Βιβλιο

Σήμερα που συμπληρώνονται 126 χρόνια από τη γέννησή του, ο μύθος του Καρυωτάκη και η δύναμη του έργου του παραμένουν ισχυρά, πιο πολύ από ποτέ

Κωνσταντίνος Τζήκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου»

Υπάρχει άλλος Έλληνας ποιητής, εκτός ίσως του Καβάφη, που να ενδύθηκε τόσο «ιδανικά» το φορτίο του συμβόλου, όχι μόνο με την ποίηση αλλά και με τη ζωή του; Ήταν η ποίησή του, η τόσο πρωτοποριακή για την ελληνική παραγωγή, με στοιχεία μοντερνισμού, σουρεαλισμού και λυρισμού, αταξινόμητη ουσιαστικά; Ήταν το πρόωρο τέλος του και η αίσθηση ρομαντικής παρακμής της ζωής του; Ή το ότι υπήρξε από τους πρώτους ποιητές που προτίμησαν να υμνήσουν το ασήμαντο και το μάταιο, η πρώτη γνήσια αντιηρωική φωνή των ελληνικών γραμμάτων; Όποιος κι αν είναι o λόγος, σήμερα που συμπληρώνονται 126 χρόνια από τη γέννησή του, ο μύθος του Καρυωτάκη και η δύναμη του έργου του παραμένουν ισχυρά, πιο πολύ από ποτέ.

n

Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου. (Θάνατοι)

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα/ την έχουν μέσα τους. (Θάνατοι)

1896: Γεννιέται στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου, γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του μετακομίζει συνεχώς. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσιεύει ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων».

n

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι/ δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,/ κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,/ εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος. (Αγάπη)

1913: Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται σφόδρα τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, ένας έρωτας που στάθηκε καθοριστικός για το ποιητικό του έργο

Είκοσι χρόνια παίζοντας/ αντί χαρτιά βιβλία,/ είκοσι χρόνια παίζοντας,/ έχασα τη ζωή. (Στροφές)

1914-1917: Σπουδάζει Νομική στην Αθήνα, ενώ αρχίζει την ίδια περίοδο να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά.

image

Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά. (Οι Στίχοι μου)

image

1919: Λαμβάνει άδεια δικηγόρου και διορίζεται υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια χρονιά εκδίδεται η πρώτη ποιητική του συλλογή «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραμάτων».

Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρτεις./ Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου. (Πάρε τα δώρα)

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν/ σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία. (Δημόσιοι Υπάλληλοι)

n

1919-1920: Μία περίοδος συνεχών μεταθέσεων στη ζωή του, στις νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Ποτέ δεν του άρεσε η ζωή του δημοσίου υπαλλήλου.

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες/ άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα. (Χωρίς τίτλο)

1920: Μετακομίζει μόνιμα στην Αθήνα, σαν υπάλληλος του υπουργείου Πρόνοιας.

Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,/ μηδέ η ριπή μ' εχτύπησε του ωκεάνιου ανέμου. (Επιστροφή)

n

1921: Κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του, «Νηπενθή».

Ψεύτικα αισθήματα/ ψεύτη του κόσμου! (Πολύμνια)

1922: Γνωρίζεται με την εκκολαπτόμενη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και βιώνουν έναν σύντομο έρωτα. Ο ιστορικός «μύθος» θέλει την Πολυδούρη να είναι πολύ πιο ερωτευμένη μαζί του από ότι εκείνος.

...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,/ στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,/ γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη/ κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν. (Ωχρά Σπειροχαίτη)

n

1922: Μετά από ένα εξάμηνο γνωριμίας, ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει πως πάσχει από σύφιλη – ή τουλάχιστον αυτό θεωρείται πως ισχύει γενικά. Πάντως ήταν και η δικαιολογία που χρησιμοποίησε για να χωρίσει με τη Μαρία Πολυδούρη, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο να παντρευτούν γιατί «δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμία γυναίκα».

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/ κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,/ στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει/ στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες. (Κιθάρες)

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει/ τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,/ χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου. (Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο)

n

1927: Κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, «Ελεγεία και Σάτιρες».

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης./ Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα./ Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης/ πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα. (Πρέβεζα)

n

1928: Στις 18 Ιουνίου, ο Καρυωτάκης φθάνει με καράβι στην Πρέβεζα, με δυσμενή μετάθεση και διορίζεται στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων.

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν/ τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,/ διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν/ για τελευταία φορά τα βήματά τους. (Ιδανικοί Αυτόχειρες)

Α! πρέπει τώρα να φορέσω/ τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι./ Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,/ πολύ θ' αρέσω. (Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο)

Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου/ λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου. (Δέντρο)

n

Τώρα θανάσιμη/ νύχτα με ζώνει./ Μέσα μου ογκώνονται/ οι άφραστοι πόνοι. (Δρόμος)

Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου. (Υστεροφημία)

Ολα τα πράγματά μου έμειναν όπως/ να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.

1928: Στις 21 Ιουλίου, πηγαίνει στο καφενείο "Ουράνιος Κήπος" της Βρυσούλας, παραγγέλνει μία βυσσινάδα, ζητάει τσιγάρο και μία κόλλα χαρτί όπου γράφει τις τελευταίες σημειώσεις του και αφήνει ένα αστρονομικό φιλοδώρημα. Ύστερα, γύρω στις 4:30 το απόγευμα, περπατάει στην τοποθεσία Βαθύ, ξαπλώνει κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτονεί με έναν πυροβολισμό στην καρδιά. Η πιο βασική θεματική του έργου του - ο θάνατος - έχει επιτέλους πραγματωθεί.

Το σημείωμα αυτοκτονίας του:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).

n

image

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει/ στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. (Αισιοδοξία)