Βιβλιο

Ερωτική εξομολόγηση στη λογοτεχνία

Η A.V. ανθολόγησε 10 αποσπάσματα από το καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 553
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο καινούργιο του βιβλίο «Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή» ο Δημήτρης Στεφανάκης ομολογεί γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη λογοτεχνία, συνδιαλέγεται με τους αγαπημένους του συγγραφείς, αποκαλύπτει πώς τον επηρέασε ως άνθρωπο και ως συγγραφέα. Το αποτέλεσμα είναι μια ερωτική εξομολόγηση, που θα μπορούσαν να κάνουν όλοι οι εραστές της λογοτεχνίας. Η A.V. ανθολόγησε 10 αποσπάσματα.

1. Η νικοτίνη του πνεύματος

Δεκαοχτώ χρονών πήρα την απόφαση να διακόψω κάθε σχέση με τη λογοτεχνία, απόφαση που σήμερα μου φαίνεται αδιανόητη, τότε όμως είχε κάποια λογική... η σχέση μου με τη λογοτεχνία αποκαταστάθηκε πλήρως εκεί γύρω στα μέσα της χρυσής δεκαετίας των είκοσι... την ίδια εποχή είχα κόψει το τσιγάρο, απόφαση που σεβάστηκα περισσότερο στη ζωή μου. Η νικοτίνη δεν είναι εντέλει τόσο εθιστική όσο η λογοτεχνία.

2. Ένας κόσμος χωρίς τη λογοτεχνία 

Άκουγα ορισμένους στον κύκλο μου να λένε πως η λογοτεχνία φαντάζει σήμερα ανεπίκαιρη, σαν πιστόλι με άσφαιρα που δεν βρίσκει στόχο, και χαμογελούσα. Είχα βεβαιωθεί πια: Αυτός ο κόσμος ο αφυδατωμένος από ιδέες, ο στερημένος από κάθε είδους έμπνευση, με τις εύθραυστες δημοκρατίες των οικονομικών κολοσσών και των χρηματιστηρίων, με τις κοινωνίες των καταναλωτών και των συναισθηματικά αναλφάβητων, χρειάζεται όσο τίποτε άλλο την αύρα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Στον ίδιο βαθμό ίσως που έχει ανάγκη τα δάση, τις καθαρές θάλασσες και το φυσικό περιβάλλον. 

3. Ξέχασε ποιος είσαι...

Η ανάγνωση συνιστά πράξη αυταπάρνησης υπό την έννοια ότι, περνώντας την πύλη της μυθοπλασίας, βγάζεις από πάνω σου το χιλιοφορεμένο πουκάμισο της ύπαρξής σου. Σαν να σου δίνουν άλλα ρούχα και παπούτσια, άλλη ταυτότητα, άλλα χαρακτηριστικά, αλλιώς είναι αδύνατο να περπατήσεις στους ονειρικούς δρόμους του μύθου και να διασταυρωθείς με τους ήρωες για τη ζωή των οποίων διαβάζεις.

4. Βιβλία - βιβλιοθήκες

Ο Σοπενχάουερ πρέσβευε –και μνημονεύω συχνά τα λόγια του– πως είναι προτιμότερο να διαχειρίζεται κανείς μια μικρή βιβλιοθήκη με μείζονα έργα που έχει μελετήσει σε βάθος, παρά να κατέχει μια αχανή σειρά βιβλίων, τα περισσότερα από τα οποία είναι άνευ ουσίας. Θα είχε προφανώς υπόψη του όλα εκείνα τα έργα που αποκαλούμε βιβλία-βιβλιοθήκες – τα εσαεί αναγνώσματα στα οποία συναντά κανείς τη σύνολη ανθρώπινη εμπειρία. Οι ιστορίες που μας αφορούν πραγματικά είναι εκείνες από τις οποίες δε λείπει τίποτε από όσα θα θέλαμε να ξέρουμε για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο δημιουργός τους φρόντισε να συμπεριλάβει σε αυτές ό,τι μας πονά, μας προβληματίζει, μας φοβίζει, μας χαροποιεί ή μας εμπνέει – κάθε γνώση μικρή ή μεγάλη του κόσμου που μας περιβάλλει. 

5. Καλή σας απόλαυση

Ένα βιβλίο επιβάλλει εξαρχής τον τρόπο με τον οποίο θα διαβαστεί. Ο Ρολάν Μπαρτ, στο δοκίμιό του «Η απόλαυση του κειμένου», ισχυρίζεται πως «το πιο κλασικό κείμενο (ένα μυθιστόρημα του Ζολά, του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι) […] δεν το διαβάζουμε ολόκληρο με την ίδια αναγνωστική ένταση […] πηδάμε ατιμώρητα (κανένας δε μας βλέπει) τις περιγραφές, τις εξηγήσεις, τους στοχασμούς και τις συζητήσεις […] Διαβάστε αργά, διαβάστε ολόκληρο ένα μυθιστόρημα του Ζολά – το βιβλίο θα σας πέσει από τα χέρια· διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά ένα μοντέρνο κείμενο – το κείμενο γίνεται σκοτεινό, κλειστό στην απόλαυσή σας».

6. Η λογοκρισία της σάρκας

Ο έρωτας είναι η αλφαβήτα της λογοτεχνίας. Ποιητές και πεζογράφοι φλέρταραν ανέκαθεν τολμηρά με την ιδέα του πάθους που μεταρσιώνει τον άνθρωπο. Στις μεγαλειώδεις συλλήψεις τους ωστόσο φρόντιζαν να παραλείπουν επιμελώς τα παθήματα της σάρκας, λες κι όλα συνέβαιναν σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο όπου δε συμμετείχαν τα σώματα παρά μόνο οι ψυχές. Στη μακραίωνη ιστορία του παγκόσμιου μύθου, με εξαίρεση καταραμένες φωνές όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, η λογοτεχνία σιωπούσε στα επίμαχα σημεία. Λείπει από τα μεγάλα έργα η ιεροτελεστία της ερωτικής πράξης. Οι δημιουργοί τους υποχρεώνονταν σε ένα αμήχανο fade-out, υπακούοντας στη λογική ενός «πνευματικού κατηχητικού». Κι ύστερα ήρθε εκείνος, ο Ντ. Χ. Λώρενς, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο «Εραστής της λαίδης Τσάτερλι» ανήκει στις αρχές του εικοστού αιώνα αλλά όταν το διαβάζει κανείς αισθάνεται ότι γράφτηκε μόλις χτες.

7. Το αλάτι της λογοτεχνίας

Ο Οκτάβιο Παζ είχε πει κάποτε για το χιούμορ πως «είναι η μεγαλύτερη επινόηση του σύγχρονου πνεύματος». Παράξενο, γιατί ο Παζ είναι ποιητής κι οι ποιητές παίρνουν συνήθως στα σοβαρά τις λέξεις και την τέχνη τους. Θα περίμενε κανείς να το ακούσει από τα χείλη ενός μυθιστοριογράφου. Το χιούμορ, με την υπονομευτική του λειτουργία, ευεργετεί ένα λογοτεχνικό κείμενο με τον αέρα της αμφιβολίας σε ό,τι αφορά τους χαρακτήρες του αλλά και την εντύπωση που μας μεταφέρει. Στη ζωή τίποτα δεν είναι βέβαιο και οριστικό. Γιατί να είναι στη λογοτεχνία; Βεβαιότητα έχουν μόνο οι νεκροί. Για τους ζωντανούς περισσεύουν μόνο οι εκπλήξεις. Ίσως λοιπόν η καλύτερη απάντηση στον Θεό που μας έριξε στον αβέβαιο κόσμο της πραγματικότητας είναι να δημιουργούμε φανταστικούς δικούς μας κόσμους, στους οποίους να πρυτανεύει το χιούμορ.

8. Διηγούμαι άρα υπάρχω  

Ο ιστορικός αφηγείται την επίσημη Ιστορία· ο λογοτέχνης τη μικρή, ανεπίσημη ιστορία της καθημερινότητας· ο απλός άνθρωπος κάποιο περιστατικό στην παρέα του· ο χωρατατζής το αγαπημένο του ανέκδοτο· οι προφήτες του Θεού τις διδακτικές ιστορίες τους· ο μάρτυρας, σε μια δίκη, ό,τι υπέπεσε στην αντίληψή του. Η αφήγηση είναι ο τροχός που δίνει κίνηση στον κόσμο και στον ρου της συμπαρασύρει μικρά ή μεγάλα κοιτάσματα της αλήθειας που φαίνεται να αναζητούμε μετά μανίας... Ο συγγραφέας μάς παραπέμπει στον αφηγητή του κι αυτός ψιθυρίζει με πάσα ειλικρίνεια: «Διηγούμαι για να υπάρχω!» 

9. Αυτοί που έπαιξαν με τη φαντασία μας

Έχω κλείσει πια σαράντα αναγνωστικά χρόνια, συνηγορώντας στην αδιανόητη σύμβαση να διαβάζω φανταστικές ιστορίες που τις εκλαμβάνω ως μέρος της πραγματικότητας... Τις νύχτες, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, ξαναζώ τις μεγάλες σκηνές, προβάλλοντάς τες πάνω στο πανί της ναρκωμένης συνείδησής μου... Δε θα γιατρευτούμε ποτέ από την ήπια σχιζοφρένεια στην οποία μας έχουν καταδικάσει τα μεγάλα μυθιστορήματα. Κι όλοι αυτοί που έπαιξαν με τη φαντασία μας θα χασκογελούν πίσω από την πλάτη μας στη μακάρια αιωνιότητά τους.

10. Πώς η λογοτεχνία σου αλλάζει τη ζωή

Αν επιμένουμε ακόμη να γράφουμε και, κυρίως, να διαβάζουμε λογοτεχνία στην εποχή μας, είναι γιατί πιστεύουμε σε αυτό που μας προσφέρει. Δε θα καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση και τα μυθιστορήματα, αξίζει όμως τον κόπο να δοκιμάσουμε την ευεργετική επίδρασή τους στη ζωή και στον χαρακτήρα μας. Αν με ρωτούσε κανείς πώς η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου, θα απαντούσα πως η λογοτεχνία κυρίως σου μαθαίνει τρόπους. Σε κάνει λιγότερο σίγουρο για τον εαυτό σου, λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο, λιγότερο αφελή και ευκολόπιστο αλλά και πιο ευγενή στη γλώσσα, πιο διορατικό στις ανθρώπινες σχέσεις. 

*Το «Πώς η λογοτεχνία σου αλλάζει τη ζωή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 21/1.