Βιβλιο

Απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα

Στο καινούργιο βιβλίο της Νοέλ Μπάξερ «Το χνάρι που δεν έσβησε» (εκδ. Διόπτρα) η μυθοπλασία και ο μαγικός ρεαλισμός συναντούν την ελληνική ιστορία και οι ήρωες κουβαλούν χαρακιές που προήλθαν τόσο από τα ήθη της εποχής όσο και από τις πολιτικά έντονες περιόδους.

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 567
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε «Το χνάρι που δεν έσβησε»;

Η απαρχή ενός μυθιστορήματος συμφωνώ με όσους λένε πως γίνεται υπογείως και σιωπηλά, δίχως να ακουστεί το παραμικρό και χωρίς τριγμούς. Εκ των υστέρων, όταν έχει τελειώσει το μυθιστόρημα, επιστρέφω στην αρχή και ψάχνω για την άκρη της κλωστής. Πάντοτε τη βρίσκω. …Κάποιες φορές περισσότερες από μία άκρες.
«Το χνάρι που δεν έσβησε» ξεκίνησε από άσβεστα υλικά που σιγόκαιγαν μέσα μου. Καθυστερημένα παρατήρησα πως οι παράξενες συμπεριφορές των μεγάλων κατά την παιδική μου ηλικία προερχόντουσαν από χαρακιές στην ψυχή τους οι οποίες δεν ήταν ορατές όταν ήμουν μικρή. Προφανώς ως παιδί δεν είχα το μπόι για να φτάσω και να μπορέσω να τις δω. Καταπιάστηκα με αυτές τις χαρακιές τόσα χρόνια μετά γιατί μου έδιναν απαντήσεις σε αναπάντητα έως σήμερα ερωτήματα, που δεν είχαν σβηστεί, κι έπεσα πάνω στην Ιστορία. Από του Μεταξά την 4η Αυγούστου και δώθε, γιατί αυτή η χρονική περίοδος τις προκάλεσε. Η εποχή τότε ήταν βαριά, ικανή να σημαδέψει ψυχές. Με τούτο το θέμα ασχολήθηκα στο Χνάρι.
Με αυτό μου το βιβλίο θέλησα ένα βαθύ ψυχογραφικό μυθιστόρημα που, με την αλυσιδωτή σχέση δράσης-αντίδρασης, να ασχολείται με τα δρώμενα της ανθρώπινης ψυχής όταν πάνω της παίζουν η Ιστορία και τα ήθη της εποχής. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να βρεθεί μια ιστορική συγκυρία που να το επιτρέψει. Έχοντας προεπιλέξει για το καινούργιο μυθιστόρημα να αφορά το πιο πρόσθετο παρελθόν του τώρα μας, να αγγίζει τα όρια του σύγχρονου δηλαδή, πάλι ήρθε η ίδια ιστορική περίοδος, οι τρεις μέγιστοι ιστορικοί σταθμοί: Μεταξάς και Δικτατορία 4ης Αυγούστου, Αλβανικό Έπος-Κατοχή-Εμφύλιος, και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών το ’67.
Το γενικό πλαίσιο είχε διαμορφωθεί κι ήταν τέλειο τετράγωνο. Τι θα έμπαινε μέσα εκεί; Το πανωφόρι ήρθε από μόνο του. Αντρικό και σκούρο, της δεκαετίας του ’60. Αυτό θα ανακάλυπτε απρόσμενα ένας νεαρός στα 1990 στο υπόγειο του σπιτιού του και θα ξεκίναγε την πορεία αναζήτησης της αληθινής ταυτότητας του πατέρα του. Για να πάμε πίσω. Το πανωφόρι αυτό έγινε το όχημα, η αρχή και ο συνδετικός κρίκος των επιμέρους. Από αφορμή αναβαθμίστηκε σε σύμβολο. Δικαίως, έγινε το χνάρι. Το χνάρι που δεν έσβησε.

Ποιον ήρωα/ηρωίδα αγαπήσατε και ποιον ήρωα/ηρωίδα μισήσατε περισσότερο στο βιβλίο σας;

Δεν το φοβήθηκα, ήρθα πράγματι αντιμέτωπη με την οργή και διαχειρίστηκα την κακία που έβγαζε στο οικογενειακό, ιδιαίτερα, περιβάλλον του ένας μου ήρωας. Η Υπατία. Με γοήτευε στο καινούργιο μου μυθιστόρημα να έχω έναν γκρίζο, όπως τον λέμε, ήρωα. Ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο με λίγη σκοτεινιά. Πόση σκοτεινιά, το σωστό ποσοστό θα το έβρισκα στην πορεία, ενόσω έγραφα, γιατί δεν ήθελα με τίποτε να τον κάνω δυσάρεστο, ούτε στον αναγνώστη ούτε σε μένα αφού θα περνούσα μαζί του μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν τη μίσησα όμως την Υπατία. Και τον Σίλα τον άντρα της, κι αυτόν δεν τον μίσησα. Ούτε καν τους αντιπάθησα. Πέρασα πολύ χρόνο με τον καθένα, θα μου ήταν ανυπόφορο να έχω αρνητικά αισθήματα. Τους κατανόησα. Βρήκα γι’ αυτούς δικαιολογίες. Όχι ψεύτικες. Αληθινές. Τις άντλησα από την Ιστορία που δεν λέει φούμαρα. Τους χάρισα αιτίες. Κι αυτό πέρασα και στον αναγνώστη. Κατέδειξα τι συνέβαινε στα ενδόψυχα των ηρώων. Έθεσα μάλιστα στον αναγνώστη το ερώτημα να το σκεφθεί μόνος του: Ποιος ευθύνεται περισσότερο; Αυτός με το οπλισμένο χέρι ή εκείνος που του έδωσε το όπλο;
Για τους ήρωές μου παίρνω πάνω μου την ευθύνη, που τους φτιάχνω έτσι. Θα ήταν άδικο, τώρα που τελείωσε η σχέση μας, τα δούναι και λαβείν μας, και τυπώθηκε το βιβλίο, να βγάλω την ουρά μου απ’ έξω. Δεν μου φαίνεται σωστό να αφήσω ήρωες μόνους κι απροστάτευτους έξω στον κόσμο. Στην αντίθετη πλευρά της αγάπης, αγάπησα από οίκτο τον Ανδρέα το ράφτη, τον Μάσκα γιατί με έκανε να γελάσω, το θείο-Ανέστη γιατί ήταν διαόλου κάλτσα… Η Λεώνη με μάγεψε, δεν την αγάπησα στο βαθμό της αδυναμίας που της είχε η Υπατία.

Απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα

Υπάρχει κάποιος ήρωας που στηρίζεται σε κάποιον αληθινό χαρακτήρα ή μια από τις ιστορίες σε κάτι που έχει συμβεί (έχετε ζήσει ή σας έχουν διηγηθεί);

Όλοι οι ήρωες, η πλοκή και τα επιμέρους περιστατικά είναι προϊόντα μυθοπλασίας. Για να γραφτεί όμως το μυθιστόρημα έπρεπε να δώσω τις απαντήσεις μου σε ερωτήματα που είχαν να κάνουν με παλιές ιστορίες, δικές μου και μη. Όπως γιατί τη νύχτα της 21ης Απριλίου του ’67 κάποιοι μπαμπάδες το έριξαν στον ύπνο ενώ άλλοι περίμεναν με τη βαλίτσα τους έτοιμη να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού τους; Γιατί στην Επιστράτευση του ’74, που μαζευόταν στρατός στα σύνορα με την Τουρκία, στην Καβάλα όπου μεγάλωσα κάποιοι γονείς ήταν ψύχραιμοι και κάποιοι καθόλου, έκαναν σαν τρελοί; Γιατί η μητέρα μου, ενώ δεν έλειψε ποτέ από το σπίτι της το φαγητό, μ’ έβαζε όταν ήμουν παιδί κι έκοβα το ξερό ψωμί σε κυβάκια για να ταΐσουμε τα σπουργίτια επειδή «εμείς, σπίτι μας, ποτέ δεν πετάμε ψωμί»; Και, μέγιστο ερώτημα αυτό, ένα παιδί που στην κατοχική Αθήνα θα είδε να περνάει από δίπλα σου στο δρόμο το κάρο με τους νεκρούς από την πείνα, άραγε θα συνέχισε τη ζωή του ίδια; Σαν να μην είχε δει τίποτα; Ή μήπως μετατοπίστηκε η πορεία που θα είχε κανονικά πριν από τη συγκεκριμένη μέρα; Κι άλλα πολλά ερωτήματα, κάποια αναίμακτα και φαινομενικά αθώα. Για παράδειγμα, όταν δίδασκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά μικρά παιδιά να χαιρετούν με το φασιστικό τρόπο και να αρέσκονται σε στολές και τάξη, πώς αυτό επέδρασε στη μετέπειτα ζωή τους; Τα ερωτήματα αυτά είναι καθολικά, δεν είναι μόνο δικά μου, δεν αφορούν μονάχα τους ήρωες του βιβλίου μου. Προέρχονται από πραγματικά «καθημερινά» γεγονότα μιας εποχής που πέρασε αλλά ακόμη σιγοκαίει στη μνήμη και στην ψυχή πολλών Ελλήνων.

Ποιο επεισόδιο απ’ όσα διαμείβονται στο βιβλίο σας αγαπάτε περισσότερο και γιατί;

Δεν ξέρω αν είναι περισσότερο, πάντως είναι πολύ! Μ’ αρέσει το επεισόδιο που καταλήγει στο να παραδεχτούν η Υπατία και ο Σίλας, ο ένας στον άλλον, ότι εξαιτίας γεγονότων κι ανθρώπων που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, ο εαυτός τους στράβωσε. Πώς χωρίς να φταίνε έχουν γίνει κακοί άνθρωποι. Σε εκείνες τις γραμμές τούς βλέπουμε στη μοναξιά τους, στην για πρώτη αφορά ανοιχτή παραδοχή του πραγματικού εαυτού τους, μπορεί και τη στιγμή της συνειδητοποίησής του. Άνοιξαν την ψυχή τους κι έδειξαν τις χαρακιές της, τη λαβωμένη τους ψυχή, κι αυτό από μέρους τους –από μέρους των ηρώων μου – ήταν γενναίο, ήταν σκληρό, ήταν έξοχο!
Από άποψη γραφής, χάρηκα τα εμβόλιμα επεισόδια του μαγικού ρεαλισμού. Κείμενα που δεν πατούσαν στη γη, όπως η ηρωίδα μου, η Λεώνη, που την έκανα να ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα του σπιτιού της χωρίς να ακούγεται τρίξιμο. Χαλάρωνα με αυτά, το ευχαριστιόμουν βαθιά. Βαθύτατα. Ένιωθα ελεύθερη, το πήγαινα όσο μακριά ήθελα, πετούσα. Αυτά τα κείμενα μού τα έχουν πει ποιητικά, μου τα έχουν πει λυρικά, εγώ τα λέω δικά μου. Όταν έβαζα τη Λεώνη να φοράει νυφικά της μπελ επόκ που προμηθευόταν από τα παλιατζήδικα και με τα χέρια ανοικτά κι απλωμένα να στριφογυρίζει στο άντρο της σάλας σαν τον δερβίση ψάχνοντας το κέντρο του κόσμου, δεν έψαχνε μόνο εκείνη να βρει το σημείο και να ενωθεί μαζί του.

«Στρογγυλό βουνό», «Πολιτεία», «Πόλη που κύλησε στη θάλασσα». Γιατί επιλέξατε τέτοιου είδους τοπωνύμια;

Γιατί δεν ήθελα τους αναγνώστες να περιφέρονται στις γνωστές τους πόλεις και τοποθεσίες. Τους ήθελα επικεντρωμένους σε αυτό που γινόταν. Να χωθούν μαζί μου μέσα στην ψυχή του ήρωα. Να κατέβουμε τα σκαλιά, το λαβύρινθο, παρέα. Και για ένα δεύτερο λόγο: γιατί στην αφήγηση χρειαζόμουν μαξιλάρια. Έπρεπε, έκρινα, να δίνω στον αναγνώστη μια ανάπαυση της λογικής. Τα αόριστα, τρυφερά τοπωνύμια λειτουργούν έτσι. Παρόμοια δηλαδή όπως ο μαγικός ρεαλισμός που πηγαινοέρχεται μέσα στο μυθιστόρημα.

Επίσης, επιλέξατε να δώσετε ονόματα στους ήρωές σας όχι πολύ συνηθισμένα: Υπατία, Λεώνη, Σίλας, Σαββέλα κ.λπ. Γιατί;

Ο αναγνώστης διαβάζει ένα μυθιστόρημα ανακαλώντας τα δικά του καταγεγραμμένα. Άμα γράψω «ένας μαυριδερός χοντρός μουστακαλής άντρας», άλλη εικόνα δημιουργεί σε σας και άλλη σε μένα. Με τον ίδιο τρόπο ένας Γιώργος ήρωας έχει να αντιμετωπίσει τους καταγεγραμμένους Γιώργους του κάθε αναγνώστη. Όχι ότι είναι τραγικό, απλώς δεν είναι απαραίτητο. Με ένα «λευκό» όνομα ήρωα απλοποιείται η διαδικασία και κερδίζεται χρόνος, εδραιώνεται πιο εύκολα στον αναγνώστη ο ήρωας που επινοώ. Σκόπιμα λοιπόν αποφεύγω τα πολυχρησιμοποιημένα, τα λεγόμενα κοινά ονόματα. 
Είμαι της άποψης πως το όνομα δίνει ένα χρώμα στον άνθρωπο, μια γεύση, μια μυρωδιά, κάτι τέλος πάντων δικό του. Έχοντας αυτό στο μυαλό μου, δίνω με προσοχή τα ονόματα στους ήρωές μου. Είναι, θεωρώ, ένα εργαλείο για να τους χρωματίσω. Η Λεώνη ήταν το αρχαίο Κλεώνη αλλά ο πατέρας της, έχοντας τους λόγους του, δεν ήθελε να του θυμίζει το όνομα της κόρης του καμιά γυναίκα επί της γης. Ο Σίλας δεν μπορούσε σε όλο το βιβλίο να έχει το βασιλικό όνομα που του είχε δώσει ο φιλοβασιλικός πατέρας του, έπρεπε να χαμηλώσει. Η δε ειδωλολάτρισσα Υπατία ήρθε στο όνειρο μιας θρησκόληπτης γυναίκας και την ανάγκασε να κάνει μια υπέρβαση από καλοσύνη, για να δείξει από την αρχή στον αναγνώστη πως αυτή η γυναίκα στο όνομα της καλοσύνης θα έκανε τα πάντα. Και η Σαβέλλα ήταν μια συμμαθήτριά μου που πέθανε. Τρυφερό όνομα. Ταίριαζε σε μια ανάπηρη αδελφή.

Το βιβλίο παρακολουθεί τρεις γενιές ανθρώπων. Όσο προχωράει η ιστορία από το παρελθόν στο μέλλον, μειώνεται η χρήση των στοιχείων από τα παραμύθια και τη λαϊκή παράδοση. Τη θέση της μοίρας την παίρνει η ιστορία. Γιατί συμβαίνει αυτό; 

Έτσι δεν γίνεται και στην πραγματικότητα; Εννοώ στην αληθινή ζωή; Τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του ανθρώπου είναι χαμένα, μετά ξεκινάνε τα μυθικά, ώσπου μέσα από το νέφος ξεπροβάλλουν τα πρώτα ελλιπή ιστορικά, και πάει λέγοντας μέχρι τα χειροπιαστά της χθεσινής μας μέρας. Και με των γονιών μας ακόμη το παρελθόν είναι έτσι. Τα νεανικά τους χρόνια φαίνονται σ’ εμάς τα παιδιά τους νεφελώδη, κι ας μας τα έχουν διηγηθεί χιλιάδες φορές.

Η Ιστορία παίζει ρόλο και στα 4 βιβλία σας. Γιατί;

Παίζει ρόλο, δεν πρωταγωνιστεί. Τοποθετώντας τους ήρωές μου σε ένα χρόνο κι ένα χώρο, προκύπτει η Ιστορία. Από μόνη της έρχεται. Συνειρμικά, αυτόματα, υποσυνείδητα, όπως κι αν το πείτε δίκιο θα έχετε. 
Έτσι συνέβη, παράδειγμα, με τον Ερρίκο Σλήμαν στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας». Μια σύγχρονη κοπέλα ήταν στο μεταίχμιο να εγκαταλείψει το όνειρό της, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες, μάλλον επιπόλαιες. Έπρεπε να της δείξω (σε αυτήν και στα σημερινά παιδιά της Κρίσης) πως ήταν λάθος, πως τα νεανικά όνειρα δεν πρέπει να εγκαταλείπονται αμαχητί. Ο Σλήμαν εμφανίστηκε από τη γωνία τότε, «να ’μαι» μου είπε. Και της είπε. Με τη ζωή του.
Λόγω του θέματος, στο τελευταίο μου, «Το χνάρι που δεν έσβησε», λίγη έστω Ιστορία ήταν απαραίτητη. Γιατί πώς θα τα έλεγα τούτα που ήθελα χωρίς καθόλου ιστορική αναφορά; Όμως, και πάλι η θέση της είναι στον καμβά. Κυλάει μπροστά η πλοκή του βιβλίου, η δράση, μεγάλη και φωτεινή, και από πίσω παράλληλα τρέχει χρονικά, με χαμηλωμένο φως, η Ιστορία. Κάπου φαίνεται, κάπου δεν φαίνεται. Κυρίως δεν φαίνεται. Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Έχω τραβήξει μια γραμμή. Διαχωρίζω το πέρα από το δώθε.
Πιστεύω ακράδαντα στην αξία του παρελθόντος και το θέλω να συμμετέχει. Το θεωρώ σπουδαίο βοήθημα για να κατανοεί ο άνθρωπος το παρόν και να οδηγεί λίγο σοφότερος το μέλλον. Το κάνω και στη ζωή μου, θα άφηνα έξω τα βιβλία μου; Τους μυθιστορηματικούς φίλους μου; Από αυτό ο αναγνώστης βγαίνει κερδισμένος. Επειδή σε ένα βιβλίο ψυχαγωγίας βρίσκει μέσα, χωρίς να κουραστεί, γνώση. Πολύ αναπαυτικά δοσμένη πληροφόρηση, αξιόπιστη και ελεγμένη. Σε κάθε μυθιστόρημα αφιερώνω σημαντικό χρόνο για την ιστορική έρευνα. Η οποία δεν είναι μόνο αυτό καθαυτό γεγονότα. Είναι κι η αύρα της εποχής μέσα από τις φορεσιές, τα τραγούδια κα. Βοηθάει στα πάντα: στην ατμόσφαιρα, στους διαλόγους, στις περιγραφές… Αυτή η φάση με ευχαριστεί τόσο που τείνω να την τρενάρω μέχρι που, όπως στα μακροβούτια, νιώθω κάποια στιγμή πως εδώ και τώρα πρέπει να βγω. 

Είναι πολλοί, λοιπόν, και καλοί οι λόγοι που υπάρχει στα μυθιστορήματά μου η ιστορική μνήμη, χωρίς να το δένω κόμπο πως θα υπάρχει και στο επόμενο. Όπως έρθει. Αν έρθει πάντως, θα είναι πάλι καλοδεχούμενη. Μη νομίζετε πως κοιμάμαι με ένα βιβλίο ιστορίας στο κομοδίνο. Η αρχαιολογία και η μυθολογία, ναι, αυτά μου αρέσουν. Η ιστορία εξαρτάται.

Πατέρας Βρετανός, μητέρα Ελληνίδα. Έχετε δυο κουλτούρες. Το βιβλίο σας είναι ένα καθαρόαιμο ελληνικό βιβλίο (ιστορία, ήρωες, γλώσσα). Υπάρχει όμως κάποιο κρυμμένο βρετανικό χαρακτηριστικό (στον τρόπο δουλειάς ή της κατασκευής του) που κρύβεται από πίσω; 

Έχω μία κουλτούρα. Η οποία είναι ανακάτεμα των δύο, της ελληνικής που ολοφάνερα υπερισχύει, αφού εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, και της αγγλικής. Έχω το ανεξίτηλο σημάδι των ανθρώπων που 100% δεν ανήκουν σε έναν τόπο. Είναι και καλό αυτό και κακό. Το καλό είναι πως σου δίνει μια ιδιόμορφη ελευθερία, τη δυνατότητα να αποστασιοποιείσαι κάποιες φορές, να τραβιέσαι πιο πέρα και να κοιτάς από απόσταση. Μεγαλώνει το τοπίο έτσι, κι επίσης νιώθεις νομίζω λιγότερο την κάψα του πάθους. Της φρικτής εμπάθειας.
Στο «Το χνάρι που δεν έσβησε» το εγγλέζικό μου με διέσωσε από το να πάρω μια θέση. Να προσεγγίσω το ένα πολιτικό στρατόπεδο ή το άλλο. Δεν όρισα νικητές και ηττημένους, μια συζήτηση που κρατάει χρόνια και δεν δείχνει να έχει ακόμα τελειωμό. Δεν όφειλα εγώ να ανήκω κάπου. Δεν είναι μια απόφαση που πήρα ειδικά για το βιβλίο αυτό. Έτσι ανατράφηκα από μια επαρχιακή πόλη τις δεκαετίες ’60 και ’70, που ήσαν οι δικές μου παιδικές δεκαετίες. Ως το παιδί του ξένου δεν ανήκα σε καμιά στεγανή ομάδα του πληθυσμού, και κυκλοφορούσα με άνεση σε όλες. Δεν ανήκα πουθενά και ανήκα παντού. Το καθαρόαιμο στο οποίο αναφερθήκατε, οι αυθεντικοί διάλογοι, το πόσο καλά γνωρίζω ιστορίες που δεν μπορεί να έχω βιώσει, όλα αυτά στηρίζονται σε γνώση που απέκτησα εκτός σπιτιού, φέρνοντας γύρα μια περίκλειστη πόλη τα χρόνια που απορροφούσα σαν σφουγγάρι. Τούτο έγινε εμφανές ιδιαίτερα νομίζω στο δεύτερο μυθιστόρημά μου «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος», που ιστορικά αναφερόταν στον Πόντο και τον ποντιακό ξεριζωμό κι είχε κεντρική ηρωίδα ποντιακής καταγωγής φυσικά. Ξαφνιαζόντουσαν Πόντιοι αναγνώστες που δεν είμαι δική τους.
Ακόμη κάτι που νομίζω πως μπορείτε να αποδώσετε στη βρετανική καταγωγή μου είναι ο διπλός τρόπος που αγαπάω την Ελλάδα. Ο πατέρας μου αγαπούσε την Ελλάδα αλλά είχε να κατακτήσει την αγάπη αυτή, δεν του ήταν δεδομένη αφού δεν ήταν η πατρίδα του. Τη δική του αγάπη, την κερδισμένη, την πέρασε και σε μένα. Θαρρώ πως εξακολουθώ και βλέπω την Ελλάδα με τα μάτια του τα φιλελληνικά. Και με τα μάτια της μητέρας μου τη βλέπω ταυτόχρονα, της φανατικής Ελληνίδας. Αυτή η διπλή αλλά όχι αλλήθωρη ματιά με χαρακτηρίζει. Διακρίνεται εύκολα πιστεύω.

Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει;

Ας πιάσουμε τέσσερις από αυτούς που αγαπάω ιδιαίτερα.
Παπαδιαμάντης: Λιτότητα, πυκνότητα λόγου, σπουδαίες μεγάλες εικόνες σε μικρή έκταση, βαθιά ψυχογραφία και των δύο φύλων. Αυθεντικός. Ο εαυτός του.
Καραγάτσης: Γάργαρη, απολαυστική αφήγηση, ο ηρωισμός στη λογοτεχνία, εκπληκτικές κορυφώσεις, «ανθρώπινοι» χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους και με όλα τους, καλά και κακά, με μια προτίμηση στα κακά. Το χτίσιμο της πλοκής σε ένα μυθιστόρημα. 
Στάινμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής»: Έφηβη, η πρώτη φορά που διαβάζοντας μια λογοτεχνική σκηνή ένιωσα ρίγος. Η ανατριχίλα εκείνη έγινε ο αναγνωστικός πήχης. 
Ντίκενς: Γκρίζοι ήρωες και καταθλιπτικές ιστορίες, κι όμως τους έκανε συμπαθείς, και τις ιστορίες τους αρεστές σε αναγνώστες πολλών γενεών, παράδειγμα ο ξακουστός χριστουγεννιάτικος Σκρουτζ.

Kοιτάζοντας από το παράθυρό σας τι βλέπετε; (Θα μπορούσατε αυτή την εικόνα να τη δώσετε ρεαλιστικά και μ’ ένα λογοτεχνικό τρόπο;)

Έξω από το παράθυρο το πρώτο που βλέπω είναι το κόκκινο τριαντάφυλλο που έβγαλε η τριανταφυλλιά μας και, λίγα μέτρα πίσω του, φόντο, τη μεγάλη λεύκα της πολυκατοικίας. Εμείς στα ψηλά βλέπουμε το φύλλωμά της, μας έρχεται εμάς με το πράσινο φουστάνι της.

«Εκεί, στη λεύκα, κατοικεί ένας γκιόνης. Δεν τον έχω δει, μόνο τον ακούω. Κάπου στα φύλλα της λεύκας θα είναι το πόστο του, σε κάποιο κλαδί. Σέβομαι την επιθυμία του να παραμείνει αθέατος και τον ψάχνω μόνο με κλεφτές ματιές. Μου είναι παντελώς άγνωστος στην όψη, όμως η φωνή του έχει συντροφέψει τριών μηνών νύχτες μου με τα συνεχή μονότονα γκιο γκιο-γκιο του. Ενδιάμεσα αφήνει ισόποσα διαστήματα κενού, ησυχίας, για όσο διαρκεί πιθανώς μια αναπνοή του. Γκιο-αναπνοή-γκιο-αναπνοή. Κοιμάμαι μετρώντας τα γκιο του. Πάνε τα προβατάκια. 
Νόμιζα ότι αυτό το ηχητικό σινιάλο ήταν το τραγούδι του. Παινευόμουν πως ένας γκιόνης μού κάνει καντάδα. 
Μέχρι που κάποιος μου το είπε κάλεσμα και τα χάλασε όλα. Κάλεσμα για συντροφιά; Κάλεσμα για ζευγάρωμα; Μήπως κάλεσμα για φαΐ, όπως τα γατιά της πυλωτής; Μια-δυο γρήγορες σκέψεις και το κάλεσμα πήρε τη διάσταση κραυγής. Γκιο-ανάσα αγωνιώδης-γκιο-ανάσα αγωνιώδης. Με έχει συγκλονίσει η αποκάλυψη. Που ο γκιόνης της λεύκας, ο γκιόνης μου, είναι μόνος. …Που κι άλλος στην πολυκατοικία νιώθει μοναξιά τα βράδια. 
Αυτή τη λεύκα βλέπω έξω από το παράθυρό μου».