Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #5

Ένα διήγημα σε συνέχειες...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Σκέφτομαι πολλές φορές να ρίξω ποντικοφάρμακο μες στο φαγητό του Μηνά, δε ξέρω όμως τι με κρατάει κάθε φορά και δεν το κάνω. Δε μπορώ τα αίματα και τα σώματα που δεν εκπνέουν πια τη ζωή, μάλλον αυτό θα φταίει.

Θυμάμαι μικρή όταν είδα στο βίντεο για πρώτη φορά τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο, έκανα μέρες μετά να κοιμηθώ. Δε μπορώ να φανταστώ το Μηνά σα ζόμπι να τριγυρνά μες στο σπίτι θέλοντας να με φάει. Μα πολύ φοβάμαι, ότι και ζόμπι να γίνει θα συνεχίσει να κάθεται ατάραχος στο μπλε του καναπέ. Η ώρα είναι πέντε απογευματινή, δεν είχε σήμερα λαϊκή, θα μίλαγε ένας βουλευτής με πολύχρωμες βούλες στο σώμα και τα καφάσια και οι πάγκοι θα τον εμπόδιζαν στην ομιλία.

Κρίμα, ήθελα να φορέσω τα καλά μου και να πάω να αγοράσω βύσσινα για να κάνω βυσσινάδα. Θα την ετοίμαζα και θα την πρόσφερα στο Μηνά. Θα περίμενα πέντε ολόκληρα λεπτά και όσο εκείνος θα πνιγόταν με τα χέρια περασμένα στο λαιμό του θα έβαζα στη διαπασών να ακούγεται η άνοιξη. «Πανδώρα, τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει ξαφνικά ο Μηνάς, την «άνοιξη» του απαντάω.

Συνεχίζεται...


Φωτό: Παραλία Αγίας Άννας - Εύβοια / Χαρά Ζαφείρα