Βιβλιο

Ο Αλέξης Σταμάτης και «Το βιβλίο της βροχής»

Το νέο του βιβλίο είναι πρωτότυπο στη σύλληψή με δομή «κινηματογραφική». Η Αθήνα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 558
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέξης Σταμάτης έγραψε ένα βιβλίο πρωτότυπο στη σύλληψή του και με δομή σε σημαντικό βαθμό κινηματογραφική. Διάβασα «Το βιβλίο της βροχής», το βρήκα ενδιαφέρον και το αποτέλεσμα είναι η συνέντευξη αυτή.

Μπορείς να δώσεις μια περίληψη του μυθιστορήματός σου σε 100-150 λέξεις, θεωρώντας ότι απευθύνεσαι σε αναγνώστη/ώστρια που δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτό; 

Αθήνα του 2009. Ένα μεσημέρι, κατά τη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας, ξεσπά αιφνιδίως μια από τις πιο άγριες καταιγίδες που έχουν πέσει στην ιστορία της πόλης. Έχοντας ήδη «γνωρίσει» πριν την μπόρα μια σειρά από διαφορετικούς χαρακτήρες που συνδέονται με ποικίλους τρόπους μεταξύ τους, παρακολουθούμε την εξέλιξη των ιστοριών τους οι οποίες αλληλοσυνδέονται. Ο καθένας έχει «προσέλθει» στη μέρα αυτή με ένα συγκεκριμένο «θέλω», ένα κίνητρο, μια επιθυμία. Η βροχή ωστόσο επεμβαίνει έντονα και καθοριστικά στην εξέλιξη της ιστορίας του, του αλλάζει τα σχέδια. Του ανατρέπει όσα είχε προγραμματίσει και επεμβαίνει στη ζωή του – άλλοτε εξιλαστήρια, άλλοτε καθαρτήρια, άλλοτε δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα, άλλοτε αλλάζοντας και ξεκαθαρίζοντας το ρου της εκάστοτε ιστορίας κι άλλοτε αποκαλύπτοντας κρυμμένα μυστικά και απωθημένα. Τα φυσικό φαινόμενο και ο άνθρωπος, αλληλεπιδρώντας δραστικά, επανασυστήνουν τη μοίρα της μέρας, της ώρας, της στιγμής. Ένα πάντως είναι το σίγουρο: όταν η καταιγίδα πλέον τελειώνει και ο ουρανός είναι και πάλι καθαρός, κανένας από τους ήρωες δεν θα είναι εκείνος που ήταν πριν πέσει η πρώτη σταγόνα.

Μου φάνηκε γοητευτικό στοιχείο ότι η δόμηση του βιβλίου γίνεται σε τρία «αυστηρά», ανελαστικά μέρη (πριν τη βροχή - στη διάρκεια - μετά, μάλιστα με πολλές επαναλήψεις ονομάτων ακόμα και σε τίτλους κεφαλαίων), ενώ η εξέλιξη της πλοκής στα επιμέρους κεφάλαια είναι πολύ ελεύθερη.

Έτσι είναι. Μια έξωθεν «αυστηρή» φόρμα που επιτρέπει την ελευθερία στο εσωτερικό. Και Άλγεβρα και Φωτιά. Υπάρχει η συνθήκη, η καταιγίδα, που ορίζεται χρονικά –τρεις ώρες και δεκατέσσερα λεπτά (θυμηθείτε τη σταθερά «πι», η οποία έχει συμβολικό χαρακτήρα στο έργο)– άρα έχουμε ένα πριν κι ένα μετά, σε συνδυασμό με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, οι οποίοι μου «διαθέτουν» το χώρο και το χρόνο τους. Μέσα στο «κουκούλι» αυτό είμαι ελεύθερος να κινηθώ συνειρμικά, θραυσματικά, όπως και όπου με πηγαίνουν οι ίδιοι. Άλλωστε οι χαρακτήρες είναι που δημιουργούν την πλοκή και όχι το αντίστροφο. 

Ο τρόπος που συνδυάζεις στην πλοκή σου πρόσωπα που αρχικά ξεκινάνε τις πορείες τους σαν άσχετα μεταξύ τους, μου θύμισε ταινίες του Όλτμαν, όπου η μια ιστορία μπαίνει μέσα στην άλλη.

 Ο Όλτμαν είναι ένας αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Είμαι φανατικός σινεφίλ, έχοντας κάνει μάλιστα μεταπτυχιακά θεωρίας κινηματογράφου στο Λονδίνο, οπότε η κινηματογραφική γραφή του μου είναι εξαιρετικά οικεία. Ειδικά η ταινία του «Short cuts» που βασίζεται σε διηγήματα του Ρέιμον Κάρβερ, θα μπορούσε να πει κανείς –εκ των υστέρων, μια και όταν το έγραφα δεν τη σκεπτόμουν– πως δομικά διαθέτει κάποια κοινά στοιχειά με το «Βιβλίο της βροχής». Εκείνο που ήθελα είναι να έχω ανεξαρτήτους χαρακτήρες που να κινούνται ελεύθερα, έχοντας ίσως κάποιους χαλαρούς δεσμούς, με κυριότερο το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς μένουν στην ίδια πολυκατοικία. Η δε μπόρα να δημιουργεί απρόοπτες εξελίξεις, αναπάντεχες συναντήσεις μεταξύ τους ή και με άλλους, και οι ιστορίες αυτές να αλληλοεισδύουν.

Το βιβλίο ξετυλίγεται πολύ λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Την προοιωνίζεται; 

Εάν συμβολικά θεωρήσουμε ότι και η κρίση ήταν και είναι μια άλλη, επικών διαστάσεων, χρόνια καταιγίδα, τότε αυτό ακριβώς συμβαίνει. Έχω την αίσθηση ότι κάτι κακό, απειλητικό, απλώνεται στο υπέδαφος του βιβλίου. Λες και είναι ένας μικρός σεισμός που προηγείται ενός άλλου, μεγαλύτερου. Ο κόσμος του βιβλίου είναι ασταθής, αιωρούμενος, οι άνθρωποι βιώνουν προσωπικές κρίσεις, τα πράγματα «μεγεθύνονται» προοιωνιζόμενα κάτι το ισχυρότερο που αναμένεται.

Η Αθήνα στο βιβλίο μοιάζει να έχει μείζονα σημασία. Ποιοι είναι οι κύριοι ρόλοι της πόλης εδώ;

Με αφορμή αυτή την ερώτηση θα ήθελα να ξεδιπλώσω κάποιες σχετικές σκέψεις μου. Η ίδια η πόλη θα έλεγα ότι είναι ένας χαρακτήρας. Μπορεί να είναι και ο σημαντικότερος χαρακτήρας του βιβλίου. Ο δημόσιος χώρος με ενδιαφέρει πολύ. Ο χώρος είναι δοχείο ζωής, όπως λέγαμε παλιά στην Αρχιτεκτονική. Ως δοχείο ζωής, φέρει ενέργεια. Η ενέργεια υπάρχει σε βαθμίδες κατακερματισμού. Εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό, να μπορούσα να εστιάζω ταυτόχρονα από τον αρμό στο πλακάκι μέχρι το πανόραμα. Ορισμένοι χώροι κρύβουν ισχυρές αφηγήσεις, διαθέτουν εξαιρετικές δυνατότητες αφηγηματικότητας. Το μυθιστόρημα είναι μια αφήγηση αλλά κι ένα έργο Τέχνης. Ένα έργο Τέχνης, δυνητικά, δεν τελειώνει ποτέ. Απλώς κάνεις μία κάθετη τομή και το δίνεις στον επόμενο. Έτσι και η πόλη· δεν τελειώνει ποτέ. Είναι διαρκώς ένα work in progress, ένα έργο εν εξελίξει. Υπάρχει φοβερή αλληλεπίδραση μεταξύ του αφηγούμενου χώρου και του χώρου του αφηγούμενου.

Ο αθηναϊκός δημόσιος χώρος είναι ένα πολύ αντιφατικό τοπίο...

Το οποίο περιέχει ταυτόχρονα θαύματα, αλλά και τρομερές συγκρούσεις. Εγώ συνήθως επιλέγω το χώρο, ορίζω μια συνθήκη εντός του, και ο χώρος, όταν αρχίσουμε να συνομιλούμε, μου δίνει πίσω άλλα πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους χαρακτήρες. Μπορεί να χτίσεις ένα χαρακτήρα πολύ καλά, να έχεις αποφασίσει να κάνει ορισμένα πράγματα και ξαφνικά ο χαρακτήρας να «αρνηθεί» να τα κάνει. Έτσι και ο χώρος μπορεί να αρνηθεί να φιλοξενήσει αυτά που έχεις σκεφτεί και να πει όχι εδώ δεν θα γίνει δολοφονία, π.χ. θα γίνει γάμος. Και να αλλάξουν όλα. Όλα αλλάζουν στην πορεία. Άμα πας να χωρέσεις μια πλοκή σε μια προαποφασισμένη δομή, δεν θα σου βγει. Κακοί λογοτέχνες είναι αυτοί οι οποίοι πάνε να καπελώσουν με την προαποφασισμένη πλοκή το βιβλίο. Ο χαρακτήρας «αρνείται» να κάνει όσα του προορίζονται, ο συγγραφέας τον βάζει με το στανιό να τα κάνει κι ύστερα δεν γίνεται πιστευτός. Επιδιώκουν ντε και σώνει να τους βγει η πασιέντζα. Η πασιέντζα όμως είναι περιπέτεια. Μπορείς να δημιουργήσεις έναν ήρωα ο οποίος έρχεται στην Αθήνα και δεν έχει δει ποτέ του την πλατεία Ομονοίας. Το τι βλέπει αυτός ο άνθρωπος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον κάτοικο ή τον τακτικό επισκέπτη του χώρου. Θα μπορούσε ο πρώτος να περιγράφει ένα σεληνιακό τοπίο. Επειδή στο μυθιστόρημα μπορείς να υποδυθείς όποιον θες, έχεις τη δυνατότητα να ερμηνεύσεις ένα χώρο μέσα από όλες τις πιθανές παραμέτρους. Επανέρχομαι για λίγο στην Ομόνοια: ας πούμε πως έχεις δύο ανθρώπους, ο ένας δεν έχει έρθει ποτέ στην πλατεία Ομονοίας και ο άλλος δουλεύει στο περίπτερο επί της πλατείας. Ούτε ο ένας θα είναι αντικειμενικός, ούτε ο άλλος. Γι’ αυτό ο κάθε χώρος δεν είναι ένας, είναι χιλιάδες. Είναι ένας χώρος προς ερμηνεία.

Εξού και ο δημόσιος χώρος «ρέει». Δεν υπάρχει καμία «αντικειμενική» ερμηνεία. Υπάρχει μόνο η στατιστική του απεικόνιση και μυριάδες προσωπικές αναγνώσεις. Η πόλη και τα κτίρια, η αρχιτεκτονική γενικά ενέχει μεγάλο ποσοστό αφηγηματικότητας per se. Ο Βίκτωρ Ουγκό έλεγε ότι καθεδρικοί ναοί ήταν τα βιβλία της εποχής. Κι αυτό επειδή είχαν εγγεγραμμένα πάνω τους τα ίχνη του χρόνου μέσα από αφηγήσεις – ήταν σαν ένα παλίμψηστο. Έμπαιναν τοιχογραφίες πάνω στις τοιχογραφίες, επιγραφές πάνω στις επιγραφές και ο καθεδρικός ναός έμοιαζε με ένα βιβλίο που ξετύλιγε την ιστορία της εποχής. Από ένα σημείο και μετά ήρθε το μυθιστόρημα και η αφήγηση έφυγε απ’ τον καθεδρικό ναό και πήγε στις σελίδες. Ο κόσμος είναι ένα ατελείωτο βιβλίο και τα βιβλία είναι ένας κόσμος.

Είναι συγκρίσιμο το μυθιστόρημα αυτό με τα προηγούμενα βιβλία σου (εξαιρώντας τα παιδικά); Αν ναι, ποια στοιχεία επανέρχονται και ποια είναι καινούργια; Αν όχι, γιατί;

Και ναι και όχι. Θέλω να πιστεύω πως κάθε μου βιβλίο (ειδικά τα τελευταία) είναι διαφορετικό τουλάχιστον από πλευράς αφηγηματικής δομής, θέματος, εστίασης. Φυσικά οι συγγραφικές εμμονές είναι πανταχού παρούσες, κανείς δεν ξεφεύγει από τον εαυτό του. Εκείνο που νομίζω επανέρχεται είναι μια ανατομία της ανθρώπινης φύσης σε κρίση. Το σκηνικό και οι συνθήκες κάθε φορά αλλάζουν. Από τα «Μελίσσια» π.χ. όπου όλη η δράση εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο με μια βασική πρωταγωνίστρια, πάμε στο «Βιβλίο της βροχής» που απλώνεται σε ολόκληρη την πόλη με πάμπολλους χαρακτήρες. Πιθανόν ένα κοινό στοιχείο να είναι μια «λοξή» πλευρά στα πράγματα που έχει ως αφετηρία της μια «αντιδικία με την πραγματικότητα», που την είχα από παιδάκι. Εντέλει τα πάντα είναι επιμέλεια χάους. Αρχίζεις από κάτι χαοτικό, θραυσματικό και σταδιακά το σχηματοποιείς δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στην ίδια τη διαδικασία παρά στο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα προκύπτει – και ύστερα το βιβλίο εγκαταλείπεται.

image

Πόσα είναι τα βασικά πρόσωπα που συμ-πλέκονται και δια-πλέκονται στο μυθιστόρημα. Έχουν όλα το ίδιο βάρος ή θεωρείς κάποια ότι δίνουν τον κύριο τόνο;

Πάνω-κάτω όλα τα πρόσωπα τα θεωρώ εξίσου σημαντικά. Από τον Κούρδο μετανάστη Νταράν ο οποίος έχει μια σημαντικότατη (και αγαπημένη) σκηνή στο μυθιστόρημα μέχρι την ανώνυμη γυναίκα που γεννά ένα παιδί που πρόκειται να δοθεί για υιοθεσία. Συγχρόνως όμως θεωρώ σημαντικούς και δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως λ.χ. μια πωλήτρια που εμφανίζεται για πολύ λίγο. Όλοι τους είναι άνθρωποι που συναντάμε σε στιγμές έντασης, αναπόλησης, σύγκρουσης, αναθεώρησης, ακόμη και ψευδαισθήσεων. Ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που αντανακλούν το κεντρικό θέμα που είναι πάντοτε η ανθρώπινη φύση και τα χαρακτηριστικά που την ορίζουν: έρωτας, θάνατος, εξουσία, επιθυμία.

Σε αρκετά σημεία του βιβλίου παρατηρώ θρησκευτικές, ευρύτερες μεταφυσικές ή και φιλοσοφικές αναφορές. Χωρίς να είμαι ένθεος έχω παρατηρήσει πως σε κάθε μου βιβλίο υπάρχουν θρησκευτικές αναφορές.

Είναι ίσως αυτή η ανάγκη διαλόγου με κάτι μεγαλύτερο, με το ευρύτερο συμπαντικό πλαίσιο που μας περιβάλλει. Η λογοτεχνία κωδικοποιεί το κρυπτικό στοιχείο και εδώ έγκειται η θεολογική πλευρά. Στη μεταφυσική δεν πιστεύω καθόλου, έχω την αίσθηση ότι όσα κοινώς θεωρούμε ως μεταφυσικά είναι εντέλει απόλυτα ανθρώπινα, είναι οι δοξαστικές εκείνες στιγμές κατά τις όποιες ο εαυτός ανυψώνεται, ή τείνει ενεργειακά προς κάποιες συμπτώσεις που μόνο συμπτώσεις δεν είναι αλλά αποτελούν την καθαυτό μηχανική της ζωής. Οι φιλοσοφικές αναφορές, όταν αναφέρονται σε υπαρκτούς στοχαστές λειτουργούν ως οδοδείκτες, αλλά υπάρχουν και «φιλοσοφικές» αναζητήσεις, όπου ο νους συνειρμικά εμβάλλει σε ειδικά, αχαρτογράφητα, πιθανόν άρρητα τοπία. Κι εκεί η δουλειά του μυθιστοριογράφου-αφηγητή γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Εξάλλου αυτό είναι κυρίως η εργασία μας, να κάνουμε το ανύπαρκτο υπαρκτό.

Παρατηρώ επίσης πλήθος αναφορών (ιδίως διακειμενκών - διακαλλιτεχνικών, αλλά όχι μόνο) που «κλείνουν το μάτι» στον/στην αναγνώστη/ώστρια και σκέφτομαι πόσες άλλες θα μου ξεφύγανε. Πώς έχεις καταλήξει στη συγγραφική στάση των μη επεξηγήσεων;

Είμαι απόλυτα υπέρ της λογικής του «Show not tell». Το μυθιστόρημα δεν οφείλει να επεξηγεί, αλλά να ανοίγει δρόμους, διαδρόμους, μονοπάτια, να αφήνει χαραμάδες, οπές ακόμη και κενά για να περιηγηθεί ο αναγνώστης. Το «κλείσιμο του ματιού» λειτουργεί ως μια μικρή συνωμοσία μαζί του. Εάν θέλει ανταποκρίνεται εάν δεν θέλει όχι. Η ουσία είναι ότι η αφήγηση έχει επάλληλες επιστρώσεις – λειτουργεί ως μπάμπουσκα. Εάν κάποιος θέλει μπορεί να το διαβάσει επιφανειακά. Εάν έχει ωστόσο τη διάθεση να εξορύξει και να φτάσει στα βαθιά υποστρώματα, θα ανακαλύψει άλλα πράγματα. Είναι θέμα ελευθερίας και διαθεσιμότητας του αναγνώστη.

Άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα με αγχωτικό/κοφτό στιλ και εξαιρετικά σύντομες (ή και ελλειπτικές) προτάσεις και άλλα όχι – σε μερικά σημεία μάλιστα ο λόγος εμφανίζεται εξαιρετικά μακροπερίοδος. Ποια είναι η σχέση αυτών των διαφορετικών στιλ με το κάθε φορά περιεχόμενο;

Οι χαρακτήρες και τα συμβάντα είναι εκείνα που οδηγούν το «αφηγηματικό στιλ». Δεν υπάρχει κάτι προαποφασισμένο. Είναι μεγάλη χαρά γα ένα συγγραφέα να μην «υπακούει» σε ένα προκάτ λόγο, αλλά να επιβραδύνει, να επιταχύνει, να είναι κοφτός ή και να «χάνεται» μέσα σε μια δαιδαλώδη εσωτερική αφήγηση. Και όλα αυτά εντός του ιδίου κειμένου. Το βιβλίο είναι ένας οργανισμός. Άλλα στοιχεία είναι ελαστικά, άλλα ακίνητα, άλλα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, αλλά υπάρχει ένα όλον που αναπνέει και εξελίσσεται.


Φωτό: Τακης Σπυροπουλος