- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η σκοτεινή γοητεία της «Μπέττυ» του Georges Simenon
Άλλο ένα λιτό κομψοτέχνημα του αξεπέραστου Βέλγου στις βιβλιοθήκες μας
Σιμενόν, ξανά και ξανά. Σιμενόν για πάντα. Σιμενόν, με τα 120 βιβλία που εξέδωσε σε λιγότερο από 40 χρόνια, γράφοντας περίπου ένα μυθιστόρημα κάθε 4 μήνες, χωρίς να υπολείπεται ποτέ σε ποιότητα. Ο Σιμενόν του Μαιγκρέ, ο Σιμενόν των «σκληρών» νουάρ, εκείνων που ονόμαζε «μυθιστορήματα – μυθιστορήματα», τα οποία και προτιμούμε. Ένα ακόμη φίνο δείγμα αυτού του υλικού φτάνει σήμερα στα χέρια μας, εμπλουτίζοντας τη σιμενόνεια εργογραφία της Άγρας με τον 25ο της μεταφρασμένο τίτλο.
Γνωρίστε την Μπέττυ: Αίσθηση αποπροσανατολισμού, νους σε παραζάλη, ευπρεπές ταγιέρ με πόντους να λείπουν από τις κάλτσες, ουίσκι αντί γεύματος με άγνωστο συνοδό, αόριστη ανησυχία διότι δεν έχει προλάβει να πλυθεί από το σεξ με τον προηγούμενο άνδρα, πράγμα που ίσως τη φέρει σε δύσκολη θέση αργότερα. Μπέττυ Ετάμπλ, 28 ετών, Παρίσι, ανεπάγγελτη. Με τα συνοπτικά αυτά κινηματογραφικά πλάνα περιηγούμαστε στις πρώτες σκηνές του δράματος, μέσα από τις εναλλαγές στο μοντάζ θα πληροφορηθούμε πως είναι μεθυσμένη και έχει δεχτεί μια μυστηριώδη επιταγή που βαραίνει σαν αμόνι την τσάντα της, χάρη στις μετατοπίσεις της κάμερας θα οσφρανθούμε την υγρή και σκοτεινή ατμόσφαιρα της γαλλικής υπαίθρου, θα ατενίσουμε τη μονότονη βροχή και τα μουσκεμένα φυλλώματα των δέντρων. Ένας διάκοσμος θεάτρου, το ιδεώδες ερμητικό περιβάλλον που αρέσκεται να σκιτσάρει ο πανούργος Βέλγος, ώστε να ζωντανέψει ένας ολόκληρος κόσμος μέσα από τις σελίδες.
Κάποια στιγμή η Μπέττυ θα καταρρεύσει από το ποτό, σωριάζεται στο πάτωμα σαν άρρωστο ζώο, για να την προστρέξει η πολύ ψηλή μελαχρινή γυναίκα με την τούφα λευκά μαλλιά που καθόταν πίσω της όλη εκείνη την ώρα, η οποία τη μεταφέρει στο διπλανό από το δικό της δωμάτιο στο Κάρλτον στις Βερσαλλίες και στελεχώνει εφεξής τη θέση της άτυπης προστάτιδάς της. Η Λωρ Λαβανσέ, η δεσποτική φιγούρα που θα αναλάβει αυτόκλητα το ρόλο νοσοκόμας - εξομολόγου της Μπέττυ, είναι και το πρόσωπο που θα την εξοικειώσει με το παράδοξο μικροκλίμα του μπαρ «Τρύπα» και με το κινούμενο ανάμεσα στις Βερσαλλίες και το Σαιν Ζερμαίν παλμαρέ των θαμώνων του. Στο μπαρ με το μοναδικό πιάτο ημέρας, τα κεριά κολλημένα σε λαιμούς μπουκαλιών, τους κόκκινους τοίχους, τις εγγλέζικες γκραβούρες και το πικάπ με την ανεπαίσθητη μουσική στο βάθος λαθροβιούν μεταιχμιακές υπάρξεις.
Εδώ συναντάμε τον Μπερνάρ, γιατρό που τρυπιέται με ναρκωτικά και νομίζει ότι κάτω από το δέρμα του σέρνονται σκουλήκια τα οποία προσπαθεί να αφαιρέσει με μια χρυσή οδοντογλυφίδα όταν δεν καταδιώκει φανταστικά κουνέλια στο δωμάτιό του. Εδώ και ο Τζον, Βρετανός λόρδος που έμεινε σεξουαλικά ανίκανος στον πόλεμο και έκτοτε πληρώνει οδαλίσκες να στέκουν γυμνές μπροστά του, ενόσω εκείνος πίνει καθισμένος στην πολυθρόνα. Πίσω από το μπαρ, η Ζανίν, με τη μεγάλη ελιά στο μάγουλο και τα ακόμη μεγαλύτερα στήθη χρωματίζοντας με φτηνή λαγνεία το φόντο. Να και ο νέγρος με το μόνιμο χαμόγελο που πηγαινοέρχεται σαν φιγούρα κουκλοθέατρου. Στο επίκεντρο, ο Μάριο, λαϊκός, λίγο αγροίκος ιδιοκτήτης που παριστάνει τον σκληρό άνδρα του υποκόσμου και καλλιεργεί τη φήμη ότι έχει κάνει φυλακή. Οι θαμώνες της «Τρύπας» είναι «οι παλαβοί του».
Αυτός είναι ο τερματικός σταθμός της Μπέττυ, με ταξιθέτη του τη Λωρ, τη σαρανταοκτάρα μεγαλοαστή χήρα του Κάρλτον και ερωμένη του Μάριο, που εκδηλώνει μια ασαφών κινήτρων στοργή προς τη νοσηλευόμενή της. Η φαινομενική ανιδιοτέλεια την οποία ενδύεται θα μπορούσε να καμουφλάρει τη λαχτάρα της να αποσπά μυστικά ή να προσθέτει ιστορίες στη συλλογή της. Σε τυπικό σιμενονικό πνεύμα, ο συγγραφέας δεν τοποθετείται, δεν κρίνει, αρνείται να αξιολογήσει τους ήρωές του. Με την εντατική, επιγραμματική, απογυμνωμένη από κάθε συντακτικό πυροτέχνημα πρόζα του, ο Σιμενόν της «Μπέττυ», όπως και ο Σιμενόν των «Στριπτήζ», «Το χιόνι ήταν βρόμικο», «Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι», «Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ», «Ο ανθρωπάκος από το Αρχάγγελσκ», ή της «Φυγής του κυρίου Μοντ», που βρίσκεται και εγγύτερα στο ύφος αυτού του μυθιστορήματος, ο Σιμενόν των υπαρξιστικών νουάρ τα οποία προανήγγειλαν τον Καμί, αρκείται να φωτίζει κάθε γωνιά του πλημμυρισμένου από κομπάρσους μυστικού θεάτρου της ανθρώπινης ψυχής, φιλοτεχνώντας πορτρέτα που δεν περιχαρακώνονται από τοπικά ή ηθογραφικά χαρακτηριστικά, για αυτό και δεν έχει πάψει να αγγίζει κάθε ανθρώπινο τύπο και να ασκεί διαχρονική αίγλη στο αναγνωστικό κοινό οποιασδήποτε γεωγραφικής προέλευσης ή χρονικής περιόδου. Πρόκειται για ολόφρεσκο γράψιμο που μιλά στο σήμερα με ημερομηνία 1961.
Τα όσα πέρασε τρεις μέρες και τρεις νύχτες η Μπέττυ, οι εξακολουθητικές απιστίες που την υποχρέωσαν να αποποιηθεί τα μητρικά της δικαιώματα, το ηθελημένο διαζύγιό της από την οικογενειακή ζωή και από τον γάμο με τον υψηλόβαθμο γραφειοκράτη σύζυγο, το πολυτελές νοικοκυριό, τον γαμπρό, την πεθερά, τη γούνα βιζόν, το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με έναν ορισμένο τρόπο ζωής και σκέψης αποκαλύπτονται σταδιακά και με κυκλωτικά βήματα από το Παρίσι στις Βερσαλλίες, από το δυσοίωνο σήμερα στο κλονισμένο χθες. Μαζί και η βαθύτερη ουσία της, η πεποίθηση ότι «το να είσαι γυναίκα σημαίνει να υποφέρεις», οι πληγές που επέτρεψε να της κάνουν όλοι οι άντρες «που έτρεχα από πίσω τους για να με τιμωρήσουν», η εσκεμμένη πρόκληση της μοίρας ώστε να επέλθει η καταστροφή (υπέρτατο σιμενονικό μοτίβο), η υιοθέτηση της βρομιάς ως διαμαρτυρίας και αυτοσκοπού, το «βρόμισμα μέχρι το βάθος, στο μέγιστο, χωρίς πιθανή επιστροφή».
Μέρες και νύχτες της Μπέττυ στο πλάι της Λωρ Λαβανσέ… Νοσηρές καταστάσεις, ασφυκτικό κλίμα, λυσσαλέοι ανταγωνισμοί, η νοοτροπία του αρπακτικού θα επικρατήσει –ήταν ή η μία ή η άλλη. Στο τέλος κάποια θα νικήσει. Ώσπου να ηττηθεί. Δεν υπάρχει χάπι εντ στο σύμπαν του Σιμενόν. Μονάχα η σκοτεινή γοητεία της αγέραστης πένας ενός αξεπέραστου στιλίστα.
Georges Simenon, «Μπέττυ», σελ. 208, εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ