- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αναπαύσου, αγοράκι μου!
Γιατί παιδί της και για πάντα της, θα είναι για τη Θεσσαλονίκη ο Αντώνης Σουρούνης
Ένα καφτερό μεσημέρι του Ιουλίου, από εκείνα που η Θεσσαλονίκη μπαρούτιαζε σαν πιπεριά τσούσκα, καθώς κατηφόριζα την Ιασωνίδου, σχεδόν θα τράκερνα κατά μέτωπο με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Ηλία Κουτσούκο. Αυτός ανέβαινε με τη μηχανή του φουλ γκάζια, εγώ ζαλισμένος και με τα πόδια, «Καβασάκι τράκαρε με άνθρωπο, θα μας έγραφαν αύριο οι εφημερίδες» του αστειεύτηκα, όμως ο Ηλίας δεν είχε κέφια. Έβγαλε το κράνος και από το ύφος του κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τέτοια φούρια. Τόσο γυαλισμένο το μάτι, αλλά και μια θλίψη να πυρακτώνει το βλέμμα του στα όρια δακρύων, λέγε του είπα. «Ο Σουρούνης», μου αποκρίθηκε, «δεν είναι καλά. Δεν αναγνωρίζει κανέναν, ουρλιάζει και χτυπά ό,τι κινείται γύρω του, ανεβαίνω στην κλινική να τον ηρεμήσω». Μου κόπηκε η λαλιά.
Εκεί το έμαθα, στην Ιασωνίδου, πως αυτή η ποέτα των γραμμάτων, αυτός ο θρύλος, αυτό το αγόρι, που ο «Χορός των Ρόδων» και το «Μονοπάτι στη θάλασσα» με χαράκωσαν τότε που κυκλοφόρησαν, είχε μεγάλο θέμα με την υγεία του κι έλιωνε κάθε μέρα σαν το κερί. Λίγες νύχτες αργότερα, στο μπαρ «Εden», πάνω σε κάτι βότκες με τον Σκαμπαρδώνη και τον Κοροβίνη, τον έφερε η κουβέντα. Ήξεραν. Οι φίλοι του ήξεραν, τσουγκρίσαμε ευχόμενοι προς όλους υγεία και αγάπη, αν κι από τα συμφραζόμενά τους κατάλαβα πως η ιστορία ήταν σε φάση κακή. Και το θέμα του αμετάκλητο.
Αιωνία του, μιας και έσβησε πια. Αιωνία του. Του χαρτοπαίκτη του δεινού, της τραγιάσκας του, που μια φορά, όταν ήρθε να μας δει στη «Μακεδονία», του κολλούσαμε πως τον δείχνει σαν αλάνι από τις συμμορίες της Γλασκόβης κι εκείνος είπε «Ανωπολίτης μια ζωή θα είμαι, βρε ανόητοι», κι ύστερα γελώντας κατέβηκε για να δει τον παιδικό του φίλο Ιωάννη Ραπτόπουλο, εκδότη τότε της εφημερίδας. Τους συνέδεε παιδική φιλία, από τα χρόνια της φτώχειας, όπως μου εξομολογήθηκε μια νύχτα ο κύριος Γιάννης, που τον Σουρούνη του έτρεφε και του έδειχνε μεγάλο σέβας. Και δεν χάθηκαν ποτέ, ακόμα κι όταν ο κυρ Αντώνης κυνηγούσε τη ζωή και την περιπέτεια στα ξένα, Ευρώπες και Αμερικές, στα πλοία στα καζίνο, τις δουλειές από εδώ κι από εκεί, ενώ ο άλλος έχτιζε την αυτοκρατορία της Express Service. «Την είχε στο αίμα του την περιπλάνηση, καβαλούσε στο τυχαίο με μια αυτοπεποίθηση μοναδική, λες και είχε manual, τόσο ατρόμητος και θηριοδαμαστής της μοίρας του ήταν. Δύσκολος χαρακτήρας, αλλά μπεσαλής, ε, και μεταξύ μας είναι αλλιώς, ίδιος είσαι όταν είσαι με τον κόσμο κι ίδιος είσαι όταν πίνεις ουζάκια με τα αδέλφια σου;»
Βαρύ το πένθος για όλη τη Θεσσαλονίκη ο θάνατός του. Πληγή. Αλλά για κάποιους σαν τον Κουτσούκο και τον Ραπτόπουλο είναι πιο αφόρητος, πιο χασούρα. Την επομένη της κηδείας του, στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο, πήρα να διαβάσω για τους ακροατές αλλά και για ύστατο χαίρε μερικές λέξεις του. Καλά καλά δεν πρόλαβα να πω καλημέρα και στο fb της εκπομπής, ο αιματολόγος γιατρός Δημήτρης Κοκκινίδης μου πόσταρε ένα απόσπασμα από το «Μισόν αιώνα Άνθρωπος»: «Θυμάμαι πριν τρία χρόνια όταν καβατζάριζα τα πενήντα, ζούσα από καιρό μόνος σ’ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα κι ένιωθα κι ο ίδιος λίγο σαν πλεούμενο. Τι είδους πλεούμενο δεν ήξερα, ήξερα όμως ότι χρειάζομαι κάμποσα μερεμέτια και λίγο ματσακόνι. Πάντα μου πίστευα πως θα έκλεινα τα πενήντα μου χρόνια ανάμεσα σε πενήντα φίλους, και να που είχα βρεθεί ολομόναχος. Τουλάχιστον έφτασα τα πενήντα κι αυτό ήταν κάτι. Κάτι; Για μένα ήταν πάρα πολύ. Γιατί την εποχή εκείνη είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ, πέρα από την έξαψη και τους ξέφρενους ρυθμούς, τη γλύκα της ζωής».
Κι ύστερα έγραψε και μερικά δικά του για τον Σουρούνη. Το ξαναλέω: τον έκλαψε όλη η Θεσσαλονίκη τον Σουρούνη και νομίζω πως τα λόγια του Κοκκινίδη, που τα απάγγειλα επακριβώς, ακούστηκαν σαν προσευχή: «Και νομίζω ότι την γεύτηκε τη γλύκα και τα πάθη της ζωής ο κυρ Αντώνης. Δεινός χαρτοπαίκτης, ακόμα πιο δεινός πότης και φυσικά λάτρης του γυναικείου φύλου αλλά μ’ εκείνο τον παλιό καλό τρόπο της συναισθηματικής αποθέωσης της κάθε γυναίκας που θα περνούσε από τη ζωή του, για όσο περνούσε και για όσο θα τον άντεχε τέλος πάντων... Εύκολο άνθρωπο μάλλον δεν τον έλεγες, αλλά γοητευτικό άνθρωπο της τέχνης της γραφής τον έλεγες και με το παραπάνω. Την Άνω Πόλη την αγαπούσε και την εξιστορούσε συχνά στα βιβλία του. Ήρθε ο καιρός να αράξει στην πάνω πιάτσα να λέει ωραίες ιστορίες, να πίνει τις ποτάρες του και να τα σπρώχνει όλα στο κόκκινο ή στο μαύρο, να μπλοφάρει και να ρεφάρει. Η χασούρα μόνο δική μας. Καλά κέρδη, κυρ Αντώνη».
Κι ύστερα μου ήρθε η εξής ιδέα, να ψάξω δηλαδή αρκετούς από τους φίλους μου τους ζουκεμπέργιους, που ήξερα πόσο τον αγαπούσαν τον Σουρούνη και νταλαβερίζονταν μαζί του και να εκφωνήσω live το αντίο τους, να πει ο καθείς την ιστορία του και λίγα ψιχουλάκια εμπειρίας από τον κοινό τους βίο. Κι έπεσα πάνω στον Σταύρο Κωνσταντινίδη, ανάρτηση εν εξάρσει: «Αγαπημένος φίλος της καρδιάς και μέντορας της αυθεντικότητας. Τον αποχαιρετώ. Μοιραστήκαμε όμορφες στιγμές. Πρώιμα πρωινά και μερακλίδικα ουζάκια, αυτά που του άρεσαν, άλλοτε στη Θεσσαλονίκη, στο Μοδιάνο, στο Μπαζαγιάζι του Χαρίλαου, και άλλοτε στην Αθήνα στο κέντρο. Με δύο ελιές και ένα ποτήρι, μετέτρεπε το ελάχιστο σε μεγαλειώδες. Μποέμ, αυθεντικός μάγκας, παίκτης, ελεύθερος, απολαυστικός, συναισθηματικός, ευαίσθητος. Γνήσια λαϊκός άνθρωπος, άγγιξε τις πιο βαθιές και σπαρακτικές πλευρές της ζωής, με τη άμεση και βιωματική μυθιστορηματική γραφή του. Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Χορός των Ρόδων, Μονοπάτι στη Θάλασσα. Καλό ταξίδι, φίλε Αντώνη.
Κι έτσι το πρωινό της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου, μέσα από τη συχνότητα του Fly 104, ακόμα κι εκείνοι που δεν τον ήξεραν τον Σουρούνη, πήραν μια μυρωδιά πως κάτι μεγάλο και τρανό φτερούγισε στα ουράνια, μετά τη δοξολογία και την κηδεία του. Στα πάτρια. Εδώ που του πρέπει, εδώ απ' όπου έφυγε, αλλά ξαναγύρισε. Στην οδό Μουσών, στενάκι με ηγεμονικές τάσεις, μιας κι η άσφαλτός του είναι ανηφορική, πίσω από την εκκλησία των Ταξιαρχών στο Κουλέ καφέ, εδώ δηλαδή που γεννήθηκε κι έζησε τα άγουρα χρόνια του, μέχρι να χαθεί στους δρόμους καβαλώντας τους ανέμους, το πρωί που την κατέβαινα πριν την εκπομπή, έτσι για να τον τιμήσω στα βουβά, θαρρείς και τον άκουγα πάλι, όπως τότε στη «Μακεδονία»: «Ωραίοι να είστε, ρεμάλια να μην είστε, που θα μου πείτε εμένα πως η ασίκικια τραγιάσκα μου, η ζεν πρεμιέ, η ευγενική μοιάζει με τις γλασκοβέζικες των μαχαιροβγαλτών και των λιμοκοντόρων. Παλιορεμάλια!»