- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Συνέχεια από το προηγούμενο
Ο Μηνάς δε θέλει να μεγαλώσει άλλο. Θέλει να μείνει εκεί στην ηλικία των 35. Ποτέ του δε θέλησε να γίνει μπαμπάς. Ο δικός του δεν του έμαθε ποτέ να οδηγεί. Μόνο του έδωσε λεφτά για να πάει στις πουτάνες στα 15. Εκείνος ήθελε να ερωτευτεί. Αγαπούσε τη Χριστίνα, είχε σιδεράκια στα δόντια και ήταν αρκετά αναπτυγμένη για την ηλικία της. Φορούσε κορδέλες στα μαλλιά και φλουό ποδηλατικά κολάν. Μάσαγε μπίγκ μπάμπολ και έβγαινε στο Thursdays κοντά στην Αφροδίτη. Τα είχε με τον Μπάμπη ένα σερβιτόρο στο Movies της Αβάντων.
Όταν γύρισε Ελλάδα και επέστρεψε στη Χαλκίδα τους είδε και τους δυο, ήταν παντρεμένοι με παιδιά. Την παρθενιά του την έχασε με τη Λόλα, από την Καρδίτσα. Ερωτεύτηκε ένα τζάνκι Χαλκιδαίο και έπιασε δουλειά στα μπουρδέλα στην Παπαθανασίου για να του πληρώνει τις δόσεις του. Τη Λόλα την αγάπησε, του έμαθε να διαβάζει Σαχτούρη και Ελύτη. Πάνω στην καύλα της φώναζε στοίχους του Γκάτσου. Μέχρι τα 18 του πήγαινε και την έβλεπε.
Μετά αγάπησε τη Φρόσω μια αρχιτεκτόνισσα Σαλονικιά από την Καλαμαριά. Είχε μεγάλα βυζιά και υπέροχα χείλη. Με τη Φρόσω έμειναν μαζί δυο χρόνια σε μια γκαρσονιέρα στη Ναβαρίνου. Τα βράδια τα περνούσαν στην Αστόρια, πίνοντας τζίν τόνικ και συζητώντας για τον Μάρξ. Τα ξημερώματα, έπιαναν συζήτηση με τα τζάνκι της πλατείας, και το γερμανό τενόρο που κοιμόταν τα βράδια στη «Μαύρη Γάτα». Μετά έτρωγαν κρέπα σοκολάτα από τη γωνιακή κρεπερί και πήγαιναν σπίτι και πηδιόντουσαν σαν τα σκυλιά.
Χώρισαν στα ξαφνικά, εκεί που έβαζε τα λερωμένα από τη σοκολάτα σεντόνια στο πλυντήριο, η Φρόσω του ανακοίνωσε ότι φεύγει στη Σουηδία. Είχε γνωρίσει έναν Σουηδό χορευτή στη Σαμοθράκη το καλοκαίρι που είχαν πάει διακοπές μαζί. Μένουν ακόμα εκεί, ευτυχισμένοι. Χθες την πήρε τηλέφωνο να του θυμίσει το καλοκαίρι εκείνο, πριν τη Σαμοθράκη. Η φωνή της ήταν ίδια με εκείνης της κοπέλας που είχε γνωρίσει στην Αστόρια ένα βράδυ.
Ήδη τα μαλλιά του έχουν αραιώσει. Το σώμα του είναι βαρύ ακόμα και μες στο νερό. Μετράει αντίστροφα τα λεπτά για να δει τις αντοχές του. Τίποτα πια δεν τον κρατά. Βγάζει το κεφάλι του έξω από το μπλε, οι ανάσες τρέχουν η μια μετά την άλλη, η Πανδώρα δεν είναι πουθενά.
Photo: Αλυκές © Μαρίζα Παπαδημητρίου, www.azymmetry.com