Βιβλιο

Κουβέντες του σιναφιού με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη

Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος άνθρωπος του βιβλίου. Η AV θυμάται μια παλιότερη συνέντευξή του

Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 403
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν το βιβλίο του καλοκαιριού. Στις «Κεραίες της εποχής μου» (εκδ. Καστανιώτη), ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μας ταξίδεψε με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο ανθολογώντας τις καλύτερες συνεντεύξεις της πενταετούς τηλεοπτικής εκπομπής του.

Πολ Όστερ, Ίαν Μακ Γιούαν, Μάριο Βάρκας Λιόσα και Μάργκαρετ Άτγουντ. Χανίφ Κιουρέισι, Ντάριο Φο και Άμος Οζ. Σαντιάγο Ρανκαλιόλο και Ναντίν Γκόρντιμερ. Από το Περού ως τη Ρωσία και από το Πιτιλιάνο ως την Ορλεάνη, οι «Κεραίες της εποχής μας», η βιβλιοφιλική εκπομπή του Ανταίου Χρυσοστομίδη και της Μικέλας Χαρτουλάρη, συνομίλησε την τελευταία πενταετία με ένα παλμαρέ λογοτεχνών που, σύμφωνα με τον Τζον Λε Καρέ, «θα το ζήλευε ακόμα και το BBC». Σήμερα, το ανεκτίμητο αυτό υλικό ανθολογείται από τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και κυκλοφορεί σε συγκεντρωτικό τόμο. Μιλήσαμε σχετικά με το συγγραφέα.

n

 

Μας εισάγετε στο βιβλίο σας με ένα πολύ τρυφερό απόσπασμα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας. «Πάντα θαύμαζε τους συγγραφείς που κάθε μέρα ξεκινούν ένα ταξίδι προς το άγνωστο και, παρ’ όλα αυτά, κάθονται διαρκώς σε ένα δωμάτιο». Είναι πρωτίστως οι «Κεραίες της εποχής μου», εκπομπή και βιβλίο, ένας φόρος τιμής στη φιλαναγνωσία; Θα έλεγα στη φιλαγνωσία αλλά και στους συγγραφείς που μας έμαθαν να διαβάζουμε, μας έκαναν να αγαπάμε αυτά τα ανοιχτά παράθυρα στον κόσμο, στην κουλτούρα άλλων λαών και στις ζωές άλλων ανθρώπων. Στις επισκέψεις που κάναμε σε τόσα σπίτια διάσημων συγγραφέων, πάντα ζητούσα να δω τον τόπο στον οποίο οι συγγραφείς γράφουν τα βιβλία τους, τον τόπο στον οποίο οι ίδιοι πρώτοι-πρώτοι ταξιδεύουν. Τελικά οι συγγραφείς γράφουν παντού: σε απομονωμένες γωνίες, σε λιτά δωμάτια, σε γραφεία φορτωμένα με προσωπικές αναμνήσεις, σε δωμάτια με θέα, σε δωμάτια χωρίς θέα. Σημασία έχει τελικά μόνο το ταλέντο και η πολλή δουλειά.

Αναφέρετε πως στους πρώτους κύκλους της εκπομπής, η επιλογή των συγγραφέων βασιζόταν κυρίως στα προσωπικά σας γούστα. Ποιοι ήταν, αλήθεια, οι πρώτοι σας καλεσμένοι; Η σειρά με την οποία οι συγγραφείς παρουσιάζονται στο βιβλίο είναι περίπου η σειρά με την οποία τους συναντήσαμε. Βεβαίως έγινε μια επιλογή, και κάποιοι συγγραφείς που έπρεπε να είναι στον πρώτο τόμο περιμένουν να μπουν –ίσως– στο δεύτερο, όταν και αν αυτός κυκλοφορήσει. Ξέρετε, το βιβλίο δεν είναι μια απλή μεταγραφή κάποιων συνεντεύξεων, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Βασίζεται μεν στις εκπομπές που κάναμε με τη Μικέλα, αλλά είναι γραμμένο περίπου σαν μυθιστόρημα, όπου ορισμένα θέματα έρχονται κι επανέρχονται και όπου κάποιες αγωνίες αντιπαραβάλλονται με κάποιες άλλες αγωνίες. Προσπάθησα να δώσω τη δική μου ματιά, να εστιάσω κάθε φορά σε ένα διαφορετικό θέμα, να προσθέσω πράγματα που δεν φάνηκαν στο τηλεοπτικό γυαλί, να γράψω το κάθε κεφάλαιο διαφορετικά, όπως κατά τη γνώμη μου ταιριάζει στον κάθε συγγραφέα, να κάνω τον κόσμο που θα το διαβάσει να τρέξει στο βιβλιοπωλείο και να αγοράσει το συγγραφέα που του κίνησε το ενδιαφέρον.

Παραθέτω από τον πρόλογό σας: «Είναι πια σχετικά εύκολο να πείσεις ένα συγγραφέα (να φιλοξενηθεί στην εκπομπή). Όπως μας έλεγε και ο Τζον Λε Καρέ, «τέτοιο πλούσιο κατάλογο από μεγάλα ονόματα συγγραφέων δεν διαθέτει ούτε το BBC!». Από ποιο σημείο και έπειτα αρχίσατε να αντιλαμβάνεστε ότι η εκπομπή εξελίσσεται σε κάτι σπουδαίο; Νομίζω από τον ίδιο τον Τζον Λε Καρέ και μετά! Όταν ο Λε Καρέ μάς εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν η τρίτη μόνο τηλεοπτική συνέντευξη που έδινε στη ζωή του, νιώσαμε υπερήφανοι. Κι όταν οι πιέσεις μου στον Μάριο Βάργκας Λιόσα απέδωσαν και εκείνος δέχτηκε να μπει μπροστά στις κάμερες παρά τη σοβαρή δερματική πάθηση που είχε, τότε κατάλαβα ότι ναι, κάτι αξίζουν οι εκπομπές μας. Στη συνέχεια, είχαμε κι άλλους πολλούς συγγραφείς που συνήθως λένε «όχι» και σε εμάς είπαν «ναι»: η νομπελίστρια Χέρτα Μύλερ, ο Αργεντινός Σίζαρ Άιρα, ο Γκράχαμ Σουίφτ, ο Ντάριο Φο που έχει πλέον κουραστεί να δίνει συνεντεύξεις. Ακόμα και η διήμερη συνέντευξη με τον Ουμπέρτο Έκο ήταν μια ασυνήθιστα γενναιόδωρη πράξη του συγγραφέα.

Ας πούμε δυο λόγια και για όσους δεν αποδέχτηκαν την πρόσκλησή σας. Τον Φίλιπ Ροθ και τον Ντον ΝτεΛίλο, την Βισουάβα Σιμπόρσκα και την Ελφρίντε Γέλινεκ, τον Σαλμάν Ρούσντι και τον Καζούο Ισιγκούρο, μεταξύ άλλων. Σας θλίβει η έλλειψή τους; Εννοείται. Όσο και να σέβεσαι την προσωπική επιλογή των άλλων (π.χ. και οι δύο νομπελίστριες, η Σιμπόρσκα και η Γέλινεκ, πιστεύουν πως ό,τι έχουν να πουν το λένε με τη δουλειά τους, ενώ ο Ντε Λίλο αποφεύγει τις τηλεοπτικές κάμερες), θα ήθελες να είσαι η εξαίρεση. Στενοχωριέμαι ιδιαίτερα –τον «κυνηγάω» άλλωστε ήδη τέσσερα χρόνια– για τον Καζούο Ισιγκούρο, ένα συγγραφέα που θεωρώ σημαντικό. Λυπάμαι επίσης που δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Νόρμαν Μέιλερ. Είχε πει το ναι, αλλά…

Στη χρόνια συναναστροφή σας με συγγραφείς, ποιο συναίσθημα υπερισχύει; Τείνετε να τους μυθοποιείτε ή να τους απομυθοποιείτε γνωρίζοντάς τους; Και, κυρίως: είναι νορμάλ άνθρωποι, σαν εμάς; Ή διαθέτουν κάτι που οι υπόλοιποι δεν το έχουμε; Κάποιοι μας κάνουν κριτική ότι δεν είμαστε αρκούντως επιθετικοί απέναντι στους συγγραφείς που συναντάμε. Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω. Οι συγγραφείς δεν είναι πολιτικοί, δεν είναι διαφθορείς, δεν είναι μαφιόζοι. Αν μας διαφθείρουν, μας διαφθείρουν θετικά, με την τέχνη τους. Γιατί λοιπόν να είμαστε επιθετικοί απέναντί τους; Αντιθέτως, προσπαθούμε να τους καταλάβουμε, να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τα βιβλία. Μερικές φορές το έργο τους είναι πιο αξιόλογο από τους ίδιους, άλλες φορές είναι χίλιες φορές πιο ενδιαφέροντες από αυτά που γράφουν. Όπως όμως και να έχει, είναι άνθρωποι όπως όλοι, που έχουν το προνόμιο να μη σκέφτονται συμβατικά και να γράφουν με ωραίο τρόπο αυτά που σκέφτονται. Και να σας πω ένα μυστικό; Όσο περισσότερο γνωστοί και χορτασμένοι είναι, τόσο περισσότερο απλούς και δοτικούς τους βλέπεις. Ο Λιόσα, ο Φουέντες, ο Οζ, ο Εντσεσμπέργκερ είναι μερικά παραδείγματα που μου έρχονται στο νου.

Τίνος η παρέα σας εξέπληξε ευχάριστα; Ποιος αποδείχτηκε δύσκολος άνθρωπος; Και ποια συνέντευξη κρατά ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας; Σίγουρα ο πιο δύσκολος ήταν ο Ορχάν Παμούκ. Αλλά κι ο Κιουρέισι δεν πήγαινε πίσω. Ο Σουίφτ ξεκίνησε κλειστός την κουβέντα του μαζί μου, στο τέλος όμως πίναμε μαζί στη παμπ σαν παλιοί φίλοι. Έκπληξη για μένα ήταν ο Λε Καρέ και, κατά κάποιο τρόπο, ο Πελεκάνος. Η συνέντευξη με τον Καρέ είναι μία από τις αγαπημένες μου. Το ίδιο κι αυτή με τον Οζ. Η εκπομπή με τον Οζ ήταν η πρώτη μου εκπομπή, και το γεγονός ότι ήμασταν ήδη φίλοι με βοήθησε πολύ.

Αν σας έλεγα πως το «Οι κεραίες της εποχής μου» θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολεία ή πανεπιστήμια, ότι θα μπορούσε να καλλιεργήσει την αγάπη για το διάβασμα με τρόπο πιο ουσιαστικό και ενδιαφέροντα από ένα ξερό απόσπασμα βιβλίου, θα με θεωρούσατε υπερβολικό; Όχι, δεν θα σας θεωρούσα υπερβολικό, αλλά δεν θα ήξερα και τι να σχολιάσω παραπέρα. Θεωρώ κι εγώ ότι αυτό το βιβλίο περιέχει σημαντικά πράγματα, τα αποστάγματα της σοφίας ανθρώπων που πραγματικά λειτουργούν ως «κεραίες της εποχής μας». Θεωρώ επίσης ότι δεν θα μάθουμε ποτέ να αγαπάμε την καλή λογοτεχνία, αν δεν μάθουμε να διαβάζουμε από μικρά παιδιά. Σε όλες τις χώρες διαβάζονται εκατομμύρια ροζ βιβλιαράκια, αλλά μονάχα εδώ οι αναγνώστες τους υπερηφανεύονται ότι διαβάζουν κάτι σοβαρό, ότι είναι αναγνώστες με... απαιτήσεις!

Μια που δεν έχω τηλεόραση από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και αγνοώ τη λειτουργία του Μέσου, διαφωτίστε με σε κάτι: είναι ακριβή η παραγωγή της εκπομπής σας; Αν αποστρεφόμουν το διάβασμα, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι σπαταλάτε τις φορολογικές εισφορές μου; Όχι, οι εκπομπές δεν είναι ακριβές. Σε ένα μάλιστα τηλεοπτικό τοπίο όπου δίνονται κατά καιρούς απίστευτα ποσά για εκπομπές που δεν αλλάζουν καν σκηνικό, θα έλεγα ότι είναι μάλλον φτηνές. Η δε προσωπική μας αμοιβή, της Μικέλας, εμού και των άλλων συνεργατών μας, είναι σχεδόν αστεία, αν σκεφτεί κανείς πόση προεργασία χρειάζεται να υπάρξει για κάθε εκπομπή, ή πόσες βροχές-χιόνια-καύσωνες τρώμε στο κεφάλι μας. Πιστέψτε με, μόνο το πάθος για τη λογοτεχνία και για τα ταξίδια, κι αυτός ο ανόητος ρομαντισμός, ότι ένα καλό βιβλίο βοηθάει τον κόσμο να γίνεται καλύτερος, μας σπρώχνει να συνεχίζουμε και να το διασκεδάζουμε.

Υπάρχουν σκέψεις να προωθηθεί ευρύτερα η εκπομπή σας; Να κυκλοφορήσει σε DVD, για παράδειγμα; Ή να διατίθεται στο ίντερνετ, σε webisodes; Το ζητάνε πολλοί. Έχω στο πρόγραμμα να κάνω μια συζήτηση με την ΕΡΤ.

Είσαστε εδώ και δεκατέσσερα χρόνια υπεύθυνος του τμήματος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη. Μια θέση σημαντικής ευθύνης, εφόσον οι επιλογές σας διαμορφώνουν το συλλογικό λογοτεχνικό γούστο. Μπορείτε να ανατρέξετε με περηφάνια στη δουλειά σας; Καταφέρατε να εκδώσετε ό,τι θεωρούσατε πως όφειλε να εκδοθεί; Αν αφήσω κατά μέρος τις ψευτοσεμνότητες, νομίζω ότι στον Καστανιώτη καταφέραμε τα τελευταία χρόνια να δώσουμε μια μεγάλη φέτα από την καλή λογοτεχνία του καιρού μας, τις περισσότερες φορές αψηφώντας το οικονομικό κόστος. Με αυτή την έννοια, ναι, είμαι υπερήφανος. Τα πράγματα, όμως, δεν τελειώνουν εδώ: έχουμε πολλές ιδέες για το μέλλον, διαρκώς νέα βιβλία και νέες ιδέες μάς τραβούν από το μανίκι, αρκεί αυτή η απρόσκλητη αντιπαθητικιά κυρία που ονομάζεται Κρίση να μας αδειάσει γρήγορα τη γωνιά.

Ας επιμείνουμε για λίγο σε αυτό τον τομέα των ενασχολήσεών σας. Θεωρείτε πως βρίσκεται σε καλό επίπεδο η ελληνική μεταφραστική παραγωγή; Διαθέτουμε καλούς επιμελητές στο σύνολο των εκδοτικών οίκων, φτάνουν στα χέρια μας τα πιο καίρια λογοτεχνικά έργα, μπορεί να θεωρεί εαυτόν κοσμοπολίτη ο Έλληνας αναγνώστης; Ναι. Νομίζω ότι ο χώρος του βιβλίου ήταν (είναι ακόμα, αν και οι καταστάσεις πλέον σαν πύθωνες πιέζουν τους εκδότες) από τους πιο επαρκείς και ζωντανούς στην Ελλάδα. Λίγες χώρες στην Ευρώπη (σκέφτομαι την Ιταλία και τη Γαλλία) έχουν μια συνολική θεώρηση της παγκόσμιας αγοράς του βιβλίου, όπως έχει η Ελλάδα. Και πρέπει επίσης να πω ότι το επίπεδο των μεταφράσεων τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά ικανοποιητικό. Σε αντίθεση με τους Γάλλους και Βρετανούς, που μεταφράζουν μερικές φορές ασκώντας ταυτόχρονα και την αρεστή σε κάποιους εκδότες κοπτοραπτική, εδώ διαβάζουμε τα βιβλία όπως τα θέλησε ο συγγραφέας τους. Είναι μια από τις καλές μας παραδόσεις, ελπίζω να σωθεί.

Ποιους συγγραφείς θα θέλατε να έχετε στον Καστανιώτη και δεν τους έχετε; Ε, πολλούς. Τον Ζέμπαλντ, για παράδειγμα, που έχει η Άγρα. Τη σειρά του Μονταλμπάνο του Καμιλέρι, που έχει ο Πατάκης. Την τριλογία του Μορίς Αττιά, που έχει η Πόλις.

Πώς βλέπετε το μέλλον του βιβλίου, την επιβίωση και τη διατήρηση ενός καλού επιπέδου στη χειμαζόμενη Ελλάδα της κρίσης; Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει το μέλλον, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η κρίση δεν μας δίνει ακόμα μια διαφαινόμενη ημερομηνία λήξης. Το σίγουρο είναι ότι τα πράγματα –στο χώρο του βιβλίου αλλά, νομίζω, και πέρα από αυτόν– δεν θα επανέλθουν ποτέ εκεί που ήταν. Κι αν η κρίση έχει ένα θετικό πρόσημο, αυτό είναι ότι μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδούμε από την αρχή ορισμένες εγγενείς αδυναμίες της αγοράς του βιβλίου, όπως π.χ. η αρρωστημένη σχέση εκδοτών-βιβλιοπωλών. Από εκεί και πέρα έχουμε μεγάλη ανάγκη από καλούς, πιστούς αναγνώστες.

Σας έχει πλουτίσει ως αναγνώστη η επαγγελματική σας ενασχόληση με το βιβλίο; Σας έχει κάνει να το αγαπήσετε περισσότερο ή σας έχει στερήσει τη χαρά του ανέμελου διαβάσματος; Ευτυχώς, λειτουργώ ακόμα ως απλός αναγνώστης. Όχι πως δεν ξεφυτρώνουν κάθε τόσο τα επαγγελματικά βίτσια: αν π.χ. η μετάφραση είναι κακή, δεν μπορώ να διαβάσω το βιβλίο. Το ίδιο αν με απωθεί η γραμματοσειρά ή το εξώφυλλο. Επίσης, μερικές φορές «διαβάζω» πιο εύκολα τις αδυναμίες ενός συγγραφέα, την έλλειψη προσωπικού ύφους ή μιας πρωτότυπης γραφής, κι αυτό δεν βοηθάει σε ένα ανέμελο διάβασμα. Μπορώ όμως ακόμα να μαγεύομαι από έναν καλό συγγραφέα. Η Χέρτα Μίλερ, για να αναφερθώ σε μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψή μου, με έκανε να ξαναδώ με άλλο μάτι τη λογοτεχνία.

Προσπαθώ να σκεφτώ ένα σύντομο ορισμό για τη δύναμη της λογοτεχνίας, αλλά αδυνατώ να επικαλεστώ κάτι πιο εύστοχο από το «είναι το καλύτερο μέσο μετάδοσης σκέψης και συγκίνησης», του Φιτζέραλντ. Εσείς;  Θυμάμαι πάντα τη φράση του Αντόνιο Ταμπούκι: Γράφουμε (και διαβάζουμε) γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. Γράφουμε (και διαβάζουμε) διότι έτσι εξορκίζουμε το θάνατο.

Προαναγγέλλετε και δεύτερο τόμο. Πότε να τον περιμένουμε;

Σχετικά σύντομα, ελπίζω. Το υλικό υπάρχει στο κεφάλι μου, πιέζει για να βγει.


Φωτό: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΔΕΛΑΣ