- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το δικό σας βραβείο Ελένη Πριοβόλου
Με ελάχιστες κριτικές και μακριά από τις λίστες των ευπώλητων, έκανε μάλλον την έκπληξη με τη νίκη του στα «Βραβεία Αναγνωστών 2010»
Με ελάχιστες κριτικές και μακριά από τις λίστες των ευπώλητων, το μυθιστόρημα «Όπως ήθελα να ζήσω» (εκδ. Καστανιώτη) της Ελένης Πριοβόλου(συγγραφέας παιδικών βιβλίων εδώ και 23 χρόνια) έκανε μάλλον την έκπληξη με τη νίκη του στα «Βραβεία Αναγνωστών 2010» από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Αθήνα τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., όπου το πολιτικό σκηνικό καθορίζεται από το δικομματισμό, τη φαυλοκρατία, τους τραμπούκους και τους τραπεζίτες. Και ίσως τελικά, όπως αρκετοί σημείωναν την ημέρα της βράβευσης, να είναι αυτό το «μυστικό» του βιβλίου – οι γέφυρες, δηλαδή, που έριξε στο αναγνωστικό κοινό να (ξανα)ακούσει μέσα από μια γοητευτική μείξη λογοτεχνίας και ιστορίας το γιατί τίποτα δεν προχώρησε ποτέ σωστά σε αυτή τη χώρα. Μας το επιβεβαίωσε και η ίδια η νικήτρια.
Πώς αποφασίσατε να περάσετε από την παιδική λογοτεχνία στην «ενήλικη»; Δεν το θεωρώ «πέρασμα» αλλά συνέχεια, καθώς για τη δική μου φιλοσοφία η λογοτεχνία είναι ενιαία. Ο Μικρός πρίγκιπας, ας πούμε, ή τα βιβλία του Ντίκενς δεν διαβάζονται μόνο από μικρούς αναγνώστες. Ο διαχωρισμός γίνεται από μόνος του στην περίπτωση που το ανάγνωσμα θέτει έναν ατυχή παιδαγωγικό στόχο και δείχνει με το δάχτυλο στο παιδί το ένα ή το άλλο.
Πώς πραγματοποιήσατε την ιστορική έρευνα; Ήταν μια πολύχρονη, πολύμοχθη, αλλά γοητευτική έρευνα, όπως και ένα τόλμημα επίσης. Δεν είναι εύκολο να αναπαραστήσεις την Αθήνα του δέκατου ένατου αιώνα με τη γλώσσα της εποχής χάριν της ευρυθμίας, τον τρόπο ζωής, σκέψης και κουλτούρας. Τα στοιχεία ήταν δυσεύρετα και αυτό καθιστούσε ακόμη πιο ελκυστική την έρευνα. Ανέτρεξα στις δημοσιεύσεις των Εφημερίδων της Κυβερνήσεως εκείνης της εποχής, στον Τύπο, ακόμη και το σατυρικό, σε βιογραφίες και αυτοβιογραφίες, όπως αυτή του Ανδρέα Συγγρού, σε λογοτεχνικά κείμενα και σε δοκιμιακό υλικό. Κατέφυγα στη Βουλή, στο Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό αρχείο, στις ιστοριογραφίες από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη μέχρι τον Τάσο Βουρνά, στο αρχείο της ΑΣΚΙ, την Εθνική βιβλιοθήκη, τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Με ποια υλικά φτιάξατε τους ήρωές σας; Τους φανταστικούς ήρωες τους έπλασα έτσι όπως θα ήθελα να είναι οι άνθρωποι. Όπως τον Ρωμαίο Αγγουλέ, ασυμβίβαστο, κριτικό πνεύμα, ερευνητή της ίδιας του της ψυχής, γενναιόδωρο, ερωτικό με την ευρεία έννοια του λόγου. Για την ουτοπία μιλώ, άλλωστε για τούτο χρειαζόμουν και έναν ανάλογο ήρωα. Τα ιστορικά πρόσωπα σαν τον Ανδρέα Συγγρό, τον Βασιλέα Γεώργιο, τον καθηγητή Ορφανίδη και άλλους, συμπέρανα το χαρακτήρα τους από λόγια, πράξεις, αντιδράσεις, ενέργειες. Μελέτησα άπειρες σελίδες και τόλμησα να περάσω από το υποκειμενικό σε ένα όσο το δυνατό αντικειμενικό αποτέλεσμα.
Πόσο καιρό δουλεύατε το βιβλίο σας και υπό ποιες συνθήκες; Θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο στη λογοτεχνία. Ξυπνώ στις πέντε και μισή και αρχίζω να δουλεύω από τις έξι το ξημέρωμα. Ένα μυθιστόρημα, μετά την αρχική σύλληψη, η οποία είναι η έκλαμψη της έμπνευσης, και μετά από εναγώνια κυοφορία, απαιτεί σκληρή δουλειά. Το εν λόγω βιβλίο το δούλευα από το 2004, αμέσως μετά την παράδοση του επίσης απαιτητικού μυθιστορήματος «Το κρασί του έρωτα», στον Θανάση Καστανιώτη. Το έγραψα χειρόγραφα, δυο φορές ολόκληρο και άπειρες φορές με τις διορθώσεις του. Υπολογιστή τώρα μαθαίνω και ευελπιστώ να τον αγαπήσω.
Σε πολλές περιπτώσεις οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς θεωρούν ότι τα βραβεία αναγνωστών εκφράζουν συχνά τις πιο «μαζικές» επιλογές και άρα ότι τα κριτήρια ποιότητάς τους δεν είναι ίδια με αυτά που αποδίδουν οι άνθρωποι του «χώρου». Οι λέσχες ανάγνωσης, αυτές τις οποίες εγώ τουλάχιστον επισκέφτηκα, αποτελούνται από εμβριθή και απαιτητικά μέλη. Το βιβλίο μου, τουλάχιστον, δεν εμφανίστηκε στις στήλες των εντύπων ως ευπώλητο και όμως ψηφίστηκε από τις λέσχες και εν συνεχεία από τους αναγνώστες. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα ιδιότυπη και διαπραγματεύεται την έννοια της ουτοπίας, ένα θέμα διόλου εύκολο. Άρα λοιπόν τα κριτήρια διαμορφώνονται μακράν των προθέσεων του εκάστοτε λογοτεχνικού «καθεστώτος». Επίσης ανατρέξατε σε ονόματα που έχουν βραβευθεί με το εν λόγω βραβείο. Φακίνου, Γαλανάκη, Μήτσου, Καλπούζος και αναζητήσατε με καθαρή καρδιά και χωρίς προκατάληψη τα κριτήρια ποιότητας.
Στη γλώσσα που χρησιμοποιείτε στο βιβλίο υπάρχουν στοιχεία καθαρεύουσας, αλλά και ένα λεξιλόγιο όχι πάντα οικείο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Δοκίμασα να αναπαραστήσω τον 19ο αι. στην τρέχουσα διάλεκτο και δεν με ικανοποίησε το αποτέλεσμα. Μόλις ανακάλυψα το γλωσσικό εργαλείο εκείνης της εποχής, φώτισε το μικρό μου «σύμπαν», ζωντάνεψαν τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Φαντάζεστε τον Γεώργιο Σουρή να γράφει στη δημοτική ή τον Ρόκκο Χοϊδά να αγορεύει στη «μαλλιαρή»; Δεν θα ήταν τα ίδια πρόσωπα.
Την ημέρα της βράβευσης είπατε ότι συχνά οι συγγραφείς ψάχνετε να βρείτε «τις πταίει για την κατάντια αυτής της χώρας. Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε με αφορμή και την έρευνά σας; Θα απαντήσω με μια φράση των «κοινωνιστών», της εποχής εκείνης, παρμένη μέσα από το βιβλίο. «Αν τις εξελίξει τον εαυτό του, εξελίσσει και την κοινωνία. Και εξελιγμένη η κοινωνία καθίσταται ολβία». Δυστυχώς η εξέλιξη σήμερα έχει ταυτιστεί με έναν ελαφρύ τρόπο ζωής και σκέψης. Είναι ίσως μια γενικευμένη χειραγώγηση των συνειδήσεων που καθιστά το άτομο εξάρτημα της τρομακτικής παραγωγικής μηχανής. Η πολιτική από τη μεριά της στοχεύει σε άκριτους πολίτες, για την τροφοδοσία των πελατειακών σχέσεων. Ως προς αυτό τουλάχιστον δεν υπήρξε καμία πρόοδος από τον προηγούμενο αιώνα. Εκτός αυτών η χώρα συνεχίζει να καταδικάζεται σε αποικιοκρατικού τύπου εξαρτήσεις. Τότε και τώρα.
Η λογοτεχνία «επενδυμένη» με ιστορικά στοιχεία μοιάζει να έχει μεγάλη πέραση στο αναγνωστικό κοινό τα τελευταία χρόνια. Η ιστορία δεν είναι καταφύγιο, καθώς βρίθει λαθών αυτών που πήραν στα χέρια τους τη μοίρα των λαών. Γράφτηκε από τους δυνατούς. Τα μυστικά της όμως, αυτά που δεν επιθυμούν οι δημιουργοί της κυρίαρχης ιδεολογίας να αντιληφθούν οι μάζες, είναι καλά κρυμμένα και ως εκ τούτου δελεαστικά για τους εμβαθύνοντες στα αφανέρωτα επίπεδά της. Παραδείγματος χάριν, γνωρίζετε ότι ο δημοκράτης πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης απαγόρευσε να δημοσιεύονται στα πρακτικά της Βουλής οι αγορεύσεις του αντικαθεστωτικού Ρόκκου Χοϊδά;
Η πιο σημαντική συμβουλή που σας έχουν δώσει για το γράψιμο; Ποιος σας την έδωσε; Ήμουν μόλις είκοσι ενός έτους και αρκετά… τσογλάνι, ώστε να αποτολμήσω να εκτεθώ, δίνοντας προς έκδοση το πρώτο μου παραμύθι, που ήταν «Ένας γελωτοποιός για κλάματα». Τότε ο καλός και σεμνός συγγραφέας Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής μού έδωσε τη συμβουλή να έχω καλή σχέση με το χρόνο, να μην επιδιώκω τη ματαιόδοξη ταχεία αναγνώριση και κάθε μου βήμα να είναι ένα βήμα ακόμη στην υπηρεσία της τέχνης. Το ίδιο με συμβούλεψε και ο πατέρας μου.