Βιβλιο

«Ό,τι βρεις, δικό σου» του Stephen King

To τρομακτικό και το εξαίσιο εναρμονίζονται στο νέο βιβλίο του αστείρευτου μπεστσελερίστα

Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Stephen King είναι έρωτας. 42 χρόνια, 55 μυθιστορήματα και περισσότερα από 200 διηγήματα έπειτα από τη βιβλιογραφική του πρεμιέρα με το «Κάρι», εξακολουθεί να συνεπαίρνει με κάθε νέα σελίδα. Το «Ό,τι βρεις, δικό σου» απαρτίζεται από το ίδιο πρωταγωνιστικό παλμαρέ που γνωρίσαμε στον «Κύριο Μερσέντες» και εκτυλίσσεται την επαύριο της σφαγής του Σίτι Σέντερ. Πρόκειται για το επόμενο κεφάλαιο της τριλογίας του Μπιλ Χότζες, το οποίο ενδεχομένως δεν θα ευαρεστήσει τους αναγνώστες που έλκονται από νυχτερίτες, δαιμόνια, γκαργκόιλ, δρεπανοφόρους και λοιπά πλάσματα του βιότοπου της φρίκης, αλλά θα χαρίσει αγαλλίαση σε όσους διακατέχονται από τον πυρετό του σασπένς και καταβροχθίζουν με λαχτάρα τη λογοτεχνία της αγωνίας. Παράλληλα, αποτελεί μια λατρευτική αφιέρωση στην ίδια τη μεθυστική δύναμη της ανάγνωσης, ενίοτε με τις εμμονικές παρεκκλίσεις που έχουν απασχολήσει τον συγγραφέα και στο «Μίζερι». Ένα είναι βέβαιο: Ο Stephen King επέστρεψε με πρωτοκλασάτο βιβλίο.

Τα πρόσωπα του δράματος: Τζον Ρόθστιν, μυθιστοριογράφος με σαφείς αναφορές στον Σάλιντζερ, ο οποίος μεσουρανούσε τη δεκαετία του πενήντα, βυθίστηκε στη σιωπή το 1960 και δολοφονήθηκε το 1978 μέσα στο σπίτι του από τον Μόρις Μπέλαμι, φανατικό θαυμαστή του που αποφασίζει να βάλει χέρι στα κρυμμένα δολάρια και τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Ρόθστιν. Το έγκλημα πάει στραβά και ο Μπέλαμι βιώνει μαρτυρικό εγκλεισμό από τα 23 του, ενώ αποφυλακίζεται στο κατώφλι των 60, αποφασισμένος να μην αφήσει να χαθούν όσα τον κρατούσαν στη ζωή τα τελευταία 36 χρόνια.

Που δεν είναι άλλα από τα δεκάδες μεσαίου μεγέθους σημειωματάρια Μόλσκιν του Ρόθστιν, στις πυκνογραμμένες σελίδες των οποίων περιέχονται τα ανάκατα μυθιστορήματα, ποιήματα και οργισμένα παραληρήματα του μισομεθυσμένου δημιουργού, που συχνά κόβονται πριν ολοκληρωθεί η σκέψη του. Προπάντων, ανάμεσά τους βρίσκονται και τα δύο μυθιστορήματα που ξεδιπλώνουν ολόκληρη την ιστορία του σειριακού ήρωα του συγγραφέα, ενός ψυχωτικού αμερικανού που λεγόταν Τζίμι Γκολντ και παράδερνε στη δεκαετία του εξήντα αναζητώντας κάποια λύτρωση –εδώ εντοπίζονται ξανά οι φιλοφρονήσεις του Stephen King προς τον κορυφαίο αναχωρητή της αμερικανικής λογοτεχνίας, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, έστω και αν αργότερα πληροφορούμαστε ότι το μοντέλο του Τζίμι Γκολντ βασίζεται στον Ετιέν Λαντιέ από το «Ζερμινάλ» του Εμίλ Ζολά, «τον μεγαλύτερο ήρωα στη μυθιστοριογραφία του 19ου αιώνα».

Ενόσω ο Μπέλαμι καταθέτει αιτήσεις χάρητος, αποφυλακίζεται και πλευρίζει με την επαγρύπνηση αρπακτικού το ανάχωμα όπου κρύβονται τα λάφυρά του, εμείς γνωρίζουμε ότι τα Μόλσκιν του Ρόθστιν ξεθάφτηκαν ήδη και έχουν περιέλθει τυχαία στην κατοχή του Πιτ Σάουμπερς, ενός αγοριού του οποίου η άδολη αφοσίωση στη λογοτεχνία και η καλοπροαίρετη φύση του αντιπαρέρχονται τις οδυνηρές συνέπειες που επέφερε στην οικογένειά του το μακελειό του Δολοφόνου με τη Μερσέντες. Βρισκόμαστε πια στο έτος 2010, όταν ο έφηβος Πιτ επιχειρεί να πουλήσει τα ανεκτίμητα χειρόγραφα στον αμοραλιστή ιδιοκτήτη παλαιοβιβλιοπωλείου Άντριου Χάλιντεϊ προκειμένου να συνδράμει στα οικονομικά των Σάουμπερς, οι οποίοι φυτοζωούν ανάμεσα σε θεραπείες με οξυκωδόνη, δίδακτρα σχολείων και την εντεινόμενη κρίση που εξαπλώνει το καρκίνωμα του Tea Party στα Μεσοδυτικά.

Ο Χάλιντεϊ είναι εκτός από διαμεσολαβητής του Πιτ και πρόσωπο αναφοράς για τον Μπέλαμι, επομένως όταν οι δύο αναγνώστες που λάτρεψαν το έργο του Ρόθστιν όπως οι φανατικοί θρησκόληπτοι έναν βωμό διασταυρώνονται, βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου, η ατμόσφαιρα μυρίζει αίμα και είναι ώρα να κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή ο πρώην αστυνομικός Μπιλ Χότζες, ακολουθούμενος από τους άτυπους βοηθούς που συστήθηκαν στο προηγούμενο μέρος της τριλογίας, Χόλι Γκίμπνι και Τζερόμ Ρόμπινσον. Στο τελευταίο μέρος της παρτίδας, όλα τα κομμάτια κινούνται ιλιγγιωδώς στη σκακιέρα σε ρυθμό μπλιτς, με τους παίκτες να κατευθύνονται στον ίδιο προορισμό και τα πάντα να συμπυκνώνονται σε ένα ηλεκτρισμένο αφηγηματικά εικοσάλεπτο, στο φινάλε του οποίου ενεδρεύουν ζωή και θάνατος.

Πρόκειται για ένα πολυπρισματικό θρίλερ που δεν εξαντλείται στην καταιγιστική δράση. Διαποτισμένο από το ουμανιστικό, βαθιά φιλεύσπλαχνο πνεύμα του συγγραφέα, το «Ό,τι βρεις, δικό σου» αποτελεί μια στοργική αφιέρωση στη φτωχολογιά (άνθρωποι που ξεπατώνονται για να αντιμετωπίσουν τις δόσεις των πιστωτικών καρτών τους, άνθρωποι ευγνώμονες στην προοπτική μιας εξόδου στο σινεμά με φιλική συντροφιά, άνθρωποι ευδαίμονες μια νύχτα Παρασκευής έξω από το μπαρ με τη μουσική να ξεχύνεται από το τζουκ μποξ, άνθρωποι με κεφάλια γεμάτα όνειρα), όχι χωρίς ταυτόχρονα να λείπει το σκηνικό σφαγείου που εθίζει σε κάθε βιβλίο του διασημότερου λογοτέχνη του μακάβριου.

Παράλληλα, ο Stephen King δοκιμάζει έναν διαλογισμό πάνω στο ίδιο το γράψιμο, αποτίει το δικό του φόρο τιμής στους μυθιστορηματικούς του ήρωες, («γι’ αυτό χιλιάδες άνθρωποι έβαλαν τα κλάματα όταν έμαθαν ότι ο Τσαρλς Ντίκενς είχε πεθάνει από εγκεφαλικό. Γι’ αυτό, χρόνια ολόκληρα, ένας άγνωστος άφηνε ένα τριαντάφυλλο στο τάφο του Έντγκαρ Άλαν Πόε κάθε 19 Ιανουαρίου, επέτειο της γέννησής του»), καταθέτει ένα έργο διάστικτο από αναφορές και βιβλιοφιλικές παραινέσεις, (Χέμινγουεϊ, Μπέλοου, Ροθ, Τζον Τσίβερ, Τζόζεφ Κόνραντ –«ο πρώτος μεγάλος του 20ου αιώνα»), αξιολογεί τη δημιουργική σπίθα που χωρίζει τον αναγνώστη από τον συγγραφέα, τη συχνή και ενδεχομένως λανθάνουσα πεποίθηση ότι το δημιούργημα είναι ίσως πιο σημαντικό από τον δημιουργό και συνθέτει μια αγωνιώδη παραβολή γύρω από το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα: σε ποιον ανήκει το έργο του καλλιτέχνη;

image

Stephen King, «Ό,τι βρεις, δικό σου», σελ. 504, εκδόσεις Bell, μετάφραση Σταύρος Νικολάου

photo: Ο James Caan στην κινηματογραφική μεταφορά του «Misery» (1990)