Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #13

Ένα διήγημα σε συνέχειες...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Ο Μηνάς δε γύρισε πίσω, μάλλον θα κάνει το γύρο των νησιών. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε… εκατό! φτου και βγαίνω. Παίζω το ίδιο ακριβώς παιχνίδι από τότε που ήμουν μικρή και κρεμόμουν στις τσουλήθρες και τις κούνιες στην πλατεία του αγίου Νικολάου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, που ανάβαμε φωτιές παίρνοντας τα καλαμάκια που πέταγαν οι πελάτες του σουβλατζίδικου στην απέναντι γωνία. Μου άρεσε, να βλέπω τα χρώματα της φωτιάς να πετάγονται απότομα και να καίνε τα μάτια μου. Όταν η φωτιά δυνάμωνε, οι γονείς σηκώνονταν από τις θέσεις τους και έτρεχαν πανικόβλητοι για να περιλάβουν τους μικρούς τους πυρομανείς.

Θυμάμαι ο μπαμπάς μου, λαχανιασμένος με τράβαγε δυνατά από το αυτί και με έσερνε μέχρι το τραπέζι της καφετέριας βρίζοντας τη μαμά μου. Η μαμά μου, θυμωμένη μου φώναζε, ότι δεν είμαι παιδί εγώ, αλλά ο σατανάς ο ίδιος. Σαν τιμωρία μου απαγόρευσαν για μια βδομάδα να βγαίνω από το σπίτι. Εκείνο το καλοκαίρι κάθε απόγευμα έπαιζα με τον φίλο μου τον Λευτεράκη κρυφτοκυνηγητό. Ο Λευτεράκης «τα φύλαγε» και εγώ κρυβόμουν. Ποτέ του δεν κατάφερε να με πιάσει.

Τον Ιούλη εκείνο δεν έπαιξα ξανά μαζί του. Εκείνος πήγε στο χωριό του και εγώ καθόμουν και έβλεπα στο βίντεο ντοκιμαντέρ για τα δάση και τη φύση. Η ψύχωση μου με τη φωτιά κράτησε μέχρι τα 13 μου. Κρυφά από όλους, τα απογεύματα χανόμουν στις αλάνες της γειτονιάς και εκεί πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, έπαιρνα χαρτομάντιλα και ξυλάκια από παγωτό Αγνό και τα έκαιγα. Τώρα πια θέλω να κάψω ζωντανό τον Μηνά.

Συνεχίζεται…