Βιβλιο

Σελίδες ζωής

Στο «Ημερολόγιο Θάσου» (εκδ. Gutenberg) ο Βασίλης Βασιλικός μας κάνει συνένοχους μιας πλούσιας, σε εμπειρίες και συναντήσεις, ζωής

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 543
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επιστροφή του στο πατρογονικό, για τον Βασιλικό, δεν είναι μόνο μια βουτιά στα γαλάζια νερά της Θάσου αλλά και στο παρελθόν.

Καθισμένος μπροστά στα ημερολογιακά τετράδιά του καταχωρεί από συμβάντα καθημερινότητας («…ενώ εχθές και αντιπροχθές κέρδισαν ο Παναθηναϊκός κι ο Ολυμπιακός, στις αντίστοιχες φιλικές αναμετρήσεις τους με ξένες ομάδες, σήμερα έχασε ο ΠΑΟΚ 0-1, στεναχωρηθήκαμε όσο να ’ναι») μέχρι παιχνίδια της μνήμης, με τον τρόπο που ένα πούλι ντόμινο σπρώχνει το άλλο μέχρι να πέσει όλη η σειρά: «Με τον Κάστρο θυμήθηκα τον Τσε (46 χρόνια από τη δολοφονία του). Κι από τον Τσε τη Marguerite Duras, που ένα βράδυ με ψιλόβροχο, μπροστά από το σπίτι της, φάτσα στο “Αδιέξοδο των Δύο Αγγέλων”, μας ανήγγειλε με ταραχή τις φήμες του θανάτου του, που επιβεβαιώθηκαν το άλλο πρωί, επισήμως».

Στις καταχωρήσεις του βρίσκει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει και λογαριασμούς με τον εαυτό του, περιμένοντας μέσω της εξομολόγησης να αλαφρύνει από το βάρος: «Δεν μπορώ να συγχωρέσω τον εαυτό μου για πολλά πράγματα. Εντάξει ο Gide. Σαν πατέρας έπρεπε να αποδεσμευτώ από τη μαγγανεία του. Αλλά τον Calvino! Που ήρθε στην Αθήνα για μια διάλεξη στο Ιταλικό Ινστιτούτο το 1984, και η Βάσω με παρακάλεσε να τη συνοδεύσω, κι εγώ αρνήθηκα – ποιον; Τον Italo, που τόσα χρόνια στο Παρίσι ενδιατρίψαμε μαζί, στενή παρέα, κι εγώ δεν πήγα, ώσπου τον επόμενο χρόνο πέθανε και μένω ακόμα με την αιώνια τύψη ότι τον αγνόησα στον τόπο μου ηθελημένα, ενώ αυτός τόσο με είχε βοηθήσει ως εξόριστα στο δικό του. Τέτοια μ’ αρρωσταίνουν καμιά φορά όταν τα σκέφτομαι».

image

Στις σελίδες παρελαύνουν δίπλα σε συγχωριανούς του πρόσωπα όπως ο Ελύτης (αναρωτιέται αν πρέπει να πει μια πολύ προσωπική ιστορία του νομπελίστα, αλλά στο τέλος θα ενδώσει – ευτυχώς), ο Γκάτσος, η Λυμπεράκη, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Χατζιδάκις, ο Ζιντ («καταλαβαίνω τώρα, το ότι έγινα συγγραφέας του το οφείλω 100%. Όχι καλός συγγραφέας σε όλα μου, αλλά σ’ αυτά που είμαι καλός είναι δική του επινόηση») κ.ά.

Ακόμη κι αν τα ημερολόγια τα γράφει ένας συγγραφέας με βεβαιωμένη παγκόσμια φήμη, γνωρίζοντας, ίσως, πως κάποτε θα εκδοθούν –άρα και μ’ έναν τρόπο θα αυτολογοκρίνεται– δεν μειώνεται η αξία ενός κειμένου γεμάτο εμπνευσμένους χυμούς, στις σελίδες του οποίου ανασαίνουν σπουδαίοι άνθρωποι. Εξάλλου, ακόμη κι αυτή την ένσταση μ’ έναν τρόπο την καταρρίπτει, καθώς ομολογεί: «Και δεν ξέρω τελικά, ούτε μπορώ ν’ αποφανθώ τελεσίδικα, αν τα λάθη μάς φτιάχνουν ή εμείς τα φτιάχνουμε για να πάμε πιο μπροστά. Δεν ξέρω. Ούτε θέλω να μάθω περισσότερα. Πάντως, “υπάρχεις κι εγώ παρηγοριέμαι”. Κι αν αγάπησα τη Βάσω, είναι για τα λάθη που έκανε στη ζωή της. Και επηρέασαν την καριέρα της. Κι αν με αγάπησε κι αυτή, νομίζω πως είναι για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Είμαστε καλλιτέχνες με αδυναμίες και ανεξερεύνητες κι από εμάς τους ίδιους ουλές. Δεν είμαστε καριερίστες».