Βιβλιο

«Πειραιώτες»

Βασίλης Βασιλικός
ΤΕΥΧΟΣ 562
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το χάρισμα του πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου: ό,τι έχει γράψει διαβάζεται απνευστί. Από την πρώτη κιόλας νουβέλα του «Πρόβες πολέμου» (1974) που πρωτοκυκλοφόρησε 40 χρόνια μετά (2014) μέχρι το τελευταίο μυθιστόρημα του «Εκ Πειραιώς» (2013), η γραφή του δεν έχει αλλάξει: κοφτή, ακονισμένη σαν μανιάτικο μαχαίρι, χωρίς επίθετα και περιγραφές σκηνικού, είναι εστιασμένη αποκλειστικά στον Άνθρωπο (με κεφαλαίο Α). Και τρέχει στο ανώμαλο έδαφος της ύπαρξης σαν μοτοσικλέτα 1.000 κυβικών, χωρίς ωστόσο να ακούμε την εκπυρσοκρότησή της.

Το νέο του βιβλίο «Πειραιώτες», που μόλις κυκλοφόρησε κι αυτό από τις εκδόσεις Τόπος όπως και όλα τα προηγούμενα («525 Τάγμα Πεζικού», «Τα παιδιά της Χελιδόνας», «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», «Άνεμος κουβάρι» κ.ά.), δεν ανήκει, όπως και τα προηγούμενα, σε κανένα γνωστό λογοτεχνικό είδος. Γιατί ούτε new journalism είναι ούτε non-fiction novel ή nouveau roman ή post modern. Είναι... Τι είναι; Πώς θα το βαφτίσουμε; Είναι «η γραφή Διονύση Χαριτόπουλου». Διονυσιακή και Χαρ(ι)τογραμμένη.

Κι ενώ από τον τίτλο του θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι είναι η συνέχεια ή το συμπλήρωμα του «Εκ Πειραιώς», διαβάζοντάς το θα διαπιστώσει ότι διαφέρουν τόσο πολύ όσο... η Βόρειος Κορέα από τη Νότιο.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από το έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζεύτηκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και έφτιαξαν μια νέα ράτσα λιμανίσια: τους Πειραιώτες».

Πρώτος διδάξας βέβαια στο νέο αυτό είδος της γραφής ήταν στη δεκαετία του 1930 ο Αμερικανός John Dos Passos, όπου για να περιγράψει το melting pot της τότε πατρίδας του εφηύρε την αποσπασματική γραφή με τη μέθοδο του κινηματογραφικού μοντάζ που με την κάμερα-οφθαλμό, από διαφορετικές γωνίες λήψης σε κάθε παράγραφο, τα «πανθ’ ορά» χωρίς να συμμετέχει ως υποκείμενο συγγραφικό σε τίποτα απ’ ό,τι περιγράφει. Τον λάτρεψε πρώτος ο Σαρτρ κι όπως συνέβη τον 19ο αιώνα με τον Πόε, που τον ανακάλυψε ο Μπωντλαίρ, έτσι κι ο Ντος Πάσος, μέσω του Σαρτρ, έγινε πρώτα γνωστός στην Ευρώπη κι ύστερα στην πατρίδα του.

Τη μέθοδο Ντος Πάσος ενστερνίστηκαν πολλοί, εμού συμπεριλαμβανομένου. Ο Χαριτόπουλος γεννήθηκε με αυτήν, την είχε στο DNA του. Ο ίδιος ως άτομο απουσιάζει από όλα τα βιβλία του. Είναι ένα σκέτο μάτι που παρατηρεί. Κι όμως αυτό το μάτι που δεν γνώρισε ποτέ τη μυωπία, την πρεσβυωπία, τον αστιγματισμό, στιγματίζει τον αναγνώστη με τη δύναμή του, την ανθρωπιά, με το όχημα μιας γλώσσας παλλόμενης από ζωντάνια. Καρφώνει τις λέξεις σαν πρόκες στο χαρτί συνθέτοντας «το όλον του εν μέρει». Γιατί τι άλλο είναι το βιβλίο του «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων» από ένα έπος όπως η ομηρική «Οδύσσεια», φτιαγμένο από πραγματικά υλικά που σε μερικές εκατονταετίες θα μεταμορφωθούν σε μύθο;

Στους «Πειραιώτες» φτάνει στα όρια της συντομογραφίας. Δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες της μία-μιάμιση σελίδας το πολύ, με ενδιάμεσα σύντομα αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής που ανασταίνουν τη δεκαετία του 1950, μαζί με την κίνηση του Λιμανιού, καράβια πάνε κι έρχονται σε όλο τον πλανήτη, κάθε λιμάνι και χαρά, κι οι βασιλείς μας Παύλος και Φρειδερίκη που νοιάζονται για τα ορφανά της Δραπετσώνας κι ο Έκτος Στόλος, όχι σαν «χωροφύλακας της Μεσογείου» αλλά σαν ο πλούσιος θείος από το Αμέρικα που φέρνει δώρα στα παιδιά. Τα φονικά, τα μαχαιρώματα, οι βεντέτες, οι προδοσίες, οι γυναίκες που εκμαυλίζονται, η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του υποκόσμου, όλα αυτά, ενώ είναι φριχτά, σου φέρνουν μια περίεργη αισιοδοξία γιατί υπάρχει στη γραφή του Χαριτόπουλου ένα μήνυμα λεβεντιάς, το «ντεμοντέ» στις μέρες μας αντριλίκι. Γιατί μέσα από την περιγραφή μιας κοινωνίας πάμφτωχης και υπανάπτυκτης, εσύ, ο αναγνώστης, παίρνεις κουράγιο. Ο Έλληνας, που για να επιβιώσει χρησιμοποιεί όλη την εμπειρία της μακραίωνης σκλαβιάς του από τους Τούρκους, εξακολουθεί να είναι «παλικάρι». Το βιβλίο, δηλαδή, με τα «στοιχεία της δεκαετίας του ’50», είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο του Θανάση Βαλτινού «Στοιχεία της δεκαετίας του ’60». Κι ελπίζω να προσεχτεί σαν τέτοιο από την κριτική, όσο κι αν ο Χαριτόπουλος είναι, συνειδητά, «εκτός των τειχών» της.

image

Και να ένα μικρό απόσπασμα, για να πάρετε μια γεύση της γραφής του:

«Ο Ολυμπιακός είναι σαν το Ρεμπέτικο.

Αυτά τα δυο πάνε μαζί, ξεκίνησαν την ίδια εποχή από τον Πειραιά και λατρεύτηκαν από τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους όλης της χώρας. Ο Θρύλος τους έδωσε περηφάνια και το Ρεμπέτικο παρηγοριά.

Ο φακίρ φουκαράς βρήκε Θεό και Τροπάρι.

Οι άνθρωποι χωρίς στον ήλιο μοίρα, οι αδύνατοι αυτού του τόπου, που χάνουν κάθε μέρα από το αφεντικό, τον σπιτονοικοκύρη, τον αστυφύλακα, τον ισχυρό και τον καπάτσο, άκουσαν επιτέλους κάποιους να ψέλνουν τα βάσανα και τη χαμοζωή τους και είδαν τη θεϊκή ομαδάρα τους να παίρνει εκδίκηση για πάρτη τους νικώντας κάθε Κυριακή τις ομάδες των ισχυρών και των προνομιούχων.

Όπου φτωχός, Ρεμπέτικο και Ολυμπιακός.

Τελευταία ανακάλυψαν, γούσταραν και μπήκαν στο κόλπο και φραγκάτοι, ακόμα και χοντροί λεφτάδες. Καλοδεχούμενοι κι αυτοί, αφού φτιάχνονται με ζεμπεκιές και χτυπιούνται στο γήπεδο για τον Θρύλο.

Αλλά δεν είναι κι αυτά δικά τους.

Καλεσμένοι είναι».

Και τέλος η φράση κλειδί του βιβλίου: «Κάθε δρόμος του Πειραιά βγάζει στη θάλασσα».