Βιβλιο

«Αριθμός 11» του Jonathan Coe - εκδόσεις Πόλις

Η ένοχη απόλαυση να χαμογελάς με το βρετανικό φιλελευθερισμό

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζόναθαν Κόου: Παρουσίαση του βιβλίου «Αριθμός 11» του Jonathan Coe που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Στην σελίδα 28 έχεις αναφωνήσει «τον άτιμο, με ξεγέλασε!». Μέχρι εκεί νόμιζες πως διαβάζεις μια γοτθική ιστορία τρόμου μεταφερμένη στο σήμερα, για να αποδειχτεί μια φάρσα που θα στοιχειώσει το μέλλον της ηρωίδας, αλλά και θα σε ψυλλιάσει για το τι σε περιμένει στη συνέχεια.

Για ακόμα μια φορά ο διαολεμένα εφευρετικός Κόου αφήνει να παρεισφρήσουν στην κύρια ιστορία μικρά γεγονότα (και ήρωες), φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, που όμως θα αποδειχτούν τα απαραίτητα κομμάτια lego για μια ακόμα στερεή (λογοτεχνική) κριτική του υποτιθέμενου αριστερού φιλελεύθερου συστήματος της πατρίδας του (η ιστορία διαμείβεται την εποχή του Τόνι Μπλερ). Εξάλλου ο αριθμός «11» του τίτλου, καθώς εμφανίζεται απρόσμενα (σε μια οδό, ως αριθμός ενός τρόλεϊ, ως αριθμός ορόφων κ.λπ.), δεν αφήνει αμφιβολία πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλα μπλέκονται, και ότι τελικά ‒όπως πιστεύει ένας αστυνομικός κάπου στη μέση του βιβλίου‒ «κάθε έγκλημα πρέπει να εξετάζεται μέσα από το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό του πλαίσιο». Κι εδώ το πλαίσιο είναι που θέλει να ερευνήσει ο Κόου.

Βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι η Ρέιτσελ και η Άλισον. Στα κεφάλαια παρακολουθώντας την κοινή ή την παράλληλη ζωή τους, η βρετανική καθημερινότητα παρεμβαίνει μέσω των ειδήσεων, των τηλεοπτικών προγραμμάτων, των τίτλων των εφημερίδων ή των τραγουδιών.

Όπως η ηρωίδα (Ρέιτσελ) χάνει στις πρώτες σελίδες την εμπιστοσύνη στον αδελφό της, μια ολόκληρη κοινωνία όχι μόνο χάνει την εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα αλλά και την αθωότητά της ‒ αν υπήρξε ποτέ. (Ο Κόου δεν φοβάται να ξοδέψει σελίδες για να διερευνήσει την ανάγκη για αθωότητα σε κεφάλαια που κάποιος επιμελητής με μπεστελερίστικη ηθική θα τα έκοβε). Το πώς επηρέασε τη Ρέιτσελ ο αιφνίδιος θάνατος του Ντέηβιντ Κέλι ‒καθηγητής και μυστικοσύμβουλος του Μπλερ, αυτός που εικάζεται πως αποκάλυψε στον Τύπο πόσο διάτρητη ήταν η επιχειρηματολογία (και οι φάκελοι) της κυβέρνησης για το οπλοστάσιο του Ιράκ‒ απειχεί το πώς αυτός επηρέασε την κοινωνία («Η Βρετανία θα ήταν διαφορετική από εδώ και στο εξής: ανήσυχη, στοιχειωμένη»).

Με μια αράχνη να ενώνει την αρχή και το τέλος του βιβλίου, ο Κόου στις σελίδες του «11» έχει βαλθεί να μας δείξει σε ποιους ιστούς είναι μπλεγμένη η χώρα του. Από τη μια ο συντηρητισμός που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίχτυ ασφαλείας για τα κεκτημένα και από την άλλη η επικράτηση του μότο «Ελευθερία, Ανταγωνιστικότητα, Επιλογή», ως δικαιολογία για την επιβολή του νόμου της οικονομικής ζούγκλας. Στο ενδιάμεσο ένας λαός μπουκωμένος με τηλεοπτικά σκουπίδια, δισεκατομμυριούχοι χωρίς ίχνος κοινωνικής συνείδησης, χρεωκοπημένοι νοικοκύρηδες, άνεργοι σε ουρές συσσιτίων και οι τρομαγμένοι ήρωες του βιβλίου που προσπαθούν να διασωθούν διατηρώντας την αξιοπρέπεια και τα πιστεύω τους.

Φυσικά και εδώ το χιούμορ και ο σαρκασμός του Κόου είναι παρόντα: από τη δημιουργία του βραβείου Γουίνσο που βάζει σε ανταγωνισμό νικητές βραβείων (νομπελίστες δίπλα σε βραβευμένους σε εκθέσεις ανθοκομικής) μέχρι τη δημιουργία του Ινστιτούτου Αποτίμησης της Ποιότητας που αποφασίζει με νομισματικούς όρους ποια είναι η «ηδονική αξία» της ανακάλυψης, για παράδειγμα, ενός αρχαίου μνημείου ‒ αν δηλαδή θα προσελκύσει τουρίστες, ώστε να αξίζει η επένδυση ανάδειξής του.

Από την κριτική του δεν λείπουν το σύστημα υγείας, το σύστημα βιβλιοθηκών ή τα τηλεριάλιτι, αυτό όμως που έχει πρωτότυπο ενδιαφέρον είναι η κριτική του στις τηλεοπτικές σατυρικές πολιτικές εκπομπές (ναι, τύπου Λαζόπουλου). «Κάθε φορά που γελάμε με τη δωροδοκία ενός διεφθαρμένου πολιτικού, με την απληστία ενός διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων, με τις κίβδηλες εκρήξεις ενός δεξιού αρθρογράφου, τους επιτρέπουμε να γλυτώσουν. Ο ΘΥΜΟΣ που θα έπρεπε να νιώθουμε ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους, που διαφορετικά ενδεχομένως να οδηγούσε σε ΔΡΑΣΗ, απελευθερώνεται και διασκορπίζεται με τη μορφή του γέλιου. Και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος να προσφέρεις στο κοινό αυτό που θέλει και ακριβώς αυτό για το οποίο πληρώνει: άλλη μια δικαιολογία για να καθίσει αναπαυτικά και να συνεχίσει τη δική του εγωιστική πορεία χωρίς καμία πραγματική απειλή ή πρόκληση για το πολύτιμο lifestyle του».

Η διαφορά των βιβλίων του Κόου από αυτές τις εκπομπές; Ότι το χιούμορ του συγγραφέα είναι υπόγειο και απαιτεί από τον αναγνώστη τις ικανότητες ανθρακωρύχου (δες κριτική αντίληψη)• ότι δεν αντιμετωπίζει τον αναγνώστη ως μικρόνοο παρέχοντάς του μασημένο χιούμορ και στην τελική, ακόμα και αν προκαλεί το χαμόγελο, τον ξεβολεύει.

Μπορεί, για μένα, το τέλος να φαντάζει εύκολο έως αφελές, ή να με ενόχλησε που οι δύο βασικές ηρωίδες του δεν είχαν κανένα σκοτεινό σημείο, αλλά αυτά δεν μείωσαν την απόλαυση που πρόσφεραν οι 500+ σελίδες καθαρόαιμης (διευσδυτικής) λογοτεχνίας. Διασκέδαση αλλά και σκέψη. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα καλό βιβλίο;

image

* Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσιεις Πόλις.


Διαβάσαμε επίσης: «Η μαγική πνοή των γυναικών» της Ετζέ Τεμελκουράν