Βιβλιο

Όταν συναντήθηκαν Βενέζης-Τερζάκης-Μυριβήλης-Καραγάτσης στο Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

Επέτειος: «Κοίταξε τη θάλασσα, την εξαίσια γαλάζια θάλασσα, την ελληνική...»

Ελίζα Συναδινού
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, για όσους δεν το ξέρουν, είναι ένα «συνεργατικό» μυθιστόρημα γραμμένο από τέσσερις συγγραφείς της γενιάς του 30: Καραγάτση, Τερζάκη, Μυριβήλη και Βενέζη. Η ιδέα άνηκε στο Γιάννη Μαρή, οι συγγραφείς πείστηκαν παρόλες τις αμφιβολίες τους και το αποτέλεσμα είναι συγγενές ως προς το συγγραφικό πνεύμα, με τον εμπνευστή του εγχειρήματος (εγκλήματα και η εξιχνίαση τους, πάθη με φόντο την Αθήνα κλπ).

Κάθε εβδομάδα, ξεκινώντας από τις 2 Μαρτίου του 1958 και για 8 εβδομάδες, ένας από τους συγγραφείς έγραφε ένα κεφάλαιο χωρίς καμία συνεννόηση με τους υπόλοιπους- πιάνοντας την ιστορία από εκεί που την είχε αφήσει ο προηγούμενος. Κεντρική ηρωίδα η Ελισάβετ Μανιάτη ή «Νενέλα». Τα κεφάλαια δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Ακρόπολις».

image

Η σειρά (Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης και Βενέζης) προέκυψε μετά από κλήρωση και παρέμεινε ίδια και στους δύο κύκλους. Έτσι ο Στρ. Μυριβήλης έθεσε τα θεμέλια και ο Ηλίας Βενέζης έγραψε τον επίλογο του μυθιστορήματος, που δημοσιεύτηκε στις 26 Απριλίου του ’58.

Το εγχείρημα έτυχε μεγάλης αποδοχής, ενώ το όνομα προέκυψε μέσα από προτάσεις των αναγνωστών.

Οι Βενέζης και Τερζάκης έμελλε να φύγουν και οι δύο από τη ζωή στις 3 Αυγούστου, του 1973 ο πρώτος και του 1979 ο δεύτερος.

Ακολουθούν δύο δικά τους αποσπάσματα από το μυθιστόρημα, όπως τα βρήκαμε εδώ:

Ηλίας Βενέζης

[…] Ήθελε ν’ ακουμπήσει σε κάτι στερεό, σε μια στιγμή της αιωνιότητας, να τα μετρήσει όλα τούτα με μέτρα μεγάλα, για να δει πόσο είναι εφήμερα, να γαληνέψει. Κοίταξε τη θάλασσα, την εξαίσια γαλάζια θάλασσα, την ελληνική, τα βουνά που τη ζώναν, τα νησιά, τα χρώματα. Άνοιξε το μικρό ταξιδιωτικό βιβλίο που είχε πάντα στη βαλίτσα της. Άρχισε να διαβάζει αφηρημένα:

«… Ο ήλιος χαμηλώνει στο βάθος των Κυκλάδων. Όλα είναι ήμερα και ζεστά. Τίποτα που να φωνάζει, τίποτα πάνω από την αντοχή του ανθρώπου: και η θάλασσα, κι ο ουρανός, και τα νησιά. Τίποτα το ατέλειωτο, το μη καθορισμένο. Λες: ¨Αυτή η θάλασσα κι αυτός ο ουρανός κι αυτά τα νησιά είναι του χεριού μου. Θα μπορούσα ν’ αντιμετρηθώ μαζί τους¨. Κι αυτό, που είναι ήδη ένας τρόπος συνεννοήσεως, είναι στο απώτατο βάθος η ουσιαστική δύναμη που κίνησε όλον τον πολιτισμό του Αιγαίου. Οι άνθρωποί του δεν είχαν να κάνουν με το αχανές και με το αβέβαιο. Μπροστά τους, στο βάθος του ορίζοντα, με γραμμές ανάλαφρες που στυλώνονταν μέσα απ’ τα κύματα σα να ήταν όνειρο, όμως περιγραμμένο πάντα και αναμφισβήτητο, τους καλούσε ένα νησί, μια στεριά, σκοπός βέβαιος. Έμαθαν να γυρεύουν πάντα, να’ χουν πάντα ένα σκοπό, να μη σταματούν ποτέ στη μέση του δρόμου, να τελειώνουν πάντα το έργο που καταπιάνονταν. Έμαθαν να είναι δυνατοί, ξέροντας πως η δύναμη γίνεται πολλές φορές ταυτόσημη με το πεπρωμένο, έμαθαν να είναι ξύπνοι και σβέλτοι. Και προ πάντων έμαθαν να δουλεύουν σε κείνη την ασύλληπτη δύναμη, που έβαλε στο μέτωπο του λαού αυτού βούλα πύρινη, τη σφραγίδα της δωρεάς: έμαθαν να δουλεύουνε στη φαντασία. Ζώντας στη μαγεία των νησιών τους, σ’ αυτό το απίθανο παιχνίδι φωτός και σκιάς, μάθανε να καταλαβαίνουνε τη μεγάλη ώρα της γης που τους προορίστηκε με το ένστικτο, που είναι βέβαια βαθύτερο απ’ το αίσθημα. Στεφανώσανε τα νησιά τους με τους ωραιότερους θεούς και τους ωραιότερους μύθους, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστο για να παραβγούνε μαζί τους στη μορφιά. Για να μην έχουν να λεν τα νησιά πως αυτά στάθηκαν πιο δυνατά απ’ τον άνθρωπο, πως αυτός στάθηκε αδύναμος να υψωθεί ως τη μορφιά τους…»

Η Ελισάβετ Μανιάτη σφάληξε το βιβλίο, σφάληξε τα μάτια. Η βαθύτατη καλλιέργειά της απ’ τον καιρό που σπούδαζε στη Γερμανία τη βοηθούσε να προσανατολίζεται αμέσως σε κάθε περιοχή γνώσης, να έχει εκείνη την άλλη αίσθηση, που δεν έρχεται από το θεό αλλά την κατακτά μόνος του, αν του είναι προορισμένο, ο άνθρωπος.[…]

Άγγελος Τερζάκης

[…] Η κοινωνική ζωή είναι μια φαντασμαγορία από αστερισμούς που δεν έχουν μόνον αστέρια πρώτου μεγέθους, και τα τρίτου, παίζουν εκεί το ρόλο τους. Όλα χρειάζονται, ακόμα και τα πιο ταπεινά. Η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη, αστέρι μάλλον τρίτου μεγέθους ως τώρα στον ουρανό της αθηναϊκής ζωής, έβλεπε ξαφνικά τον εαυτό της να προβιβάζεται, ν’ ανυψώνεται, να περιζώνεται με την αίγλη της υψηλής κοινωνίας.

 

Εδώ και δυο εικοσιτετράωρα ζούσε σα μέσα σε όνειρο. Ένα όνειρο συναρπαστικό. Δακτυλογραφάκι – όπως και να το κάνεις – άσημο ως τώρα, παγκρατιώτισσα γέννημα-θρέμμα, κορίτσι οικογενείας αστικής αλλά ξεπεσμένης, η δεσποινίς Φρόσω είχε, φυσικά, τις ιδέες της. Ιδέες μεγαλεπήβολες όσο και προσεχτικά παραχωμένες: να εφοπλιστεί όσο πρέπει για την ώρα της μεγάλης μάχης, που σου δίνει την κυριαρχία της σύγχρονης ζωής. Να μη περιοριστεί στον κύκλο της γειτονιάς της, του κόσμου της, αλλά να σημαδέψει πιο ψηλά, όσο παίρνει ψηλότερα. Να κάνει ό,τι περνάει από τα χεράκια της – χεράκια αβρότατα, παχουλά, φτερωμένα πάνω στη γραφομηχανή, τρομερά επιδέξια – για να «ανέβει». Αχ αυτό το ανέβασμα, η ανάρρηση στις υψηλές κοινωνικές σφαίρες, ο ίλιγγος και το πάθος. Μάτι δεν έκλεινε ολάκερες νύχτες η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη για να πλάθει με το νου της τα οράματα της αυριανής, της περιπόθητης ζωής. Ο κινηματογράφος της είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα, Κυανές Ακτές, ερωμένοι διπλωμάτες, πρίγκιπες, μαχαραγιάδες, περιπέτειες, σκάνδαλα, θρίαμβοι. Να σου πιάνεται η ανάσα. Και η δεσποινίς Φρόσω – το Φροσάκι της πλατείας Πλαστήρα – είχε κάνει μέσα του επίσημο όρκο, φοβερό, ή να πραγματοποιήσει μια μέρα τ’ όνειρό του ή, αν τυχόν το ιδεί να ξεφτάει, ν’ αυτοκτονήσει με βερονάλ – μια κι όξω. Ή του ύψους ή του βάθους.

 

Προς τιμήν της ωστόσο θα ομολογήσουμε πως, για να βάλει σ’ εφαρμογή τη φιλοδοξία της η Φρόσω, καταπιάστηκε σαν καλός στρατηγός: καμιά βιασύνη, καμιά προχειρότητα, εγκατάλειψη στην τύχη. Εξοπλισμός, αντίθετα, ως τα δόντια. Κι όχι μόνον εξωτερικώς, σε πνευματικά εξαρτήματα. Γι’ αυτό είναι που στρώθηκε κι έμαθε τα γαλλικά, τ’ αγγλικά, στην εντέλεια. Γι’ αυτό η στενογραφία. Αλλά γι’ αυτό και το επιμελέστατο διάβασμα ξένων βιβλίων, περιοδικών, κάθε έντυπου που μπορεί ν’ αναπτύξει το πνεύμα σου, να σου δώσει γνώσεις, κοινωνικό αέρα. Που ξέρεις τι σου λαχαίνει αύριο; Γίνεσαι κυρία του κόσμου, γυναίκα πολιτευομένου, οικονομολόγου, μπορεί και πρέσβειρα. Πρέπει να μπορείς να τα βγάλεις πέρα.[…]