Βιβλιο

Beat Ποίηση

Του Πάνου Κατσιμίχα

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 393
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα cd που συνοδεύεται από ένα βιβλίο/λεξικό της beat ποίησης όπως το βίωσαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, αλλά και με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να μπεις (ή να ξαναμπείς) στο trip. Μελοποιημένα ποιήματα μιας γενιάς ποιητών που σημάδεψαν την Αμερική, τη δεκαετία του ’50 και του ’60, την pop κουλτούρα, την ποίηση του rock, τον κόσμο ολόκληρο.

Ένα προσωπικό εγχείρημα που μας θυμίζει τον «spoken word» τρόπο με τον οποίο αυτά τα ποιήματα επικοινώνησαν με τον κόσμο, συνοδευόμενα συχνά από μουσική ή όπως σημειώνουν οι ίδιοι: «Ας θεωρηθούν τα ποιήματα στα οποία στηρίχτηκε αυτή η μουσική σαν ένα libretto».

Αλλά ένα προσωπικό trip δεν μπορεί να περιγραφεί καλύτερα παρά από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Ζητήσαμε λοιπόν από τον Πάνο Κατσιμίχα να μας γράψει ένα κείμενο για την Athens Voice σχετικά με αυτό το εγχείρημα...


nΣκύψτε, ευλογημένοι

Τολμώ εξαρχής να ισχυριστώ, ότι ενώ η κρίση που ζει ο τόπος τα τελευταία χρόνια έχει τσακίσει την καθημερινότητα, τις ζωές και τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων, κατά περίεργο τρόπο αυτή η ίδια κρίση θα ωφελήσει την καλλιτεχνική-μουσική δημιουργία ως αυτοσκοπό και όχι ως «παραγωγή» δημιουργημάτων, που κύριος στόχος τους ήταν η «αγορά», το γρήγορο και εύκολο κέρδος και γενικά ό,τι συνεπάγετο μέχρι προχθές η κτηνώδης ευτέλεια της λεγόμενης «μουσικής βιομηχανίας».

Αυτός ο δίσκος, αυτή η εργασία πάνω στην ποίηση της beat γενιάς, εκκρεμούσε τουλάχιστον 15 χρόνια. Όλο λέγαμε με τον Χάρη «ας το κάνουμε τώρα» και όλο το αναβάλλαμε, αποθαρρυμένοι και απογοητευμένοι από την κατάσταση που επικρατούσε.

Τώρα που ξέσπασε το τσουνάμι και ερήμωσε τις παραλίες της «Μυκόνου» και γενικότερα το «παραλιακό μέτωπο» με τους «ναούς» της αμεριμνησίας, του «δε γαμιέται, μια ζωή την έχουμε...» κ.λπ. (και όλα με δανεικά), τώρα λοιπόν που ήρθε η ώρα του λογαριασμού, τι κάνουμε;

Μη νομίσει κανείς ότι όλα γίνανε τυχαία. Αυτοί που μας δανείζανε τόσα χρόνια δεν είναι κορόιδα, ούτε τυχαίοι. Μη μας μπερδεύουν τα ταγέρ και τα κοστούμια. Δεν είναι «εταίροι και φίλοι μας». Είναι επαγγελματίες οικονομικοί δολοφόνοι.

Μας παρατηρούσανε τόσα χρόνια προσεκτικά και τρίβανε τα χέρια τους. Μας βλέπανε να χορεύουμε σα ζωντόβολα πάνω στα τραπέζια, να χτίζουμε βίλες αυθαίρετες, εξοχικά και πισίνες, να οργώνουμε τις θάλασσες με τα φουσκωτά, να καπνίζουμε πούρα και να οδηγούμε ακριβά αυτοκίνητα, μουγκρίζοντας και αλαλάζοντας «η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή», αλλά τώρα θέλουνε τα λεφτά τους πίσω. Με τόκο.

Μας βλέπανε και ψιθύριζαν μέσα από τα δόντια τους... «Καλώς τους, τους πελάτες».

Ναι. Με τόκο υψηλό, παράνομο και τοκογλυφικό.

Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Τι περιμέναμε;

Το 1989 με την πτώση του τείχους, οι «νικητές» πανηγύρισαν και διαλάλησαν σε όλους τους τόνους «νενικήκαμεν». Έφτασε το τέλος των ιδεολογιών. Ζήτω οι αγορές.

Εμείς, εδώ, δεν πήραμε τίποτα χαμπάρι. Και τώρα, πάνω σ’ έναν πλανήτη καταχρεωμένο, τρομοκρατημένο και αμήχανο, είμαστε οι πλέον χρεωμένοι και αμήχανοι από όλους.

Δεν θέλω να βρίσω ή να κατακεραυνώσω κανέναν. Πρώτα για τον εαυτό μου μιλάω. Όμως πιστεύω ότι η αυτογνωσία είναι το πρώτο σκαλοπάτι για την ελευθερία. 

Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, στο εμβληματικό του ποίημα «Ουρλιαχτό» (που εκδόθηκε το 1956), έγραφε απευθυνόμενος στον Moλώχ, το υπέρτατο κτήνος της εξουσίας:

Moλώχ, ακατανόητη φυλακή, άψυχο κάτεργο

Μολώχ, οι αποσβολωμένες κυβερνήσεις

Μολώχ, με το μυαλό της μηχανής, το αίμα σου ποτάμια από χρήμα

Μολώχ, η ψυχή σου είναι τράπεζες και ηλεκτρική ενέργεια

Μολώχ, η απέραντη αγάπη σου είναι το πετρέλαιο και η πέτρα

Μολώχ, τυφλές πρωτεύουσες, δαιμονικές βιομηχανίες, τερατώδεις βόμβες, φασματικά έθνη, πετρελαιοκάπηλοι του Τέξας, κάτοχοι, μανιακοί με την ιδιοκτησία τους, μανιακοί με τον αφανισμό της ατομικότητας...

Τόσα χρόνια μάς τάιζε ο Μολώχ. Ψεύτικα όνειρα και ψεύτικη ζωή. Τώρα ήρθε η ώρα του  payback και του «σκύψτε, ευλογημένοι». Δεν θέλω να μιλήσω για το δίσκο. Τέτοιες στιγμές, θα ήταν αναξιοπρεπές και μικροπρεπές κάτι τέτοιο. Δεν θέλω να κάνω διαφήμιση. Ένα cd-βιβλίο είναι και όποιος ενδιαφέρεται να το βρει, ψάχνει και το βρίσκει. Στο internet, στα δισκάδικα, στα βιβλιοπωλεία, όπου θέλει. Μπορεί και να μην θέλει καθόλου. Δεκτό και σεβαστό. Ο κόσμος έχει σοβαρότερα προβλήματα.

Θέλω μόνο να τελειώσω, με τη φράση που τελειώνει ο δίσκος, με ένα στίχο του beat ποιητή Michael McClure, από το ποίημα «Βαθύτερες αξίες», που λέει πολύ απλά: «Ξέχνα ή πολέμησε»!