Βιβλιο

Τι γεύση έχει το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι»;

Διαβάσαμε και ενθουσιαστήκαμε από το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κι όταν η λογική και η ισορροπία τα έχουν κακαρώσει κι ο λευκός ιππότης πάει προς τα πίσω, θυμίσου τι είπε το ποντικάκι, ταΐσε το μυαλό σου, ταΐσε το μυαλό σου». Το White Rabbit των ψυχεδελικών ροκ γκουρού Jefferson Airplane του Καλοκαιριού της Αγάπης, νομίζω πως ταιριάζει εξίσου γάντι με την ατάκα «Τώρα, αν τολμάς, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψεις την κάψουλα» του David Bowie, που προλογίζει το βιβλίο, προδιαθέτοντας ίσως τι πρόκειται να συμβεί στο καινούργιο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη: ένα ψυχεδελικό παραμύθι όπου ο ήρωας Μηνάς Αβλάμης, έτσι όπως καταδύεται σαν άλλη Αλίκη του Lewis Caroll σ' έναν κόσμο όπου το παρελθόν και το παρόν ανταμώνουν στην πιο εξοντωτική και δαμόκλεια μορφή τους, πρέπει να ελιχθεί, να υπερασπιστεί και να σώσει τον εαυτό του από αυτήν την επικίνδυνη παραίσθηση που του επιφύλαξαν η ζωή και οι ατακτοποίητοι λογαριασμοί της.

Κι όμως. Ο αποσυρμένος στην Κέρκυρα πρώην ευπώλητος και διάσημος συγγραφέας Μηνάς Αβλάμης πίστευε πως είχε καθαρίσει με το χθες. Τράβηξε μεγαλοπρεπές Χ στην Αθήνα, τους φίλους, τα εκδοτικά συνάφια και τους έρωτες, διαλέγοντας μια απόσυρση-νέα ζωή καλοκουρδισμένη και μονότονη σαν τα πληκτικά τεχνητά κρωξίματα των κούκων που μετρούσαν το χρόνο στα μικροαστικά σαλονάκια της δεκαετίας του '70.

Πίστευε πως όσα χρόνια του απέμειναν θα κυλούσαν έτσι: παρτίδες χαρτιού με την ίδια αβαρή παρέα, μπεκιάρικο φαγητό στο ίδιο εστιατόριο, ξεπέτες κάθε Παρασκευή την ίδια ώρα με την ίδια παντρεμένη τσαπερδόνα, βόλτες στα πέριξ της πλατείας Λιστόν, και αυτό είναι. Δεν θα είχε παραπέρα. Γιατί; Γιατί έτσι ή τουλάχιστον επειδή το διάλεξε.

Έως το τηλεφώνημα πρόσκληση-πρόκληση στον Μηνά Αβλάμη, να παρευρεθεί στην Κυδωνία, πόλη της Μακεδονίας, προκειμένου να τιμηθεί από το δήμαρχο και τους κατοίκους της πόλης, μιας και τα βιβλία του -τι κι αν πέρασαν χρόνια;- διαβάζονταν με λατρεία και πάθος, καθιστώντας τον μέγα και τρανό. Δεν τσιμπάει. Μέχρι που το δέλεαρ γίνεται αδύνατον να το αρνηθεί.

Δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, αλλά είναι το κρέας του νεαρού άσπρου ελαφιού που του τάζουν πως θα γευτεί, αν σπάσει το εμπάργκο που επέβαλε στον εαυτό του και τους επισκεφτεί. Το κρέας που όποιος το δοκίμασε, είναι σαν να κατάπιε τον Παράδεισο και τις χίλιες ηδονές μαζί, τη γεύση την υπέρτατη, που όποιος την κοινώνησε, είναι αδύνατον να την ξεχάσει: υπέρτατα ψυχότροπη και αγχολυτική, αφροδισιακή και ισόβια ανεπανάληπτη, που εξαιτίας της κανένας όρκος δεν κράτησε.

Φευ, ούτε και η απόσυρση του Αβλάμη! Έτσι βρίσκεται στην Κυδωνία. Από την αρχή ψυλλιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά. Οι άνθρωποι φέρονται περίεργα, κάτι καραδοκεί, κάτι αόρατο μοιάζει να δηλητηριάζει αυτή την επίσκεψη ρουτίνας και την υπέρογκη σε «είδος» αμοιβή.

Όπως η Αλίκη στα λαγούμια. Ο Δάντης στην Κόλαση και ο Οδυσσέας της Νέκυιας στον Κάτω Κόσμο. Όπως η Βαλχάλα. Γιατί ξαφνικά όλα γίνονται επικίνδυνα και. παγίδα. Γιατί από το πουθενά, όλη η πρότερη ζωή του Μηνά Αβλάμη επανασύσταται και επιστρέφει. Το παιδικό του δωμάτιο, οι φίλοι που εγκατέλειψε, οι σχέσεις από τις οποίες δραπέτευσε, ερωτικές και οικογενειακές, η Αθήνα της δεκαετίας του '70, όπου μεγάλωσε, αλλά και τα αμοράλ 90s, όπου η βλακεία πήγαινε σύννεφο και το εύκολο χρήμα έπεφτε πολύ, σαν μάννα εξ ουρανού και λαμογία γκράντε στην τσέπη του.

Πανικοβάλεται ο Μηνάς Αβλάμης, όταν το χθες του ζητά εξηγήσεις. Όταν όλοι και όλα τον κατηγορούν πως, προκειμένου να αντλήσει υλικό για να το κάνει ευπώλητα βιβλία, δεν σεβάστηκε, δεν ρίζωσε, δεν υποτάχθηκε και δεν συμβιβάστηκε με κανέναν και τίποτα. Πως τους ξεζούμισε για το επόμενο βιβλιοσουξέ, αρνούμενος να κάνει οικογένεια ή να αποκτήσει σταθερό περίγυρο.

Όπως ο Δάντης στην Κόλαση, έτσι στέκεται κι ο Αβλάμης στην Κυδωνία, ενώπιον του στημένου αυτού δικαστηρίου: «Εδώ πρέπει να αφήσεις κάθε φόβο, εδώ κάθε ατολμία πρέπει να σβήσει, φτάσαμε πια στον τόπο που σου έλεγα, τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα, που το αγαθό του λογικού το έχουνε χάσει».

image

Αρκετά με τη δράση, πήρες μια γεύση. Έχει σασπένς και ίλιγγο το νέο μυθιστόρημα του Χωμενίδη. Μια πλοκή που σε κάθε σελίδα κρύβει ανατροπές και τραγέλαφους, φαιδρά ξεκαρδιστικές μα και τραγικές στιγμές. Αυτοβιογραφείται, θα ρωτήσεις, εφόσον συγγραφέας κι ο ίδιος, συγγραφέας κι ο ήρωας Αβλάμης. Νομίζω πως ναι. Αυτοβιογραφείται και αυτοσαρκάζεται με μια δαιμονισμένη χάρη. Αλλά και με τακτ.

Με μια γλώσσα γλαφυρή και εξόχα στοιχημένη, αυθάδη και συνάμα τόσο μετρονομημένη, ως υπηρετεί την κεντρική ιδέα τούτης της ιστορίας, ο Χωμενίδης παραδίδει ένα βιβλίο που, ενώ διαβάζεται εύκολα, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, έτσι όπως πραγματεύεται τον έρωτα και τη συγχώρεση, τα λάθη και την τιμή, την αξία της ζωής μα και το τίμημα της περιπέτειας. Το κόστος της κατ' επιλογή μοναξιάς και της διαρκούς, σε πολλούς, αίσθηση πως τίποτα και κανένας δεν μπορεί να βάλει φρένο και όριο στις φιλοδοξίες.

Ώριμο, φως φανάρι, όπως κι ο Χωμενίδης της παρούσας φάσης του βίου του, το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» είναι ένα μυθιστόρημα που ατόφιες ατάκες του θα μπορούσαν να είναι ίσως και απαντήσεις του Χωμενίδη σε μια ιδιότυπη συνέντευξη πάνω στην περίφημη λίστα του Προυστ ή με κόνσεπτ «Όσα μου έμαθε η ζωή».

Παρακολουθήστε το ταξίδι του Αβλάμη στη φανταστική πόλη της Κυδωνίας και αναμετρηθείτε με τους φόβους, τους εφιάλτες και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του με το χθες, καθώς δίνει απαντήσεις ενώπιον αυτού του ιδιότυπου δικαστηρίου του παρελθόντος. Μα προς θεού, μη με ρωτήσετε περισσότερα για το πώς ένιωσε όταν, μετά το πέρας της επίσκεψής του, επιβραβεύτηκε με το κρέας του άσπρου ελαφιού ή τι γεύση είχε. Εδώ, κυριολεκτικά, κρύβονται και το ζουμί και το ψαχνό της ιστορίας, και είναι αμαρτία να προδώσω τι έγινε στην τελική σκηνή του «δείπνου», μέρες που είναι!

Το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.