- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Συνέχεια από το προηγούμενο
Ο Μηνάς τα βράδια δε μπορεί να κοιμηθεί, σκέφτεται το γυμνό σώμα της Πανδώρας και το δικό του μέσα της. Αναστατώνεται και βάζει το κεφάλι του κάτω από τη βρύση μήπως και συνέλθει. Του λείπει το άρωμα της, κάπου είχε διαβάσει σε κάτι επιστημονικά περιοδικά ότι οι άντρες ερωτεύονται με τις μυρωδιές. Η Πανδώρα μύριζε πορτοκάλι το πρωί και άνθη λεμονιάς το βράδυ. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, το δέρμα της έχανε και από κάτι και το μόνο που απέμεινε στο τέλος πάνω του ήταν μια ελαφριά εσάνς από πικρό κυδώνι γλυκό. Η Πανδώρα ήταν 30 χρονών, αλλά έμοιαζε με 25 και ήθελε να γίνει μαμά.
Αυτό τον βάραινε, τον έκανε να αγκομαχά πάνω στο ποδήλατο και να πατάει δυνατά το γκάζι στο αυτοκίνητο όταν πήγαινε στη δουλειά. Για αυτό μάλλον πηδήχτηκε με την Καίτη, δεν ήθελε να γίνει μπαμπάς, αλλά ήθελε την Πανδώρα. Εξάλλου δε θα γινόταν καλός μπαμπάς, η Πανδώρα όμως θα γινόταν καλή μαμά. Τη φανταζόταν στην κουζίνα με την ποδιά να ταΐζει κρέμα έναν ξανθό μπόμπιρα και να μαγειρεύει ροζμπίφ. Ποτέ του όμως δεν είδε και αυτόν εκεί, να φέρνει ψωμί και να ακουμπά τα ψώνια πάνω στο τραπέζι, να διαβάζει παραμύθια στον μικρό πριν κοιμηθεί, να του αγοράσει το πρώτο του ποδήλατο και να τον χαρτζιλικώνει για να κερνάει καμιά μικρή. Ο Μηνάς ήταν 35 και ένιωθε 18.
Ήθελε να ερωτευτεί ξανά από την αρχή, να κοιμηθεί με όλες τις γυναίκες του κόσμου, να ανέβει σε μια μηχανή και να κάνει το γύρο της Ευρώπης και της Αμερικής, να πάρει ναρκωτικά, να μεθύσει πίνοντας τζιν εκείνο από το μπλε μπουκάλι. Ένιωθε δυνατός, γεμάτος ζωή και η Πανδώρα του τα στερούσε όλα, τον κατασπάραζε με τη γκρίνια της, τις ανησυχίες της, τους φόβους της για τις πρώτες ρυτίδες, τις άσπρες τρίχες που πύκνωναν, το φλοιό πορτοκαλιού στους γλουτούς της. Την έβλεπε τα βράδια πριν κοιμηθεί να γίνεται φάντασμα που απομακρυνόταν από κοντά του για να μη σπάσει η μάσκα από αλόη και φασκόμηλο.
Ακόμα όμως νοσταλγεί τα ξανθά μαλλιά της που σκέπαζαν τα στήθη της, τις φωνές του αιδοίου της τα μεσημέρια του καλοκαιριού και τα μακριά της άκρα που σφίγγονταν πάνω στο λευκό σεντόνι. Θέλει να ερωτευτεί ξανά από την αρχή τη γυναίκα που γνώρισε τότε και τώρα πια δεν αναγνωρίζει. Όχι, θα κοιτάξει να βρει καμιά εικοσάρα, απαίδευτη στον έρωτα να της μάθει τα μυστικά του.