Βιβλιο

Από την Ουαλία με αγάπη

Η συγγραφέας Βανέσα Γκέμπι μιλάει στην A.V.

Κωνσταντίνος Τζήκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με μία απλή, ανεπιτήδευτη, καλοκάγαθη κυρία. Πρέπει κανείς να μιλήσει μαζί της για να αντιληφθεί σχεδόν αμέσως την οξυδέρκεια, το χιούμορ και τη φινέτσα της γυναίκας που το μυθιστόρημά της, «The Coward’s Tale» (εκδόσεις Bloomsbury), ψηφίστηκε καλύτερο βιβλίο της χρονιάς για το 2011 από συντάκτες των Financial Times και του Guardian.

Η Ουαλή συγγραφέας Βανέσα Γκέμπι, αμετάφραστη στη χώρα μας, αλλά μία από τις τάχιστα ανερχόμενες φωνές της σύγχρονης αγγλικής λογοτεχνίας, βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα. Ο λόγος; Για να παρευρεθεί σε μία εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε ανήμερα της Παγκόσμιας Μέρας της Γυναίκας, την παρουσίαση μίας ανθολογίας διηγημάτων από έξι γυναίκες συγγραφείς ισάριθμων ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων η ίδια η Γκέμπι, αλλά και η δική μας, Ρέα Γαλανάκη, με τίτλο «6 φωνές, 6 Γυναίκες». Με αφορμή την επισκέψη της και σαν «παλιόφιλός» της (είχαμε συνεργαστεί μαζί προ τριετίας σε μία ανθολογία διηγημάτων που εκδόθηκε στην Αγγλία) της ζήτησα να μοιραστεί με την A.V. τις σκέψεις της για τη λογοτεχνία, τις γυναίκες και την Ελλάδα.

Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου σε αυτό το πρότζεκτ; Ήταν προϊόν μίας συνεργασίας ανάμεσα στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών της Ελλάδας. Ήταν πολύ σφιχτό το χρονοδιάγραμμα, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες έπρεπε να «στρατολογήσουν» συγγραφείς και κατόπιν εμείς να παραδώσουμε τις ιστορίες. Μαζί μου επικοινώνησε ένας συνάδελφος που εργάζεται στο Βρετανικό Συμβούλιο και που ήξερε πως είχα εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων.

Είναι η πρώτη φορά που συμμετέχεις σε μία ανθολογία διηγημάτων με συγκεκριμένη θεματική; Σου θυμίζω πως είχαμε συμμετάσχει μαζί στο One World: A Global Anthology of Short Stories (New Internationalist, 2009), όπου μαζί με συγγραφείς από πολλές χώρες, ο καθένας μας εξερεύνησε αυτά που ήθελε με την ιστορία του. Βέβαια επρόκειτο για ένα πολύ χαλαρό «θέμα». Έχω συνεισφέρει και σε άλλες ανθολογίες με πιο συγκεκριμένα θέματα. Μία από αυτές λέγεται Overheard και θα εκδοθεί από τον οίκο Salt τον Νοέμβριο. Είναι μια συλλογή με ιστορίες που το κόνσεπτ τους είναι πως πρέπει να τις διαβάσει κανείς δυνατά, να τις ψιθυρίσει, να τις φωνάξει! Επίσης, μία δική μου συλλογή διηγημάτων που είχε εκδώσει η Salt, με τίτλο «Storm Warning, Echoes of Conflict» έχει συγκεκριμένη θεματική, ιστορίες που εξερευνούν τις συνέπειες του πολέμου σε αυτούς που πολέμησαν.

Φοβήθηκες μήπως η θεματική «γυναίκα» στην ανθολογία «6 Φωνές, 6 Γυναίκες» μπορεί να είχε σαν αποτέλεσμα οι συγγραφείς να γράψουν κάτι «πολιτικώς ορθό» ή μία πολεμική; Ναι. Κι αν γινόταν αυτό, δικαίως θα δεχόμασταν επικρίσεις. Η δουλειά ενός συγγραφέα, όπως το βλέπω εγώ, δεν είναι να είναι διδακτικός, αλλά να παρουσιάζει ένα θέμα για τον αναγνώστη με ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο, και να προσκαλεί τον αναγνώστη του να εξερευνήσει τις δικές του απόψεις για μία κατάσταση. Εξάλλου, ένα τέτοιο ζήτημα – η θέση της γυναίκας – που εξελίχθηκε σε διάστημα αιώνων δεν μπορεί πραγματικά να ξεκαθαριστεί με ένα διήγημα πέντε λεπτών.

n

Είσαι ικανοποιημένη από τις αναπαραστάσεις των γυναικών στη σύγχρονη πεζογραφία; Δεν μπορώ να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Δεν έχω διαβάσει αρκετά τη σύγχρονη πεζογραφία που εξετάζει τη γυναικεία εμπειρία. Γιατί; Επειδή είμαι η ίδια γυναίκα. Διαβάζω για να δραπετεύω από την πεζότητα της καθημερινής ζωής, όχι για να κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

Ανέφερες στην ομιλία σου κατά την παρουσίαση του βιβλίου πως οι μεγάλες εφημερίδες σε ΗΠΑ και Βρετανία είναι προκατηλειμμένες απέναντι σε βιβλία που γράφονται από γυναίκες, και προτιμούν συχνά να κάνουν κριτικές και παρουσιάσεις σε βιβλία ανδρών συγγραφέων. Θεωρείς πως αυτό έχει να κάνει με μία γενικότερη προκατάληψη προς τις γυναίκες συγγραφείς; Ανέφερα στατιστικά στοιχεία από το site της οργάνωσης VIDA. Το αν υπάρχει συνειδητή προκατάληψη δεν το γνωρίζω, όμως τα νούμερα δείχνουν μια ανισορροπία. Ίσως κι εγώ είμαι ένοχη για κάτι τέτοιο. Στο ταξίδι μου προς την Αθήνα, διάβασα δύο βιβλία, την «Ελεύθερη Πτώση» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ και μία βιογραφία του (εξερευνητή) Έρνεστ Σάκλετον. Μετά έγραψα κάποια δικά μου πράγματα, ως γυναίκα συγγραφέας. Αυτό διορθώνει κάπως την κατάσταση; Μάλλον όχι. Άλλωστε οι ήρωές μου είναι άντρες. Πώπω. Από την άλλη, ελπίζω ποτέ να μην έχουμε μία κατάσταση που θα λέει κάποιος στους συγγραφείς τι να γράφουν – αλλιώς είναι σαν να ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου.

image

Είσαι μία από τους ραγδαία ανερχόμενους συγγραφείς στη Βρετανία, ιδίως μετά την επιτυχία του μυθιστορήματός σου «The Coward’s Tale». Σου έχει φέρει κάποια πίεση αυτό; Τα παραλές νομίζω! Το The Coward’s Tale βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο προσκήνιο και απολαμβάνω τη δημοσιότητα που έχει τραβήξει πάνω του. Όμως, παρότι, για παράδειγμα, με προσκάλεσαν στην Αθήνα για να μιλήσω και παρότι τον Ιούνιο διδάσκω ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής στην Ιρλανδία, δεν είχα ούτε μία πρόσκληση για ένα γνωστό λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Αγγλία φέτος. Τι να πει κανείς. Αυτό που συμβαίνει είναι πως τα λογοτεχνικά φεστιβάλ είναι μπίζνες: θέλουν να βγάλουν λεφτά και αυτοί που πάνε και πληρώνουν για να ακούσουν διάσημα ονόματα να μιλάνε, δεν θα πληρώσουν για να ακούσουν κάποιον ουσιαστικά άγνωστο.

Ήταν η πρώτη σου φορά στην Ελλάδα; Είχες κάποια προηγούμενη εμπειρία με την ελληνική λογοτεχνική σκηνή; Ήταν η πρώτη μου φορά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως πολλοί άλλοι, έχω επισκεφτεί τα μεγάλα νησιά, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Μου άρεσε ιδιαίτερα η Κρήτη με την ιστορία της, το δραματικό σκηνικό της και τη ζεστασιά των ανθρώπων της, αν και φοβάμαι πως ο Έβανς δεν μεταχειρίστηκε καλά την Κνωσό – τι ανόητος. Απ’ ό,τι κατάλαβα, η ιστορία της Ρέας Γαλανάκη στην ανθολογία «6 Φωνές, 6 Γυναίκες» ήταν μία αντιστροφή του μύθου της Αριάδνης. Τι κρίμα που δεν μπορώ να τη διαβάσω! (Η ανθολογία είναι γραμμένη μόνο στα ελληνικά). Ποιους Έλληνες συγγραφείς θα μου συνιστούσες εσύ;