Βιβλιο

O John le Carré μιλά τη γλώσσα των όπλων στη «Νυχτερινή βάρδια»

Το αριστούργημα του λεκαρικού ρεπερτορίου που έγινε τηλεοπτική σειρά επανακυκλοφορεί

Δημήτρης Καραθάνος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα πολυδαίδαλο θρίλερ, φτιαγμένο για τους άγριους καιρούς που ζούμε. Ένα λογοτεχνικό μάστερκλας πάνω στο ποιος και γιατί σκοτώνει ποιον σε αυτό τον κόσμο. Το ανεξίτηλο μελάνι μιας πένας που αναβλύζει εδώ και 84 χρόνια και θα συνεχίζει να διαβάζεται μετά από αιώνες. Έξοχες σελίδες του σημαντικότερου εν ζωή Βρετανού μυθιστοριογράφου. Τι άλλο να σας πω ώστε να εκδηλώσω το δέος μου για τον le Carré; Όπλα, ναρκωτικά, πόλεμος, διπλωματία, γεωπολιτική, καταστολή εγκλήματος εναντίον αντικατασκοπείας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αναλώσιμοι ιδεαλιστές στρατευμένοι σε λάθος σκοπούς, κομπιναδόροι υψηλού προφίλ με αστείρευτο στοκ δολιότητας, αρτίστες της συσκότισης τοποθετημένοι στα στρατηγικότερα επίπεδα εξουσίας, πρόσωπα μεγαλειώδη, πρόσωπα προδομένα, πρόσωπα αχρεία –όλα τα συστατικά της λεκαρικής μυθολογίας συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο εκρηκτικών εκπλήξεων και αστείρευτης σαγήνης.

Η «Νυχτερινή βάρδια» ανήκει στα μεταψυχροπολεμικά έργα του John le Carré, διερευνά το κενό που δημιουργήθηκε (ή τις ευκαιρίες που προέκυψαν, αν προτιμάτε) στις συναλλαγές των έκνομων οικονομικοπολιτικών κονσόρτιουμ μετά την πτώση του Παραπετάσματος, (του οποίου τους λαβυρινθώδεις μηχανισμούς ο συγγραφέας περιέγραψε απαράμιλλα στον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο» και την «Τριλογία του Κάρλα»), εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1993 και σήμερα γνωρίζει νέα ζωή χάρη στην τηλεοπτική μεταφορά των BBC / AMC που εξασφάλισε 12 υποψηφιότητες για EMMY. Και μολονότι κανείς δεν θα γίνει Alec Guinness, o οποίος ανάμεσα στο 1979 και το 1982 φόρεσε τον Τζορτζ Σμάιλι στο πετσί του, σε μια ερμηνεία που μνημονεύεται σταθερά ανάμεσα στις κορυφαίες όλων των εποχών, ο Tom Hiddleston είναι εύστοχος στην επιλογή του ρόλου, εφόσον καθ’ ομοίωσή του προκύπτουν οι ήρωες του le Carré και στη σελίδα: ρωμαλέοι, περιπλανώμενοι, με μια αόριστη σκιά θλίψης στο βλέμμα.

Ο πόλεμος της «Νυχτερινής βάρδιας» είναι ο πόλεμος του Κόλπου, ωστόσο ο πόλεμος είναι πάντοτε ένας, το μόνο που αλλάζει είναι τα εξαρτήματα της σύγκρουσης και οι πινέζες στον χάρτη. Ο Τζόναθαν Πάιν είναι ο νυχτερινός διευθυντής του ξενοδοχείου Μάιστερ Πάλας στη Ζυρίχη. Γνωρίζουμε ότι, όμοια με άφθονους πρωταγωνιστές του le Carré, έχει γαλουχηθεί στο αποξενωτικό αρχιπέλαγος ορφανοτροφείων που ανακαλούν την παιδική ηλικία του ίδιου του συγγραφέα, μαθαίνουμε πως εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στρατιωτικού στα 25 του για να γίνει νυχτοφύλακας, ξέρουμε ότι θήτευσε σε επίλεκτη διμοιρία στην Ιρλανδία, όχι δίχως να αφήσει παγωμένα κορμιά πίσω του, πληροφορούμαστε πως στην ανάγκη του να εκπληρώσει την υπόσχεση μιας γαλήνης και να ικανοποιήσει την ανέστια φύση του, διέγραψε μια πορεία από το Βασίλισσα Νεφερτίτη του Καΐρου έως το Ριτζ της Μαδρίτης, φροντίζοντας στο μεταξύ να αγαπήσει και να προδώσει. Τριγυρίζοντας στο σκοτεινό του ελβετικό βασίλειο για να ξεφύγει από τη συνείδησή του, ο Πάιν υποδέχεται σε μια θεατρικής μεγαλοπρέπειας σκηνή στο ξενοδοχείο τον Ρίτσαρντ Ρόπερ, και πλέον η ζωή του παύει να είναι «μια σειρά από πρόβες για μια παράσταση που δεν έχει καταφέρει να παίξει». Ο Ρόπερ ανακαλεί τραύματα του παρελθόντος και μετατρέπεται σε αποστολή του Πάιν, είναι ο στόχος της Επιχείρησης Πεταλίδα. Η πεταλίδα προσκολλάται παντού, ασχέτως συνθηκών. Έτσι και τώρα.

Ρίτσαρντ Όνσλοου Ρόπερ. Με το δικό του νησί στις Μπαχάμες, τζετ, ελικόπτερο, θαλαμηγό με διάδρομο απογείωσης, ιδιωτικό μουσείο, εταιρία αγοραπωλησιών που εξασφαλίζει το εξωτερικό κέλυφος της ευυποληψίας του, πίσω από το οποίο διεξάγονται οι πέντε κλασικές δραστηριότητες της Καραϊβικής: ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, χρυσός, σμαράγδια, ξυλεία από τα τροπικά δάση, όπλα και περισσότερα όπλα πίσω από μια επιχείρηση βιτρίνα. Ο Ρόπερ με το πρόσωπο «που σε προκαλούσε να παίξεις χαρτιά μαζί του για να χάσεις», ο ευδαίμονας Ρόπερ, κατά τον οποίο η ωραία ζωή είναι καθήκον και η καλύτερη εκδίκηση είναι να ζεις όμορφα. Ο Ρόπερ των όπλων δεν εμπορεύεται ασφαλώς μουσκέτα. Το αποθεματικό του περιλαμβάνει από τεθωρακισμένα μέχρι κεφαλές βιολογικού πολέμου, μια σειρά προϊόντων βγαλμένων από το λεξικό της κόλασης του παρελθόντος του Πάιν που δε λέει να ξεχαστεί και σκιαγραφείται ως κυριαρχικός παίκτης ενός κίβδηλου κόσμου, της παγκόσμιας ελίτ των ιπποφορβείων με τα αραβικά άλογα και τα κοκτέιλ σαμπάνιας σε θαλαμηγούς – πλωτά πορνεία, που φανερώνει το πραγματικό πρόσωπό της όταν ταξινομεί οπλικά συστήματα, ονόματα πυραύλων, εξαρτήματα τηλεχειρισμού, θανατηφόρα χημικά. Ανάμεσα στις αποσκευές του, η Τζεμάιμα «Τζεντ» Μάρσαλ, οδαλίσκη εκατομμυριούχου, γκέισα της υψηλής κοινωνίας, αγκάθι της καρδιάς του Πάιν.

Με τα δύο άκρα της πίστας να έχουν καταληφθεί, απομένουν τα σταθερά βήματα της αφηγηματικής χορογραφίας. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο τελετουργικό ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, απαράλλαχτο σε κάθε βιβλίο του Βρετανού αρτίστα, όσο και εμπνευσμένα ανανεωμένο: τη γνωριμία με τους βασικούς σολίστες συνοδεύουν οι συστάσεις με τους χαρακτήρες που πλουτίζουν την ενορχήστρωση. Τα πρώτα δειλά βήματα ακολουθούνται από το επίμονο φλερτ και το σταδιακό ξελόγιασμα, το οποίο μπορεί να επέρχεται σε κελιά φυλακής με δόλωμα ένα πακέτο τσιγάρα, σοφίτες στη Βόννη συνοδεία βότκας και καρβελιού σίκαλης, ή τρατορίες στη Ζυρίχη, όπως στην περίπτωσή μας. Τη στρατολόγηση του Πάιν αναλαμβάνει ο Λέναρντ Μπερ, επικεφαλής νεοσύστατης υπηρεσίας με ελάχιστα κονδύλια και ακόμη λιγότερους φίλους, ακλόνητος ωστόσο ως προς τη φιλοδοξία να οργανώσει τη δική του Δίκη της Νυρεμβέργης με κατηγορούμενους εμπόρους όπλων, ψεύτες πολιτικούς, δικηγόρους, λογιστές και τραπεζίτες. Ο Μπερ είναι μια φυσιογνωμία που έχει μάθει απέξω κι ανακατωτά τη γραμματική των συνομωσιών, αλλά η καρδιά του εξακολουθεί να τον καθοδηγεί. Για τον λόγο αυτό ξυπνά και στον Τζόναθαν, πατριώτη με αυταπόδεικτη αφοσίωση, την αίσθηση καθήκοντος σαν πολεμικό τύμπανο που χτυπά στα αυτιά του.

Την Πεταλίδα εποπτεύει ο Ρεξ Γκούντχιου, γραφειοκράτης ο οποίος στο φθινόπωρο της καριέρας του, εισακούει το ηθικότερο κομμάτι του εαυτού του. Ένας όψιμος Ρομπέν των Δασών του Γουάιτχολ, ο Γκούντχιου διαχειρίζεται το διπλωματικό – γεωπολιτικό σκέλος της μυστικής επιχείρησης ευρείας κλίμακας που διεξάγεται με την απρόθυμη συνεργασία Λάνγκλεϊ – Λονδίνου προσκρούοντας κάθε τόσο στο αμφίβολο θεώρημα ότι ένας γνωστός κακοποιός είναι πιο χρήσιμος για την κοινωνία όταν μένει ελεύθερος. Ένας Ρόπερ που τριγυρίζει ανενόχλητος είναι πρόσφορος «να τον κάνετε ό,τι θέλετε», σύμφωνα με τα «γκρίζα κοστούμια». Κατά τη συλλογιστική τους, «μπορείτε να εντοπίσετε τους συνεργάτες του, να εντοπίσετε τους δικούς τους συνεργάτες, να τον ακούτε και να τον παρατηρείτε. Μόλις τον κλείσετε στη φυλακή, θα πρέπει να αρχίσετε το ίδιο παιχνίδι από την αρχή με κάποιον άλλο». Σε ένα τέτοιο είδος κυνηγητού γάτας με το ποντίκι, οι πρωταγωνιστές, μαζί και οι αναγνώστες, αναρωτιούνται αν το αντικείμενο εκμετάλλευσης καταλήγει να είναι ο φυγόδικος, το κοινό ή η δικαιοσύνη.

Η σταυροφορία προχωρά παρ’ όλα αυτά, με τον Πάιν στο επίκεντρό της, πρωταγωνιστή πολλαπλών ρόλων σε ένα πλημμυρισμένο από κόσμο μυστικό θέατρο. Καθώς στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι κατασκευαστές είναι πάρα πολλοί και οι συγκρούσεις ελάχιστες, ο Ρόπερ καλλιεργεί συμφωνίες με καρτέλ που αγοράζουν όπλα υψηλής τεχνολογίας, συνάπτουν συμμαχίες μεταξύ τους, εκπαιδεύουν στρατούς. «Αυτό που διατηρεί την ειρήνη στον κόσμο είναι οι καλά εξοπλισμένες δυνάμεις», ισχυρίζεται ο κυνικός στόχος της Πεταλίδας. «Η άοπλη δύναμη δεν επιζεί ούτε πέντε λεπτά. Είναι ο πρώτος κανόνας της σταθερότητας». Ή σε ακόμη πιο ωμό τόνο: «Αν υποσχεθείς σε κάποιον ότι θα του χτίσεις ένα σπίτι, δε θα σε πιστέψει. Αν απειλήσεις ότι θα του το κάψεις, θα κάνει ό,τι του πεις… Δεν μπορείς να κυβερνάς με φιλανθρωπίες». Πρόκειται για μια ιστορία με υπεραιωνόβιες ρίζες, ο Ρόπερ απηχεί πρακτικές του παλιού εμπορίου της Βρετανίας με την Κίνα, την αποικιοκρατία και τη μεταφορά οπίου από το Χονγκ Κονγκ, τη χρηματοδότηση της αυτοκρατορίας με παράνομα ταξίδια από το ποτάμι στην Καντόνα.

Ενώ οι επιτελείς των δυνάμεων καταστολής περιμένουν να συναντηθούν στο ίδιο μέρος όπλα, ναρκωτικά και άνθρωποι, η αφήγηση λαμβάνει φρενιτιώδη ρυθμό και ο Πάιν παίζει τον ένα προκριματικό μετά τον άλλο πριν τον μεγάλο τελικό, που θα διεξαχθεί με έπαθλο 500 κοντέινερ όπλων προς τη διώρυγα του Παναμά. Ο Πάιν εκπαιδεύεται στο Λονδίνο, περνά σε Κορνουάλη, Μπρίστολ, Λισαβόνα, Κεμπέκ, Κονέκτικατ, Κουρασάο, Νάσο, νήσο Χάντερ, Ακτή του Κουνουπιού, μασκαρεύεται σε Λίντεν, σε Μπορεγκάρ, σε Λαμόν, σε Τόμας. Στο διάστημα που χτίζει και αποδομεί ταυτότητες, ο Μπερ υπερφαλαγγίζει εμπόδια από την άλλη πλευρά, υποσκάπτοντας τον αντίπαλο από μέσα, σε μια παρτίδα που φτάνει σε σημείο καμπής στη Νέα Ορλεάνη, όταν με τη συνεργασία αμερικανών μυστικών στρατολογείται τυφλοπόντικας, ο Αποστόλου, δικηγόρος των καρτέλ και μεσάζοντας του Ρόπερ στο συνοικέσιο των ραδιούργων με λάφυρα όπλα και κοκαΐνη.

Μια αμυδρή υπόνοια αλλαγής πλεύσης, μια τρίχα από τα μαλλιά της Τζεντ ανάμεσα στα χαρτιά του Ρόπερ, η υπόγεια κινητοποίηση της σκοτεινής αδελφότητας που κρύβεται στους κόλπους της αντικατασκοπείας, και η υπόθεση κρέμεται από μια κλωστή. Απέναντι στην Πεταλίδα, οι γκρίζοι του Γουάιτχολ στήνουν τη δική τους αντεπιχείρηση με κωδικό Ναυαρχίδα εκτοξεύοντας συγκεκαλυμμένες ή απολύτως απροκάλυπτες απειλές προς κάθε κατεύθυνση. Το παιχνίδι του Τζόναθαν νομοτελειακά θα τιναχτεί στον αέρα, καθώς όλος ο θαυμαστός μυθιστορηματικός κόσμος του le Carré είναι ένα παιχνίδι έτοιμο να ανατιναχτεί στον αέρα ενόσω εκείνος το αποσυναρμολογεί μπροστά στα συνεπαρμένα μάτια των αναγνωστών του. Δεν υπάρχει δράμα του le Carré το οποίο να εκτυλίσσεται δίχως την αίσθηση του τετελεσμένου. «Δεν μπορείς να αλλάξεις το χρώμα του ουρανού», αναφέρει κάποιος. Πράγματι, μοιραία ο ορίζοντας θα βαφτεί κόκκινος.

Όλα αυτά σε ένα λογοτεχνικό κρεσέντο που ενώ πραγματεύεται το γκρίζο, ανοίγει διάπλατα τους χρυσαφένιους δρόμους της φαντασίας. Οι μαξιμαλιστικές περιγραφές τοπίων, προσώπων και συναισθημάτων, η βαγκνερική δραματικότητα των χαρακτήρων, οι δευτερεύοντες ρόλοι που αστράφτουν στους σταθμούς της περιπλάνησης και στο διάβα των σελίδων: Η κυρία Τρέθεγουει στο Λάνυον, η μαντάμ Λατουλίπ στην Εσπεράνς, φιλεύσπλαχνες σπουδές ανθρωπισμού οι οποίες εύλογα προκαλούν τους παραλληλισμούς του συγγραφέα με τον Ντίκενς και τον Κόνραντ. Στο μέλλον, ελπίζουμε απώτατο, (το «Μια ευαίσθητη αλήθεια» είναι σχετικά πρόσφατο, ενώ το αυτοβιογραφικό «The Pigeon Tunnel: Stories from My Life» κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο), όταν ο σεβάσμιος γέροντας αποσυρθεί από τα εγκόσμια και τα ράφια των εκλεπτυσμένων βιβλιοθηκών θα ντύνονται με δερματόδετους τόμους των έργων του συγγραφέα που κατόπτευσε αποκαλυπτικά κάθε ιστορική και πολιτική παλαίστρα του άτλαντα, κανείς δεν θα αρνηθεί το πασίδηλο: Ναι, ο John le Carré ξεκλείδωσε όλα τα μυστικά του κόσμου μας.

image

John le Carré, «Νυχτερινή βάρδια», σελ. 560, εκδόσεις Bell, μετάφραση Πητ Κωνσταντέας