Βιβλιο

Λένα Κιτσοπούλου: Λένε για μένα

Γνωρίζοντας τη συγγραφέα μέσα από μια συνέντευξη στο SOUL

Δημήτρης Καραθάνος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολύ προτού η Λένα Κιτσοπούλου βρεθεί στο μάτι του φαιοκίτρινου μιντιακού κυκλώνα, με αφορμή τον Αθανάσιο Διάκο και την εκμετάλλευσή του από εφημερίδα, είχαμε εξοικειωθεί με τη δημιουργό μέσα από τα γραπτά της.

Αρχικά από τις «Νυχτερίδες», (2006), αργότερα από το «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», (2009), τελευταία με τη συλλογή διηγημάτων «Μεγάλοι Δρόμοι».

Νευρώδες, ρεαλιστικό, παράφορο, συχνά ωμό, βασισμένο σε ιστορίες ανθρώπων σε καταστάσεις οριακές, σε στιγμές απόγνωσης, το βιβλίο της συγγένευε θεματικά με τα προηγούμενα, μονάχα που στις σελίδες του, η ηθοποιός, σκηνοθέτιδα, θεατρική συγγραφέας και διηγηματογράφος προέκυπτε αρτιότερη τεχνικά και νοηματικά διαυγέστερη.

Κάποια στιγμή τη γνωρίσαμε και από κοντά, όταν επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να μιλήσει για λογοτεχνία -πιο συγκεκριμένα, τη δική της λογοτεχνία. Εμάς η Λένα μας φάνηκε μια σπουδαία προσωπικότητα και ένα λαμπρό δείγμα του πόσο ενδιαφέρουσα μπορεί να είναι η σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία.

Ας ακουστεί λοιπόν και η δική της φωνή εν μέσω όλου αυτού του ορυμαγδού. Διαβάστε τι μας είπε στο SOUL #53, τον Μάρτιο του 2011 και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

Διάβασα κάτι πολύ ωραίο για λογαριασμό σου στην «Athens Voice». Ο Γιάννης Ξανθούλης σε χαρακτηρίζει «Ελληνίδα Φλάνερι Ο’ Κόνορ». Πόσο σε επηρεάζουν τα σχόλια των άλλων ως προς τον τρόπο που ζεις και δουλεύεις;

Χαίρομαι όταν ένα σχόλιο είναι κοντά στην αλήθεια. Νομίζω ότι ξέρω καλύτερα από τον οποιονδήποτε τι κάνω. Όταν κάποιος καταλαβαίνει την πραγματική μου πρόθεση και την αληθινή μου ανάγκη, τότε χαίρομαι γιατί νιώθω μια πραγματική επικοινωνία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα και το αρνητικό σχόλιο σε μένα λειτουργεί θετικά.

Ταυτόχρονα, και παρά τις εξαιρετικές κριτικές που πήρε το βιβλίο, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην περιστασιακή βωμολοχία που το διατρέχει, αντί για τα σημαντικότερα προτερήματά του. Σε προβληματίζει η πιθανότητα να παγιδευτείς αθέλητα σε μια λογοτεχνική κατηγορία που δε σε εκφράζει;

Δυστυχώς αρέσει στους ανθρώπους να κατηγοριοποιούν, να κατατάσσουν, και συνήθως αυτό στηρίζεται σε κάτι επιφανειακό. Όπως σε ένα χωριό θα κρίνανε μια γυναίκα επειδή θα πήγαινε στην εκκλησία με παντελόνι και θα τη λέγανε πουτάνα, άσχετα αν αυτές που θα κρίνανε, οι ντυμένες με τη συντηρητική φούστα και το σταυρουδάκι, ενδεχομένως να είναι μεγαλύτερες πουτάνες στη ζωή τους. Κάπως έτσι το βλέπω. Δε με αφορά η οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση, δε θέλω να ασχοληθώ, γιατί αυτοί που την κάνουν την έχουν ανάγκη για προσωπική τους χρήση, εμένα δεν μου προσφέρει τίποτα. Με ενδιαφέρει η αυθεντικότητα και σε αυτό που κάνω και σε αυτό που βλέπω. Αυθεντικότητα μπορεί να παράγει και ένας του σαλονιού και ένας του αλωνιού. Άμα κάτι σε πείθει ότι μόνο έτσι μπορεί να είναι, τι σημασία έχει αν έχει μέσα τη λέξη «πούστης» ή «μαλάκας»; Δεν υπάρχουν αυτές οι λέξεις στη γλώσσα μας; Εγώ δε θεωρώ καμία λέξη προκλητική, ούτε κακιά λέξη. Το ύφος και η γλώσσα είναι το μέσον για την κατασκευή της ιστορίας. Το θέμα είναι η ιστορία να πείθει. Η ηθική δεν ανήκει στην τέχνη, η τέχνη είναι ανήθικο πράγμα, δεν έχει σαβουάρ βιβρ.

n

Υπάρχουν δύο διηγήματα στον τόμο που πραγματεύονται τον έρωτα με αντιθετικούς τρόπους: ο «Έρωτας στην πόλη» και οι «Μεγάλοι δρόμοι». Αντλούσες από προσωπικές σου εμπειρίες;

Όλα όσα γράφω ξεκινούν από κάτι προσωπικό. Μετά από λίγο ξεφεύγουν από μένα κι αρχίζουν μια δικιά τους διαδρομή. Σε αυτά τα συγκεκριμένα διηγήματα ο έρωτας έχει δύο διαφορετικές εκφάνσεις, όπως έχει και στη ζωή. Ο έρωτας για όλους μας έχει υπάρξει το καλύτερο και το χειρότερο. Ευτυχία και δυστυχία.

Συμπληρωματικά, διαπιστώνω πως έχεις μεγάλη ικανότητα να πλάθεις χαρακτήρες ολοδικούς σου. Πώς προέκυψαν ο Μουνής ή ο Καραγκιόζης, για να αναφερθώ σε αυτούς που μου εντυπώθηκαν περισσότερο;

Οι χαρακτήρες αυτοί προκύπτουν στην πορεία. Τον Μουνή άρχισα σιγά σιγά να τον φτιάχνω, γράφοντας, χωρίς να έχω προσχεδιάσει κάτι. Ξεκίνησα από τα ρούχα του, του φόρεσα καπέλο, τον έβαλα να σκαλίζει ένα χωραφάκι. Μετά μου φάνηκε σιωπηλός και ήσυχος και αποφάσισα ότι θα ήταν ωραίο να μη μιλάει καθόλου μέσα στο διήγημα, να μη μιλάει ποτέ και οτιδήποτε του συμβαίνει να το μαθαίνουμε από τους γύρω, να είναι φήμες, εικασίες. Όλα κινούνται γύρω του, είναι ο κεντρικός άξονας, κι αυτός αθόρυβος, βουβός, δεν αφήνει ούτε μία πατημασιά. Τον Μουνή τον έβλεπα σαν ταινία, κατά τη διάρκεια που τον έγραφα. Περπατούσε κι εγώ βάδιζα ξωπίσω του. Το ίδιο και ο Καραγκιόζης. Οι ήρωες αυτοί παίρνουνε σιγά σιγά σάρκα και οστά και μετά αρχίζουν και κυκλοφορούν. Εγώ τους παρακολουθώ. Είναι πολύ μαγικό αυτό στη συγγραφή.

Πιστεύεις πως είναι μια καλή στιγμή να αποπειραθείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα, έπειτα από τόσα διηγήματα; Σου φαντάζει σαν πολύ δυσκολότερη υπόθεση;

Δεν ξέρω αν είναι δυσκολότερη, πάντως είναι σίγουρα πιο χρονοβόρα, απαιτεί μεγαλύτερη έρευνα και σχολαστικότητα. Θα μου άρεσε να το δοκιμάσω, σαν άσκηση, αλλά δε θα ήθελα με τίποτα να γεμίζω σελίδες χωρίς λόγο, δε θα ήθελα να φλυαρήσω. Με τον Μουνή και με τον Κατάθλα στο τωρινό βιβλίο πήγα προς τη νουβέλα, χωρίς να το προσπαθήσω, έγινε από μόνο του και μου άρεσε. Ο Μουνής με στοίχειωσε, ξυπνούσα κάθε μέρα για να τον συνεχίσω. Φαντάζομαι ότι ένα μυθιστόρημα θα έχει αυτή την ωραία εμμονή, του να ζεις για αυτό.

Γράφεις περισσότερο εξαιτίας της ανάγκης να γράψεις, να εξασκήσεις δηλαδή την πράξη, ή γιατί έχεις θέματα που θέλεις να τα επικοινωνήσεις;

Γράφω από ανάγκη, γράφω για να γράφω, βέβαια, όταν η ανάγκη είναι τόσο μεγάλη, σίγουρα θέλει και να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο. Πάνε μαζί αυτά. Κάτι μέσα μου σκάει, κάτι εκρήγνυται, κάτι φωνάζει «βοήθεια, εεεεε παιδιάαααα»! Το να έχεις ανάγκη από τη σκέψη σου κάτι να κατασκευάσεις, κάτι απτό, σίγουρα το κάνεις επειδή θες και κάποιος ακόμα να το δει.

Έπειτα από την τόση μοναξιά που απαιτεί το γράψιμο, πώς σου φαίνεται η τετ α τετ επαφή με τους αναγνώστες σου, μέσα από τις παρουσιάσεις και τις δημόσιες συζητήσεις; Αρέσκεσαι να διαπιστώνεις την επίδραση του έργου σου στη ζωή τους;

Δε μου αρέσουν πολύ οι παρουσιάσεις και αυτά τα κοσμικά, γιατί έχουν μια τυπικότητα. Με καταπιέζουν αυτά, αναγκάζομαι να είμαι ευγενική, να αυτολογοκρίνομαι, με βάζουν σε έναν ψυχαναγκασμό. Και δεν πιστεύω ότι προσφέρουν και κάτι. Η επικοινωνία συμβαίνει έτσι κι αλλιώς μέσα από το έργο σου. Γι’ αυτό κανείς γράφει. Γιατί δεν μπορεί να μιλήσει. Διαλέγει έναν άλλον τρόπο να μιλήσει. Γιατί όταν έχω γράψει ένα διήγημα, με θέμα τον έρωτα, παραδείγματος χάρη, πρέπει να κάτσω μπροστά σε ένα μικρόφωνο και να πω την άποψή μου για τον έρωτα; Τι το έγραψα τότε το διήγημα; Το ωραίο είναι ένας άγνωστος στο πεζοδρόμιο που μπορεί κάτι να σου πει, ένα σχόλιο, κάτι. Αυτού του είδους την επαφή με κάποιον αναγνώστη θα τη βιώσεις έξω στον δρόμο, θα τύχει, δε χρειάζονται επίσημες εκδηλώσεις.

Διαβάζεις εφημερίδες; Βλέπεις τηλεόραση; Μοιράζεσαι τον συλλογικό φόβο που έχει κατακυριεύσει την καθημερινότητά μας;

Καθόλου τηλεόραση. Λίγο εφημερίδα. Βαριέμαι. Αφού, άμα κυκλοφορήσω μία μέρα έξω, τα μαθαίνω όλα. Τα βλέπω. Προτιμώ να δω μια ωραία ταινία ή να ακούσω ένα ωραίο τραγούδι του Ζαμπέτα, παρά να ακούσω για το εκατομμυριοστό σκάνδαλο που ξέσπασε ή για την ακρίβεια στο σαλάμι και το κωλόχαρτο. Φυσικά και μοιράζομαι τον φόβο, αλλά πιστεύω κιόλας ότι επωφεληθήκαμε όλοι από ένα άδικο σύστημα και θεωρήσαμε αυτονόητο ότι πρέπει να έχουμε από πέντε αυτοκίνητα και πέντε λάπτοπ και πέντε εξοχικά η κάθε οικογένεια. Φυσικά και δε μου αρέσει που φοβάμαι, που δεν μπορώ βράδυ να παρκάρω στον Κεραμεικό γιατί θα μου σπάσουν το αμάξι, αλλά επίσης καταλαβαίνω και αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα, καταλαβαίνω από πού προκύπτει η εγκληματικότητα. Δεν μπορώ εγώ να ζητάω τη βολή μου και την πέργκολά μου, όταν εκατομμύρια κόσμου δεν έχει νερό να πιει. Ζούμε σε ένα άθλιο πολιτικό σύστημα, είμαστε δούλοι, ζούμε κάτω απο φασιστικό καθεστώς. Δεν έχω όμως τις ικανότητες του Άρη Βελουχιώτη ή του Τσε Γκεβάρα. Εγώ μπορώ να γράφω, να παίζω, να καλυτερεύω τη σκέψη μου, να καταλαβαίνω ότι τα πράγματα έχουν πάντα δύο όψεις, να τρέφομαι με ομορφιά και να φέρομαι όσο καλύτερα μπορώ πρώτα στον εαυτό μου και κατά συνέπεια και στον διπλανό μου. Αυτή είναι η δύναμή μου. Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, Κεμάλ, άλλωστε αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.

Ακούς μουσική, όταν γράφεις;

Δεν μπορώ να ακούω μουσική, όταν γράφω. Θέλω ησυχία και συγκέντρωση. Η μουσική είναι μια τέχνη που θέλει αφοσίωση και προσοχή, που πρέπει, όταν την ακούς, να μην κάνες τίποτα άλλο. Όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο.

Τα βιβλία της Λένας Κιτσοπούλου στο BiblioNet:

Φωτογραφία: © Χριστίνα Γεωργιάδου

n