσο μεγάλο ρίσκο είναι το να γράφει βιβλίο ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο που ήδη βιοπορίζεται από το γράψιμο; Νιώσατε οποιαδήποτε στιγμή ότι κινδυνεύετε να σπάσετε τα μούτρα σας;

Μου πέρασε μερικές φορές από το μυαλό, αλλά όχι με ιδιαίτερη ένταση, σε ορισμένα θέματα είμαι λίγο αφελής, έχω μια κάποια άγνοια κινδύνου. Κι αυτό βοήθησε να προχωρήσω, χωρίς να το πολυσκεφτώ.

Πώς νιώθετε τώρα; Άξιζε τελικά τον κόπο;

Άξιζε. Οι κριτικές είναι καλές, αρέσει στους φίλους μου και σε πολλούς άγνωστους, τέλος καλό, όλα καλά.

Ξένια Κουναλάκη

«Παραδοσιακά αυτό που φοβόμουν ήταν η φυσιολογική, βαρετή ζωή» αναφέρετε. Είναι άραγε μια διέξοδος το συγγραφιλίκι; Είναι μια ευκαιρία να πλάσετε τις δικές σας Άννα Καρένινα ή να προεκτείνετε το χρόνο, να ωριμάσετε σαν τους ροκ σταρ της «Αποσυνάγωγης», τους «καπνιστές ως τα γεράματα και ωραίους τύπους»;

Είναι ο τρόπος μου να ξορκίζω την ανία. Κάποιοι φίλοι μου καπνίζουν φούντα, εγώ γράφω. Συχνά γράφω-περιγράφω στο μυαλό μου τις εικόνες που βλέπω, είμαι δηλαδή ένας αέναος συγγραφέας με μόνο ένα βιβλίο όμως, γιατί έχω και μια τεμπελιά. Αυτή η διαρκής εικονική γραφή με βάζει στο ρόλο του παρατηρητή της ζωής μου και των άλλων, με βοηθάει να απεμπλακώ από τα τριβιάλιτις και να αντιμετωπίζω την καθημερινότητα σαν να ένα επικό μυθιστόρημα.

Ίσως έχετε δίκιο: Ένα δάνειο που δεν εξυπηρετείται έχει φλογερότερο κόκκινο χρώμα από την αγάπη. Ίσως έτσι εξηγείται όλη αυτή η συσσωρευμένη οργή που αρνείται να καταλαγιάσει εφτά χρόνια τώρα. Δεν πρέπει όμως να προχωρήσουμε κάποτε; Τι θα γίνει;

Η οργή με τρομάζει. Την βλέπω παντού και νιώθω σαν να κλιμακώνεται, όχι να καταλαγιάζει. Στο δρόμο, στους φίλους, σε μια κυρία που μου έβαλε προχθές τις φωνές στο γυμναστήριο επειδή θεώρησε ότι της πήρα τη θέση. Προς στιγμή σκέφτηκα να ουρλιάξω κι εγώ, αλλά μετά σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει προβλήματα, κόκκινα, φλογερά δάνεια και τέτοια. Κι εγώ μόλις κατάφερα (σχεδόν) να αποπληρώσω τα δικά μου. Οπότε, ας γίνω καλύτερος άνθρωπος. Κάπως έτσι, πιστεύω, θα προχωρήσουμε.

Όπως σημειώνετε, ο πολιτικός χρόνος τρέχει ραγδαία, μέσα σε ένα χρόνο χάσαμε 10 χρόνια από τη ζωή μας. Τι προβλέπετε για το μέλλον;

Είμαι φύσει απαισιόδοξος άνθρωπος. Αλλά επειδή έχουμε πιάσει πάτο πλέον, θεωρώ ότι μόνο καλύτερες μέρες μπορούν να έρθουν. Είναι νομοτελειακό.

Το «η εικονική ύπαρξη είναι πιο δυνατή από την πραγματική» του «Αυτογκουγκλάρομαι, άρα υπάρχω» δεν είναι μια θλιβερή διαπίστωση; Είναι δύσκολο να κρυφτείς στις μέρες μας. Είναι δύσκολο και να υπάρξεις αλλιώτικα. Αισθάνεστε καμιά φορά το ίντερνετ σαν φυλακή;

Το ίντερνετ δεν είναι φυλακή. Είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο. Η νοσταλγία για την προ ίντερνετ εποχή μού δίνει στα νεύρα. Το γεγονός ότι σε δυο λεπτά μπορώ να κλείσω αεροπορικά εισιτήρια, να διαβάσω το πρωτοσέλιδο των ΝΥΤ, να γκουγκλάρω πώς κοιμούνται οι γλάροι (με είχε ρωτήσει η κόρη μου σε μικρή ηλικία κι είχα ανατρέξει κατευθείαν στο κινητό μου), να επικοινωνώ δωρεάν με φίλους μου που ζουν στην άλλη άκρη του κόσμου, πώς μπορεί να είναι αρνητικό; Από κει και πέρα, επειδή ανήκω στους εθισμένους, θα ήθελα όντως να έχω ένα μέτρο, να ξεχνάω το ίντερνετ για κανά δίωρο και να διαβάζω ή να κοιτάω το ταβάνι και να σκέφτομαι.

Έχετε παρευρεθεί σε πρώιμη συνεδρίαση του νεοπαγούς Συνασπισμού, δυο θέσεις πιο δίπλα καθόταν ο Αλέξης Τσίπρας. Φανταζόσασταν την εξέλιξή του;

Όχι, ομολογώ. Ήταν μια γλυκιά φατσούλα, που μου θύμιζε τον Τεν Τεν λόγω κουπ και ήξερε απέξω όλα τα παλαιοκομμουνιστικά ακρωνύμια (ΚΣ, ΠΓ κ.λπ.). Εγώ είχα πολλές άγνωστες λέξεις και είδαμε πού είμαι σήμερα.

Είναι προσωποπαγής ο ΣΥΡΙΖΑ; Για να διατυπώσω το ερώτημα καλύτερα: Θα συρόμασταν σε όλες αυτές τις αγωνίες, αν δεν υπήρχε ο Αλέξης Τσίπρας;

Είναι, και μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση της χώρας είναι αμιγώς προσωπική. Και η επιλογή του Γιάνη Βαρουφάκη και η σύμπραξη με τους Ανεξάρτητους Έλληνες ανήκαν στον Αλέξη Τσίπρα. Δεν ξεχνώ.

Πώς φαντάζεστε την αποκαθήλωσή του; Θα υπάρξει εμφατικός επίλογος σε αυτή την πορεία; Ή απλά θα αποσυρθεί στη δική του Ραφήνα, στο όποιο δικό του playstation;

Πιστεύω ότι η περίπτωση του Κώστα Καραμανλή είναι μοναδική. Το γεγονός δηλαδή ότι συνέβαλε σημαντικά στην καταστροφή της χώρας και δεν έχει την ευαισθησία να δώσει μια συνέντευξη, να απολογηθεί, έστω να δικαιολογηθεί, να πει κάτι τέλος πάντων, μόνο κάθεται και παριστάνει τον χωρατατζή φίλαθλο και σφυράει ανέμελα, με ξεπερνάει, ειλικρινά. Νομίζω ότι ήταν τελικά ο ακαταλληλότερος πρωθυπουργός που πέρασε ποτέ. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι τέτοια περίπτωση. Τουλάχιστον έβγαλε έρπητα. Δεν χάσαμε μόνοι τον ύπνο μας. Συνεπώς θεωρώ ότι η αποκαθήλωση θα του στοιχίσει. Όχι μόνο γιατί είναι φιλόδοξος αλλά επειδή είναι πολιτικό ζώο και (θα;) έχει μια στοιχειώδη αίσθηση των ευθυνών του. (Εύχομαι.)

Νέα παιδιά με μυαλό και γλώσσα γερόντων: πρόβλημα. Υπάρχει ελπίδα; Πόσες γενιές θα χαθούν στην κρίση;

Δεν υπάρχουν χαμένες γενιές, απλώς πολλά νέα παιδιά δεν γνώρισαν τις μέρες της ευημερίας στα τέλη του ’90 στην Ελλάδα. Κι είναι λίγο κρίμα, γιατί υπήρχε μια διάχυτη ευφορία κι ανεμελιά, αισιοδοξία κι αίσθηση ασφάλειας. Από την άλλη η ανεργία, η ανασφάλεια και η αγωνία για το μέλλον κάνει τους νέους ανθρώπους πιο δυναμικούς κι εφευρετικούς, αποτελεί κίνητρο να μορφωθούν περισσότερο, να μεταναστεύσουν, να γίνουν κοσμοπολίτες και να επιστρέψουν, φέρνοντας πίσω σε καμιά δεκαριά χρόνια εμπειρίες και γνώσεις που θα οδηγήσουν στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

«Κάθε μέρα, σε κάθε μικρό ειδησάριο, εντοπίζω λόγους να ντρέπομαι που είμαι Ελληνίδα». Ποιοι Έλληνες σας κάνουν χαρούμενη;

Κυρίως νέα παιδιά, που γνωρίζω σε απρόσμενες συγκυρίες. Σε συνέδρια στο εξωτερικό, στην «Καθημερινή» όπου σκοτώνονται στη δουλειά, αλλά δεν γκρινιάζουν. Υπάρχει αυτή η ιδεοληψία στους μεγαλύτερους ότι οι νέοι στην Ελλάδα είναι είτε κάφροι είτε μικρομέγαλα, βγαλμένα από τη Βουλή των Εφήβων. Για μένα ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι νέοι είναι αυτοί που μου φτιάχνουν τα κέφια και με συγκινούν με την επιμονή τους και την αυταπάρνησή τους. Ειδικά οι νέοι που ασχολούνται με την πολιτική.

Ας μείνουμε στις ειδήσεις, και στην επαγγελματική σας σχέση μαζί τους. Θα μπορούσε να αποδοθεί η σύγχρονη αμετροέπεια στην προβολή της δυστυχίας στην επικράτηση του ίντερνετ; Ήταν πάντοτε τόσο κραυγαλέα πηχυαίες οι ειδήσεις;

Είχες διαβάσει «Απογευματινή» στα έιτις;

Τι θα απογίνουν οι έντυπες εφημερίδες; Πώς θα αμυνθεί η «Καθημερινή» όταν μπορώ μαζί με 10 νοματαίους να στήσω αυθημερόν ένα σάιτ που θα παράγει περισσότερα, πιο ελκυστικά λινκ;

Πιστεύω ότι ακριβώς αυτή η αμετροέπεια θα δημιουργήσει την ανάγκη για σοβαρή ενημέρωση και σχολιασμό. Απλώς η απήχησή της δεν θα είναι τόσο μαζική όσο εκείνη των πυχηαίων τίτλων.

Θα υπήρχε Τραμπ στον Λευκό Οίκο δίχως τη σαρωτική ορμή του ίντερνετ;

Θα υπήρχε Ρέιγκαν, αν δεν υπήρχε κινηματογράφος και τηλεόραση; Θα υπήρχε Ομπάμα χωρίς το επικοινωνιακό μπλίτσκριγκ μέσω της νέας τεχνολογίας;

Αντλώντας από τα πρόσωπα του βιβλίου, ποιος ήταν αυστηρότερος αναγνώστης σας; Η κόρη σας; Ο πατέρας σας; Πώς στάθηκε άραγε ο τελευταίος απέναντι στο «Παραμύθια για ύπνο»;

Η κόρη μου δεν το έχει διαβάσει ακόμη. Ο μπαμπάς μου είναι πάγιος θαυμαστής μου. Του άρεσε το κεφάλαιο στο οποίο περιγράφω τα πορνό-παραμύθια που μου έλεγε για να κοιμηθώ. Έχει βαθιά αίσθηση του χιούμορ και δεν παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του.

Είναι ένα πρώτο πλατσούρισμα στο νερό το «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές». Θα ξαναγράψετε;

Όπως προείπα, γράφω συνέχεια στο μυαλό μου, αλλά και σχεδόν καθημερινά στην εφημερίδα. Θα ήθελα λοιπόν να ξαναγράψω βιβλίο, αλλά πρέπει να σκεφτώ πρώτα τι. Αρκετά με τη δημόσια (αυτό)ψυχανάλυση.

Ας παίξουμε το ping pong challenge του Εν Λευκώ: Κνάουσγκορντ ή Φεράντε; Ποιος σας έχει επηρεάσει περισσότερο;

Ο πρώτος. Με βοήθησε να καταλάβω ότι κάθε μικρό περιστατικό μιας συνηθισμένης ζωής, γραμμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μπορεί να γίνει συναρπαστικό. Η αλλαγή της πάνας, ένα τρομερό μεθύσι, μια λεπτή χειρουργική επέμβαση σε έναν ασθενή χωρίς νάρκωση, ένα ανιαρό road trip, μια βουλωμένη τουαλέτα. Τα πιο κοινότοπα πράγματα μπορούν να περιγραφούν λες και είναι η πιο απίστευτη περιπέτεια, βγαλμένη από σελίδες του Ιουλίου Βερν.

Σε ποια άσχετη στιγμή κλάψατε πρόσφατα; Κι ας μην ήταν κινηματογραφική.

Κατέβαινα τη Λεωφόρο Συγγρού με το αυτοκίνητο. Άκουσα ένα τραγούδι tearjerker, Τζον Λέτζεντ, πιανάκι, γλυκερή φωνή, «αγαπώ τα πάντα σε σένα, τις καμπύλες σου» κ.λπ., αν το άκουγα στα ελληνικά θα με έπιαναν τα νεύρα μου, το ομολογώ, αλλά άρχισα ξαφνικά να κλαίω τρομερά, με λυγμούς, σπαρακτικά, δεν ξέρω αν με έβλεπε ο διπλανός φορτηγατζής που οδηγούσε δίπλα μου από την υπερυψωμένη θέση του. Στο ύψος της πρώην ΝΔ άρχισα να συνέρχομαι, πριν στρίψω για Μετροπόλιταν είχαν στεγνώσει τα πάντα, κάπως μουτζουρωμένη μάσκαρα, αλλά οκ, σε δέκα λεπτά είχα σύσκεψη στην «Καθημερινή» άλλωστε.