- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Patricia Highsmith – Το Γυάλινο Κελί (The Glass Cell, 1964)
Δυο πράγματα που θα έπρεπε ο καθείς να γνωρίζει προτού καταπιαστεί με τη μαύρη ντάμα του σασπένς: Η δικαιοσύνη ουδέποτε θριαμβεύει στο έργο της. Και: η ηθική είναι μια αρετή παντελώς υπερεκτιμημένη για τη Highsmith. Με δικά της λόγια: «Βρίσκω το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης αρκετά βαρετό και τεχνητό, γιατί ούτε η ζωή ούτε η φύση ενδιαφέρονται αν η δικαιοσύνη απονέμεται ή όχι».
Αυτή η λατρεία της για το αποδοκιμαστέο, η οποία αποθεώθηκε μέσα από τον δημοφιλέστερο ήρωά της, τον Τομ Ρίπλεϊ, έναν ψυχρό δολοφόνο βουτηγμένο στη φινέτσα, την τοποθετεί σε μια κατηγορία αλλιώτικη από το νουάρ που είχε γραφτεί ώσπου να κάνει την εμφάνισή της, ενώ παράλληλα την καθιερώνει ως φορέα μιας προβληματικής με την οποία κανείς δεν είχε επιχειρήσει να εμποτίσει το είδος.
Διόλου τυχαία, η Highsmith δεν είχε αρχικά καμιά εμπορική τύχη στην πατρίδα της. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες του ’40 και του ’50, οπότε η Αμερική απολάμβανε πρωτόγνωρη ευμάρεια, συλλογική υγεία και ο μισός ενήλικος πληθυσμός της επικράτειας εκκλησιαζόταν εβδομαδιαία, ενώ ο πρόεδρος Άιζενχάουερ διατεινόταν πως «η ομολογία πίστεως στο Ανώτερο Ον είναι η πρώτη, η πιο βασική έκφραση του αμερικανισμού», μια συγγραφέας που διέκρινε την αποξένωση και το άγχος κάτω από τον φλοιό του έθνους δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Γι’ αυτό και περιμάζεψε την εκλεκτική της συγγένεια με τον Ένγκαρ Άλλαν Πόε, με τον οποίο μοιραζόταν την ίδια ημέρα γενεθλίων, 19 Ιανουαρίου, ταξίδεψε πολύ, φρόντισε νωρίς να απομακρυνθεί από την αμερικανική εκδοτική παραγωγή, και πέρασε τη ζωή της κινούμενη στην περιφέρεια του δυτικού πολιτισμού, όμοια με τους ήρωές της, διαρκώς περαστική ή ξένη. Η εξορία περιέθαλψε τη δουλειά της, και ενώ στην Αμερική λογίζονταν αποκλειστικά συγγραφέας αστυνομικού σασπένς, στην Ευρώπη διαβάστηκε δεόντως και εκθειάστηκε ως φορέας λογοτεχνίας ριζοσπαστικής σκέψης.
Για να να κατανοήσει κανείς τη Highsmith, οφείλει να σταθεί και στους δεξιοτέχνες που διαμόρφωσαν τη γλώσσα της. Τα φιλοσοφικά θέματα των μυθιστορημάτων της αντανακλούν τον υπαρξισμό του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα, του Σαρτρ και του Καμύ, όλων των συγγραφέων που είχε μελετήσει. Ωστόσο, η τόσο δύστροπη, πεισματάρα αυτή γυναίκα ποτέ δεν διεκδίκησε κάτι περισσότερο από το να διηγηθεί μια ιστορία: «Ποτέ δεν σκέφτομαι τη “θέση μου” στη λογοτεχνία, και ίσως δεν έχω καμία. Θεωρώ ότι προσφέρω ψυχαγωγία. Μου αρέσει να αφηγούμαι μια συναρπαστική ιστορία. Όμως κάθε βιβλίο μου είναι πρωτίστως ένας διάλογος με τον εαυτό μου και θα το έγραφα είτε επρόκειτο να εκδοθεί είτε όχι».
Μια από τις πλέον εθιστικές αφηγήσεις της είναι και το «Γυάλινο κελί». Βιβλίο του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε φυλακή, η Highsmith συνέλαβε την ιδέα για τη συγγραφή του το 1961, ενόσω διατηρούσε αλληλογραφία με έναν τρόφιμο σωφρονιστικού ιδρύματος του Σικάγο. «Λίγους μήνες αργότερα,» έγραψε, «διάβασα ένα βιβλίο για τους κατάδικους, που περιέγραφε την ιστορία ενός μηχανικού που φυλακίζεται άδικα. Σαδιστές δεσμοφύλακες τον είχαν κρεμάσει από τους αντίχειρες και μετά έγινε μορφινομανής για να αντέξει τον συνεχή πόνο. Αυτή ήταν ήδη μια έτοιμη ιστορία».
Δανειζόμενη την έτοιμη ιστορία, η συγγραφέας φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός ανάλογου ανθρώπου. Ο Φίλιπ Κάρτερ είναι ένας μηχανικός που καταδικάζεται σε εξαετή φυλάκιση για μια απάτη που δεν διέπραξε. Οι δεσμοφύλακες τον κρεμούν από τους αντίχειρες επί δύο ημέρες και ακολούθως, νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο, εθίζεται στη μορφίνη. Στην έκταση αυτής της ψυχολογικής σπουδής, ο Κάρτερ μετασχηματίζεται σε ένα πλάσμα ολωσδιόλου αλλιώτικο από αυτό που γνωρίζουμε στις πρώτες σελίδες. Χωρίς να εξαχρειώνεται πλήρως, όπως άλλοι ήρωές της, αντίθετα βυθίζεται σε μιαν απύθμενη μαυρίλα, απευαισθητοποιείται, βιαιοπραγεί ατιμώρητος, ώσπου τελικά ανδρώνεται μέσα από την καταβύθισή του στην ασυνειδησία, ενώ με τυπική χαϊσμιθική μαεστρία, χάρη σε αυτή του τη νεοαποκτηθείσα παλιανθρωπιά γίνεται αρεστός στον αναγνώστη.
«Οι φυλακές πρέπει να καταργηθούν», δήλωνε η Χάισμιθ. «Η φυλακή δεν είναι μόνο εχθρός του κρατούμενου. Είναι και εχθρός της κοινωνίας». Προκειμένου να υποστηρίξει τις ιδέες της, έπλασε ένα κοινωνικό απόβλητο ακαταμάχητο για τους χρόνια εξαρτημένους της ιδιοφυούς της πρόζας.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα