Βιβλιο

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γράφει το απόλυτο μυθιστόρημα για την προσφυγική κρίση

Αν ψάχνεις ένα διεισδυτικό σύγχρονο αφήγημα που βουτά στην καρδιά του προβλήματος, τότε το «Πέρασμα» είναι ένα βιβλίο για σένα.

Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 583
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

130 κάτοικοι αντιµέτωποι µε 400 ψυχές σε µια κουκκίδα του χάρτη, υπό αδυσώπητες καιρικές συνθήκες και µε τη σύρραξη να απέχει µόλις δύο τελευταία γεύµατα µακριά. Ο Κωνσταντίνος Τζαµιώτης, υιοθετεί στο «Πέρασµα» (εκδ. Μεταίχµιο) µια απογυµνωµένη από καλλωπισµούς και σχοινοτενείς περιγραφές γλώσσα προκειµένου να εκφραστεί µε τον ρεαλισµό και την αµεσότητα φωτογραφικού φακού γύρω από τον τρόπο µε τον οποίο διαδραµατίζεται η προσφυγική κρίση. Αν ψάχνεις ένα διεισδυτικό σύγχρονο αφήγηµα που βουτά στην καρδιά του προβλήµατος, τότε το «Πέρασµα» είναι ένα βιβλίο για σένα. Ο σηµαντικός Έλληνας συγγραφέας µίλησε στην A.V. για τη νέα δουλειά του, καθώς και για την πραγµατικότητα των ανθρώπων που βρίσκονται σφιχταγκαλιασµένοι στην ανασφάλεια. 

Ένα σµάρι ανθρώπων πάλευαν να κρατηθούν απ’ όπου µπορούσαν για να µην παρασυρθούν από το νερό, και το «Πέρασµα» µας δίνει την πρώτη εικόνα του δραµατικού κόσµου του. Πότε γεννήθηκε αυτό το πλάνο στο µυαλό σας, τι µεσολάβησε ώσπου να µετουσιωθεί σε µυθιστόρηµα;

Η ιδέα πρωτοεµφανίστηκε το καλοκαίρι του 1995, όταν έγινα µάρτυρας της προσάραξης µιας βάρκας γεµάτης Αφγανούς σε κάποια παραλία της Λέσβου. Επρόκειτο σίγουρα για ασυνήθιστο θέαµα, τότε ακόµη ελάχιστοι πρόσφυγες έφταναν από τη θάλασσα µα δεν ήταν αυτό που µε εντυπωσίασε περισσότερο. Εκείνοι οι άνθρωποι µέσα στην άγνοιά τους για τις πραγµατικές αποστάσεις του ταξιδιού και µετά από ταλαιπωρίες που σίγουρα θα είχαν αλλοιώσει την αίσθησή τους για το χρόνο, επέµεναν, παρά τις διαβεβαιώσεις των λιµενικών και της αστυνοµίας, να φωνάζουν απελπισµένα «Italia, Italia», αρνούµενοι να δεχθούν πως βρίσκονταν σε άλλη χώρα από τον προορισµό τους. Η παράλογη εκείνη επιµονή µε απασχόλησε για καιρό. Το 2012, µετά το περιστατικό στο Αγαθονήσι, ήξερα πως είχε φτάσει η ώρα.  

Υπάρχει µια θεατρική σχεδόν ατµόσφαιρα στη συµβίωση κατοίκων και προσφύγων. Τι προσφέρει στο έργο αυτή η ασφυκτική εγγύτητα;

Αλλιώς κρίνει κανείς µια κατάσταση από απόσταση ασφαλείας και διαφορετικά πράττει µε το µαχαίρι στο λαιµό. Τα πρόσωπα του βιβλίου εκτίθενται σε µια εξαιρετικά απαιτητική και δυσάρεστη πραγµατικότητα από την οποία οποιαδήποτε ευκαιρία διαφυγής µοιάζει µακρινή. Η θεατρική ατµόσφαιρα, όπως σωστά αναφέρετε, αποτελεί συνειδητή επιλογή. Η «στενάχωρη» σκηνογραφία σε συνδυασµό µε το χρόνο που τρέχει ενάντια σε όλους, δηµιουργούν κατά τη γνώµη µου µια ατµόσφαιρα απειλητική, που επιτείνει την αίσθηση συρρίκνωσης του ζωτικού χώρου την οποία βιώνουν τα πρόσωπα. 

Είναι µια καλή στιγµή αυτή για να αντικρίσουµε την προσφυγική κρίση σε ένα πλαίσιο αλλιώτικο από εκείνο των ρεπορτάζ; Μήπως έχουµε συνηθίσει την ακραία αυτή συνθήκη σε σηµείο απευαισθητοποίησης;

Τα δελτία ειδήσεων και τα ρεπορτάζ, ανεξάρτητα από την ποιότητα ή την αντικειµενικότητά τους, και κυρίως χάρη στην ατέρµονη δυνατότητά τους να ανακυκλώνονται, δίνουν στους θεατές την απατηλή εντύπωση της εξοικείωσης ακόµη και µε το πλέον βάρβαρο θέαµα. Πρόκειται ωστόσο για µια επίπλαστη οικειότητα –ένα ακόµη υποπροϊόν της βιοµηχανίας του φόβου– που εύκολα χάνεται όταν η πραγµατικότητα µας χτυπά την πόρτα.   

Θα µπορούσαν περιπτώσεις σαν αυτές που αφηγείστε να δώσουν την αφορµή για να δοκιµάσει κανείς τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγµένος και τις αντοχές του σε καταστάσεις που «ισοπεδώνουν τα όρια ανάµεσα στο καλό και στο κακό»;

Κανείς δεν µένει αλώβητος κάτω από το βάρος της Ιστορίας. Το ίδιο συµβαίνει και µε τις ανθρώπινες ιδέες. Η έννοια του σωστού και του λάθους, του καλού και του κακού, έχουν αλλάξει πολλές φορές στο παρελθόν και θα συνεχίσουν να µεταβάλλονται.

Στο «Πέρασµα» συναντάµε χαρακτήρες που κινούνται από το στωικά ηρωικό ως το απόλυτα χαµερπές. Τι λέει κάτι τέτοιο για εµάς, σαν Έλληνες; 

Νοµίζω πως δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαίτερο φυλετικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων, αν και η σύγχρονη ιστορία µας δεν είναι τίποτε άλλο από µια διαδοχή διχαστικών, µισαλλόδοξων, κοντόφθαλµων και ιδιοτελών αποφάσεων και ενεργειών.

Αναφέρετε πως υπάρχουν λόγοι που κάποιες κοινωνίες ευηµερούν, σε αντίθεση µε άλλες που βουλιάζουν στη δυστυχία. Θα διακινδύνευε µε κατακραυγή όποιος µιλούσε για ποιοτικές διαφορές πολιτισµών; Γιατί;

Ασφαλώς και παρατηρούνται σηµαντικές πολιτισµικές διαφορές ανάµεσα στους λαούς. Το ζήτηµα περιπλέκεται ωστόσο όταν µπαίνει κανείς στον πειρασµό να µιλήσει για διαφορετικές ποιότητες υπονοώντας πως κάποιες κοινωνίες είναι πιο άξιες από άλλες. Στο Πέρασµα, το πράττει ο Αλέξανδρος, ο νεαρός συγγραφέας. Ο Ρασίντ πάλι, αν και ένας από τους ναυαγούς, σκέφτεται µε παρόµοιο τρόπο. Τόσο για τον Αλέξανδρο όσο και για τον Ρασίντ, το δυτικό µοντέλο µοιάζει ακαταµάχητο. Φυσικά δεν πρωτοτυπούν. Σχεδόν κάθε πραγµατικό ή δυνητικό µέλος των µεσαίων και ανώτερων τάξεων του αναπτυσσόµενου κόσµου το ίδιο φαντασιακό µοιράζεται. Αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει πειστικός αντίλογος, ένα αντιπαράδειγµα εξίσου ελκυστικό. 

Σε δύο τουλάχιστον περιστατικά του βιβλίου γίνεται πιθανή η χρήση βιντεοσκόπησης, αλλά απορρίπτεται. Είναι ο τρόπος σας να µας πείτε ότι υπάρχει κάτι το πολύ στραβό σε όλο αυτό το exploitation της δυστυχίας µέσα από την απροκάλυπτη προβολή σε τηλεοράσεις και δίκτυα;

Δεν είναι κανένα µυστικό πως µετά το σεξ το δεύτερο πιο δηµοφιλές θέαµα είναι η δυστυχία και ο πόνος των άλλων, η πορνογραφία της βίας. Αλλά αυτό ίσχυε πάντοτε και παντού. Απλά η τεχνολογία του καιρού µας διόγκωσε αυτή την ανθρώπινη τάση καθιστώντας τη σχεδόν καθηµερινή ενασχόληση. 

Το «δεν αρνηθήκαµε σε κανέναν τη βοήθεια» των πρώτων σελίδων είναι ένα γενικότερο σχόλιο περί του πώς διαχειριστήκαµε την κρίση; 

Έχω την εντύπωση πως το θέµα του προσφυγικού έχει ακόµη πολύ µέλλον. Νοµίζω πως δεν είδαµε ακόµη την κορύφωσή του. Πράγµα που σηµαίνει πως εφόσον οι εξελίξεις συνεχίζουν να τρέχουν, το γενικό πνεύµα στην Ελλάδα παραµένει σχετικά αδιαµόρφωτο. Ως τώρα έχουµε γίνει µάρτυρες ενεργειών µισαλλόδοξων και ρατσιστών από τη µία µεριά και «αλληλέγγυων» από την άλλη. Η µεγάλη πλειοψηφία παραµένει βουβή και ως ένα βαθµό εντελώς αµέτοχη. Πρέπει να περιµένουµε λοιπόν για να δούµε ποιοι πραγµατικά είµαστε.  

Να συµφωνήσουµε µε τη Βασιλική; Κάνει χειρότερους τους ανθρώπους η φτώχεια;

Στον κόσµο µας η φτώχεια µοιάζει ασυγχώρητη, ένα είδος επίγειας τιµωρίας για τους λιγότερο «ικανούς και προνοητικούς». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο φτωχός δεν είναι απλά κάποιος µε περιορισµένη αγοραστική δύναµη µα ένας στιγµατισµένος, ένα πρόσωπο καταδικασµένο να ζει σε καθεστώς µόνιµης εξαίρεσης, ένας αποκλεισµένος. Μα τέτοιου είδους αποκλεισµοί αργά ή γρήγορα οδηγούν στην απελπισία και οι απελπισµένοι άνθρωποι συχνά καταφεύγουν σε απελπισµένες ενέργειες.

Μας παρουσιάζετε ανθρώπους που έχουν κάνει φρικτά πράγµατα για τις πατρίδες και το αναγνωρίζουν. Τι αξίζουν οι πατρίδες;

Οι πατρίδες µαζί µε τις θρησκείες είναι οι βασικότερες αιτίες θανάτου από καταβολής κόσµου. Προσωπικά αναγνωρίζω το νόηµα της πατρίδας µόνο ως ένα στοιχείο της ταυτότητάς µου. Μιας ταυτότητας, θέλω να πιστεύω, ανοιχτής στην τεράστια ποικιλοµορφία που µας προσφέρει η εµπειρία της ζωής. Αυτό, συχνά, µε αποξενώνει από κάποιους µε τους οποίους µεγαλώσαµε δίπλα-δίπλα και µε αδελφώνει µε πολλούς που ούτε ξέρουν κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Ας µην ξεχνάµε ωστόσο πως εδώ µιλά κάποιος του οποίου η ζωή και η ελευθερία δεν απειλούνται ανά πάσα στιγµή.

Τι απαντάτε προσωπικά στην υπόθεση «αν αντί να τους διώξουµε τους κρατάγαµε»;

Υπό τις παρούσες συνθήκες νοµίζω πως θα ήταν ανεύθυνο να αναλάβουµε ευθύνες µεγαλύτερες από τις αντοχές µας. Μα ακόµη χειρότερη είναι η µικροψυχία και ο φόβος, που όσο κυλά ο καιρός διαπερνά και καταλαµβάνει όλο και περισσότερους, οδηγώντας τους σε µια ψυχική αποστασιοποίηση από το ζήτηµα, αν όχι σε µια πλήρη αδιαφορία για την τύχη των ανθρώπων που «εγκλωβίστηκαν» στη Ελλάδα. Δεν υποστηρίζω πως τα πράγµατα είναι εύκολα, είναι σηµαντικό ωστόσο να αντιταχθούµε σε κάθε πολιτική ή οικονοµική σκοπιµότητα που στόχο έχει την «απανθρωποίηση» των προσφύγων ανοίγοντας το δρόµο σε πρακτικές για τις οποίες αύριο θα ντρεπόµαστε.