Βιβλιο

Στο Hotel Chelsea με τον Γιώργο Γλυκοφρύδη

«Here’s room 456, it’s enough to make you sick» όπως το έθεσαν και οι Velvet Underground

Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 408
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Here’s room 456, it’s enough to make you sick» όπως το έθεσαν και οι Velvet Underground με τη Nico, μυθικοί ένοικοι του ξενοδοχείου που περιέθαλψε τόσους και τόσους διακόνους των τεχνών. Εκεί κατέλυσε και ο Γιώργος Γλυκοφρύδης, στο νεοϋορκέζικο ενδιαίτημα κυοφορήθηκαν οι εμπειρίες που συναποτέλεσαν το «Chelsea Hotel».

Το «Hotel Chelsea» είναι η νέα σας μυθιστορηματική κατάθεση έπειτα από ένα πολυσέλιδο έργο του 2010, που επικέντρωνε στην κατοχική Θεσσαλονίκη αντλώντας από πλήθος ιστορικών στοιχείων. Τι σας ενέπνευσε αυτή τη σκηνική εναλλαγή;

Το «Hotel Chelsea» είναι το αποτέλεσμα μιας θεαματικής σειράς τυχαίων γεγονότων, τα οποία έπεσαν το ένα μετά άλλο ως άρτια στημένο ντόμινο. Αν τα αφηγηθώ ως ιστορία αγγίζουν τη μεταφυσική. Και, βεβαίως, ξεκινούν με το θάνατο του πατέρα μου. Η ημερολογιακή τους σειρά και μόνο άνετα οδηγεί στο συμπέρασμα πως το μυθιστόρημα αυτό ήταν ένα σκηνικό που το έστησε εκείνος από εκεί ψηλά κι έστειλε εμένα να το κινηματογραφήσω. Γραπτά, βέβαια, όχι με κάμερα. Οπότε, εγώ έπρεπε μόνο να βρω το plot. Το οποίο, σημειωτέων, δεν χρειάστηκε να το ψάξω. Γεννιόταν μόνο του με μηδέν προσπάθεια. Οπότε και αφιέρωσα το βιβλίο στον πατέρα μου. Ας φτάσω, λοιπόν, στην αρχική ερώτηση: Δεν με ενέπνευσε τίποτε. Ήταν πέραν του ελέγχου μου. Πήγα στη Νέα Υόρκη με έτοιμες σημειώσεις για μία συγκεκριμένη πραγματολογική έρευνα για ένα μυθιστόρημα που ήταν να γράψω. Το οποίο δεν έγραψα ποτέ. Το «Hotel Chelsea» πήρε τον έλεγχο. Ειλικρινά, έτσι έγινε.

nΕίναι ένα έγχρωμο ή ασπρόμαυρο βιβλίο, το «Hotel Chelsea»;

Καταπληκτική ερώτηση. Όλα μου τα γραπτά έχουν συγκεκριμένο χρώμα. Όπως το colorizing, ως γνωστή διαδικασία στην παραγωγή μιας κινηματογραφικής ταινίας. Όταν στο γραφιστικό τμήμα των πάλαι ποτέ «Ελληνικών Γραμμάτων» έφτιαχναν το εξώφυλλο του «10 ώρες δυτικά», με ρώτησαν πάνω-κάτω πώς θα ήθελα να είναι. Και στο διευθυντή του τμήματος είχα πει να δει το «Pacific», τηλεοπτική σειρά παραγωγής Steven Spielberg. Νομίζω πως αυτό τα καταδεικνύει όλα. Το «Hotel Chelsea», λοιπόν, είναι ένα έγχρωμο βιβλίο, αλλά συχνά θαμπό φλούο, με κάποιες ασπρόμαυρες παρεμβολές.

Σε ποιους λογοτέχνες από όλο το παγκόσμιο φάσμα προσβλέπετε όταν γράφετε;

Τους Κώστα Μουρσελά, Γιώργο Σκαμπαρδώνη, Μ. Καραγάτση, Κώστα Αρκουδέα, Βασίλη Βασιλικό, Μάκη Πανώριο, Νίκο Βλαντή, εκ των πολύ γνωστών ή κλασικών, αλλά υπάρχουν και άλλοι που μπορώ να τους αναφέρω, γιατί θεωρώ πως έχουν κάνει σημαντικότατες προσπάθειες αφήγησης όπως εμένα μου αρέσει, κάποιας πραγματικά αξιόλογης ιστορίας. Για παράδειγμα, ο Θανάσης Βέμπος, με το μυθιστόρημά του «Η επέτειος». Επίσης, περνώντας στους ξένους συγγραφείς: Steven King, Thomas Harris, Bret Easton Ellis, Kurt Vonnegut, Antoine de Saint Exupéry, ως μία απλή αναφορά.

Ποια τα δικά σας βιώματα από το «Hotel Chelsea»; Και γενικότερα, σε ποιο βαθμό αντλεί από τις προσωπικές σας εμπειρίες το βιβλίο;

Από τις προσωπικές μου εμπειρίες αντλεί στο 100%. Ολόκληρο το αρχικό κομμάτι του βιβλίου γράφτηκε στο δωμάτιο του Chelsea, και όλο το υπόλοιπο εκεί σκιαγραφήθηκε ως πρόχειρο. Βεβαίως δεν μου έχουν συμβεί εμένα τίποτε από όλα αυτά. Δεν έχει υπάρξει καμία Σάρα στη ζωή μου στη Νέα Υόρκη, όπως και κανένας άλλος εκ των ηρώων. Όπως είπα και πριν, εκεί μου έλαχε να ζήσω στιγμές που δεν είχα ζήσει ποτέ και τις οποίες δεν θα ζήσω ποτέ ξανά, οι οποίες μετουσιώθηκαν και εντάχθηκαν στο μυθιστόρημα.

Τι συνιστάτε εσείς στους αναγνώστες σας να ακούνε διαβάζοντας, πέρα από τις μουσικές αναφορές του βιβλίου στους U2 και τους Guns’n’Roses;

Πολύ καλό! Αν θέλουν, ναι, μπορούν να ακούν το playlist του βιβλίου, σχεδόν όλα μου τα γραπτά έχουν playlist, όπως και όλες οι ταινίες του Wim Wenders ή τα μυθιστορήματα του Steven King. Σε όλα μου τα γραπτά, όπως και στο «Hotel Chelsea», υπάρχουν σκηνές που βηματίζουν μαζί με το τραγούδι που αναφέρεται ή που περιγράφεται. Αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι στοιχείο του σινεμά.

Παρότι έχετε διατελέσει αρθρογράφος, σπανίως απασχολείτε τον Τύπο με τις απόψεις σας. Ενώ μάλιστα, όπως έχετε πει και ο ίδιος, «…δεν γράφω κριτικές. Γράφω για ό,τι με πιάσει και δεν με αφήσει να πάρω ανάσα». Πιστεύετε πως είναι μια εποχή η συγκεκριμένη που οφείλει ο κάθε άνθρωπος να εκφράζεται ηχηρά, ή αντίθετα η σιωπή είναι προτιμότερη;

Αυτή είναι άλλη μία πραγματικά εύστοχη ερώτηση. Λοιπόν: Ναι, θα έπρεπε να μπορώ να εκφράζω τις απόψεις μου. Και εκτός γραπτών. Εκτός fiction. Υπάρχει, βέβαια, η άποψη που λέει πως ένας καλλιτέχνης ό,τι είναι να πει θα το πει μέσα από το έργο του, αλλά στο σημερινό περίπου πόλεμο (καθώς η μόνη διαφορά με τον κλασικό πόλεμο είναι οι μη συμβατικές ή πυρηνικές ένοπλες εμπλοκές) θα πρέπει κάποιος να μιλά ηχηρά. Λοιπόν: Δεν το κάνω. Κυρίως λόγο δειλίας. Και, φυσικά, λόγω ανικανότητας συμμετοχής σε μια δημόσια κουβέντα που πιθανόν μετά από μία δημόσια τοποθέτηση μπορεί να εγερθεί. Δεν έχω, ας πούμε, το σθένος μιας Σώτης Τριανταφύλλου (να άλλη μία σημαντική φωνή που δεν ανέφερα πριν) ή την άκρατη πολεμική του Τατσόπουλου, ή μιας δημόσιας τηλεοπτικής τοποθέτησης ενός Steven King, με γλώσσα σχεδόν πορνό. Ενώ θα είχα να πω πάρα πολλά… μα πάρα πολλά. Ποιος ξέρει, πιθανόν να το καταφέρω στο μέλλον.

info Το «Hotel Chelsea» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης παρουσιάζει το βιβλίο και συνομιλεί με το κοινό τη Δευτέρα 15/10 στις 8.00 μ.μ. στο «Floral» (Θεμιστοκλέους 80, Εξάρχεια). Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Κώστας Αρκουδέας και Ελένη Γκίκα, αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Δανάη Παπουτσή, ενώ θα προβληθεί και η ταινία «Chelsea Walls» του Ethan Hawke.