Βιβλιο

Kάπου πήγα κάτι είδα 344

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς των Last Drive γράφει για το βιβλίο «Το Soundtrack της Πόλης»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 344
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βios στην Πειραιώς, Κυριακή βράδυ 17/4. Στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Δημητρακόπουλου «Το Soundtrack της Πόλης», ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Αλέξης Καλοφωλιάς και ο Μάκης Μηλάτος ήταν εκεί και προλόγισαν ο καθένας με το δικό του τρόπο το βιβλίο. Ο Τζούμας μιλώντας για τα ριγέ και τα φλούο κολάν της Μπίρκιν στο «Blow-Up» του Αντονιόνι και ο Μηλάτος για τη μουσική του οικογένεια. Ζητήσαμε από τον Αλέξη Καλοφωλιά, μουσικό, μέλος των Last Drive και μεταφραστή, να μας δώσει το κείμενο που είχε ετοιμάσει για τη βραδιά. Ένα κείμενο που ξεκινά από το βιβλίο αλλά μιλά ουσιαστικά για την ίδια τη μουσική. Διαλέξαμε να δημοσιεύσουμε τα καλύτερα αποσπάσματα της παρουσίασής του.

…Την εποχή της δισκογραφίας, όταν η εικόνα των μέσων ήταν άλλη, η συνέντευξη αποτελούσε ένα εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο έμμεσης επικοινωνίας του καλλιτέχνη με το κοινό, και γι’ αυτό οι εταιρείες είχαν επιβάλει τα δικά τους μέτρα και σταθμά∙ αντιμετώπιζαν τους προσοδοφόρους καλλιτέχνες σαν προβληματικά παιδιά που οι συναναστροφές τους με τον τύπο έπρεπε να βρίσκονται υπό έλεγχο ή σαν φορείς ενός δυνητικού σοκ με άμεσα ρευστοποιήσιμη αξία∙ οι συνεντεύξεις συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εικόνας του προϊόντος και της αγοραστικής του βάσης…

…Το τοπίο έχει αλλάξει σήμερα, που ο καθένας απολαμβάνει να γίνεται paparazzi του εαυτού του και μέσα από το ΥouΤube και άλλες πολλές πλατφόρμες μπορεί να έχει ευρύτερη αντίληψη της εικόνας ενός μουσικού, και όχι μόνο της πλευράς που κάποιοι επιφορτισμένοι με αυτή τη δουλειά επέλεξαν να φτάσει σε εκείνον. Οι άνθρωποι μετά από κάθε συναυλία αναπαράγουν αυτό που είδαν και άκουσαν μέσα σε λίγη ώρα, και το μοιράζονται με χιλιάδες άλλους… Όμως όλο αυτό το όργιο καταγραφής και αναπαραγωγής μοιάζει να βρίσκεται διαρκώς ένα βήμα πιο πίσω από την εμπειρία, και καθώς δείχνει τα όριά του, επαναφέρει την ανάγκη για συμμετοχή στη θεμελιώδη περιοχή της ζωντανής εκτέλεσης. Όλοι επιχειρούν να καταγράψουν το συμβάν, αλλά ξέρουν πως δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν το βίωμα. Και καθώς όλο και λιγότερο συχνά χρειάζεται να περιγράψεις κάτι στον άλλον όπως το έζησες, αφού μπορείς να τον παραπέμψεις στην οπτική αναπαραγωγή του, οι προσπάθειες να τον μεταφέρεις ΕΚΕΙ με τα λόγια σκοντάφτουν σε λέξεις-επιφωνήματα. Σούπερ, γαμάτο ε; Ουάου, τέλειο κ.λπ.

…είναι εξαιρετικά ευθύβολος ο τρόπος που απαντάει ο Alexander Hacke των Νeubauten στο ερώτημα αν η σιωπή είναι σέξι (όπως δηλώνουν στο τίτλο του κομματιού τους): «Όχι, η σιωπή δεν είναι σέξι… Στην εποχή της διαρκούς αναπαραγωγής διασκέδασης και πληροφορίας, το κενό, η σιωπή, είναι τρομακτικά…» Η σιωπή είναι αυτό που τρέμει το ραδιόφωνο, αυτό που τελικά δεν πρέπει να παρεμβληθεί ποτέ, γιατί τα πάντα είναι έτοιμα να καταρρεύσουν και η ασταμάτητη βοή, αυτό το παραλήρημα ενός κόσμου σε παραφροσύνη είναι ο συνεκτικός ιστός τους. Όπως και ο τρόπος που απαντάνε οι άλλοι θορυβοποιοί, οι A Place to Bury Strangers, σχετικά με το underground τού σήμερα: «Σκέφτομαι ότι είναι παντού. Υπάρχουν μεγάλες κοινότητες ανθρώπων που το κάνουν να δημιουργείται. Τα παιδιά είναι βαριεστημένα, δεν μπορούν να πάνε στα κλαμπ, κι έτσι κάνουν καταλήψεις σε κτίρια…»

…Κάποιες ερωτήσεις στο βιβλίο ξεχωρίζουν, έχουν μεγαλύτερη σημασία∙ υπάρχει ένα φίλτρο που προκαλεί τον αναγνώστη να διαχωρίσει το σημαντικό, αλλά με κριτήρια δικά του, όχι επιβαλλόμενα από μια εικόνα δεδομένη εκ των προτέρων. Γιατί, όπως δίδαξε με θορυβώδη τρόπο το punk rock, αποτελεσματική συνέντευξη είναι αυτή που αναιρεί τα στερεότυπα που επιβάλλει η μετατροπή της τέχνης σε εμπόρευμα. Κάθε εποχή είχε τη δική της κυρίαρχη συνθήκη, και υιοθετώντας την οι καλλιτέχνες δεν αποκτούσαν αυτόματα αξιοπιστία: το ’60 οι περισσότεροι μιλούσαν σαν αναμορφωτές του κόσμου μέσω της αγάπης, το ’70 σαν υποψήφιοι μεσσίες ή χαμένες ψυχές, το ’80 μιλούσαν χωρίς να λένε τίποτα, το ’90 μιλούσαν σαν επιχειρηματίες ή βασανισμένοι αιώνιοι έφηβοι∙ σήμερα δείχνουν ευχάριστα αλαφιασμένοι, σαν να βρίσκονται σε αμηχανία για τη θέση τους στη νέα πραγματικότητα που αναδιαμορφώνει την κλίμακα και ξαναμοιράζει την τράπουλα. Η αβεβαιότητα αυτή πυροδοτεί τη διορατικότητά τους, τους κάνει πιο διαυγείς και αληθινούς και τους επιστρέφει τη σαγήνη που τους έχει αφαιρέσει η υπαγωγή τους στο σύμπαν της ακατάσχετης υπερέκθεσης. Λίγοι δείχνουν αποφασισμένοι να μείνουν προσκολλημένοι στην εικόνα που έπλασε γι’ αυτούς μια άλλη εποχή, οι πιο πολλοί έχουν επίγνωση ότι κανείς δεν είναι ικανός για τα πάντα ούτε ήταν ποτέ, ότι οι μεσσίες είναι πια παρελθόν, ότι υπάρχουν μόνο άνθρωποι που μεταφέρουν ο καθένας με τον τρόπο του μια συγκεκριμένη αφήγηση από ένα συγκεκριμένο τόπο της παγκόσμιας κουλτούρας η οποία μπορεί να αφορά ορισμένους, όμως δεν είναι απαραίτητο να αφορά τους πάντες. Ότι τώρα που ο κόσμος έχει πλημμυρίσει από κάμερες και απελπισία, σημασία δεν έχει να προσπαθείς να πείσεις τους άλλους πως είσαι μοναδικός, αλλά, όπως λένε στο «Soundtrack της Πόλης» οι Ισλανδοί Mum, να αντιστέκεσαι με τον τρόπο σου στα «εγκλήματα ενάντια στα μικρά πράγματα του κόσμου αυτού» και να δέχεσαι αυτό που ο μεγάλος Robert Wyatt διατυπώνει με έξοχο τρόπο: «Ότι η ανθρώπινη ομορφιά μπορεί να επιβιώσει παντού, και σκοπός του καλλιτέχνη είναι να τη βρει, να την υμνήσει και να την ενθαρρύνει». 

Οι Last Drive επανεμφανίζονται στο Gagarin στις 14/5.

Το βιβλίο του Γιώργου Δημητρακόπουλου «Το Soundtrack της Πόλης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ATHENS VOICE BOOKS

Το Soundtrack της Πόλης