- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φόνος με υπόκρουση Καζαντζίδη
Η Μαρλένα Πολιτοπούλου εξηγεί την ιδέα για το βιβλίο της «Η Πηνελόπη των τρένων»
Τι σχέση έχουν τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη μ’ ένα φόνο και τι γίνεται όταν τα χρησιμοποιεί μια συγγραφέας που ποτέ της δεν τον άκουγε; Η Μαρλένα Πολιτοπούλου εξηγεί την ιδέα για το βιβλίο της «Η Πηνελόπη των τρένων».
Η Μαρλένα Πολιτοπούλου στο βιβλίο της ενώνει το χθες της μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία με το σήμερα της Ελλάδας (Νάουσα ο τόπος εξέλιξης της ιστορίας) χρησιμοποιώντας τις συμβάσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος. Το βιβλίο ακούει Στέλιο Καζαντζίδη. Είναι το κομβικό σημείο της ιστορίας, καθότι την ημέρα άφιξης του τραγουδιστή στο σταθμό του Μονάχου το ’65 ‒για μια συναυλία‒ θα δολοφονηθεί ένας Έλληνας μετανάστης. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο ερευνητής και σκιτσογράφος Παύλος Γ. ‒ήρωας και παλιότερων βιβλίων της‒ θα θελήσει να διαλευκάνει το έγκλημα, ως ύστατη οφειλή στον αστυνόμο πατέρα του.
Σας αρέσει ο Καζαντζίδης;
Καθόλου! Δεν τον άντεχα και ακόμη και σήμερα λίγα τραγούδια του ακούω θαυμάζοντας τη φωνή του• ειδικά τα ινδοπρεπή τραγούδια του με απωθούν. Άκουσα πολύ λόγω του βιβλίου• ό,τι αναφέρεται γύρω από αυτόν στις σελίδες είναι δικές μου απόψεις. Μέσα στα χρόνια υπήρξαν άνθρωποι δίπλα μου που τον είχαν Θεό ‒ δεν μπόρεσα ποτέ να συμμεριστώ την αγάπη τους. Σε όλα μου τα βιβλία αναμετριέμαι και με δικά μου πράγματα ή προβλήματα και η σχέση μου με τη λαϊκή μουσική είναι «ελλειμματική». Είμαι ένας άνθρωπος της πόλης με κλασικά ακούσματα και σχέσεις έλξης απώθησης με το λαϊκό στοιχείο. Λατρεύω το δημοτικό τραγούδι και ειδικά τους ποντιακούς χορούς ‒ μπορεί να μου προκαλέσει δάκρυα, κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Πώς γεννήθηκε τότε η ιδέα να χρησιμοποιήσετε τον Καζαντζίδη ως soundtrack της ιστορίας;
Η ιδέα ενός φόνου σε συναυλία με ιντρίγκαρε. Ο Καζαντζίδης ήρθε αργότερα. Όμως, πριν απ’ όλα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία. Στο ψάξιμο έπεφτα συνεχώς στον Καζαντζίδη. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην αναφέρθηκε στην άφιξή του στο σταθμό του Μονάχου. Η Νάουσα προέκυψε μετά από ένα πρόσφατο ταξίδι μου εκεί. Είμαι από τους συγγραφείς που ονειρεύεται τα βιβλία του καιρό πριν κάτσω να γράψω. Οι τόποι μού γεννούν ιστορίες.
Γιατί το θέμα της ελληνικής μετανάστευσης;
Από τη μια πλευρά, χρησιμοποιώ την ελληνική μετανάστευση προκειμένου να σχολιάσω το σήμερα στην Ελλάδα. Υπάρχει όμως ένα προσωπικό στοιχείο στο βιβλίο. Είχα πάει να κάνω ένα ντοκτορά στη Γερμανία και όταν έγινε η μεταπολίτευση και οι περισσότεροι γύρισαν Ελλάδα, σκέφτηκα «σιγά μην κάτσω εγώ τώρα εδώ» και επέστρεψα πίσω. Έμπλεξα με τη δημοσιογραφία και ξέχασα τις σπουδές. Δεν μου άρεσε να ζήσω στη Γερμανία ‒ όπως και πολύ αργότερα, όταν μου παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να δουλέψω στη Βιέννη συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζήσω στα «ξένα». Ήθελα λοιπόν, να ψάξω να βρω τι σήμαινε «ζω στα ξένα» και μάλιστα για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με επιλογές αλλά με επιβίωση.
Η γνώση της γλώσσας δεν θεριεύει την αγάπη για έναν τόπο;
Φυσικά. Αλλά ούτε τα γερμανικά μού αρέσουν! Τα έμαθα γιατί στα δέκα μου αποφάσισε η μητέρα μου να πάω σ’ ένα καλό σχολείο ‒που ήταν και φθηνότερο από τα άλλα‒ και επέλεξε για μένα το γερμανικό σχολείο. Έμαθα πολύ γρήγορα και μπήκα στο σχολείο, αλλά ομολογώ πως στην τάξη ήμουν συνεχώς τελευταία στα γερμανικά. Τα γαλλικά αγαπάω! Τα λόγια του Παύλου στο βιβλίο πως του πέφτουν βαριά η γερμανική αρχιτεκτονική, η γλώσσα τους, η μαγειρική τους είναι δικά μου λόγια. Αλλά δικά μου λόγια στο βιβλίο είναι πως οι Γερμανοί είναι ό,τι καλύτερο έχει η Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Οι ανοιχτόμυαλοι Γερμανοί είναι απίστευτοι άνθρωποι. Αυτοί που ξέρουν γράμματα ξέρουν• αυτοί που δουλεύουν δουλεύουν, δεν είναι καταναλωτές. Είναι υποδειγματικά παραδείγματα του σωστού πολίτη. Μιλάω συγκριτικά.
Όλα βέβαια αυτά είναι απόρροια της σχέσης μου με συγκεκριμένους ανθρώπους. Γελάω με μια φίλη Γερμανίδα. Είναι καθηγήτρια γλωσσολόγος. Είναι αυστηρή, οικονόμος ‒ ποτέ δεν θα επιλέξει κάτι ακριβό. Από την άλλη, αν βάλουμε λίγο τη μουσική πιο δυνατά ή χαχανίζουμε δεν νιώθει άνετα. Όμως, υποσυνείδητα αυτό το χάος το αναζητά και της αρέσει, έστω για λίγο. Από την άλλη όταν εγώ μένω σπίτι της γίνομαι ένας οργανωμένος άνθρωπος (γέλια).
Τι εισπράττετε από τους Γερμανούς φίλους σας για την Ελλάδα;
Οι Γερμανοί είναι φιλέλληνες. Τουλάχιστον όσοι ανήκουν στο «δημοκρατικό τόξο», για να χρησιμοποιήσω μια ελληνική έκφραση. Πιστεύουν στην παραμονή της Ελλάδας στην Ευρώπη. Από την άλλη, είναι πραγματιστές. Μου είπε κάτι ωραίο μια φίλη μου. Η μητέρα της είναι μια έξυπνη γυναίκα, γύρω στα ογδόντα, που όμως ξεχνάει τα ονόματα. Όταν βλέπει τον Σόιμπλε λέει «πώς τον λένε αυτό το λογικό κύριο που κάθεται στο καρεκλάκι;».
Η συγγραφή είναι το όχημα για να πείτε την άποψή σας για τον κόσμο και ειδικά την Ελλάδα ή για να τους κατανοήσετε καλύτερα;
Και τα δύο. Λέω αυτά που σκέφτομαι, αλλά και μέσω αυτής της διαδικασίας μαθαίνω. Νομίζω γι’ αυτό και έγινα δημοσιογράφος. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλοί ήρωες που δεν έχουν σχέση μ’ εμένα, δεν μιλούν σαν εμένα, αλλά σαν ανθρώπους που μπορεί να συνάντησα κάποτε ‒ όπως ο κύριος Λάζος είναι ένας τέτοιος ήρωας. Ο κεντρικός ήρωας, η συγγραφέας παιδικών βιβλίων εκφέρουν και δικά μου λόγια.
Ομολογώ πως στο βιβλίο σας με ικανοποίησε το γεγονός πως υπήρχαν καλοί και κακοί χαρακτήρες στους μετανάστες. Η πολιτική τοποθέτηση των «κακών» ταιριάζει στην ιδέα που έχουμε για την εποχή. Αναφερόμενος στην ταυτότητα του δολοφόνου, φοβηθήκατε να κάνετε την ανατροπή;
Μέχρι το τέλος ήθελα την ανατροπή, αλλά δεν τόλμησα. Στην πορεία της συγγραφής μού γεννήθηκε η ιδέα να «αλλάξω» το δολοφόνο, αλλά δεν το έκανα. Μιλάω για ανθρώπινες αδυναμίες στους οικονομικούς μετανάστες, όμως δεν μπορούσα να υπερβώ τελείως την εικόνα που έχουμε. Μ’ ενδιέφερε να δημιουργήσω μια ιστορική τοιχογραφία εποχής ‒για το δεύτερο κύμα μετανάστευσης‒, όπου ψάχνοντας και ρωτώντας ανακάλυψα πως το εγκληματικό στοιχείο στο χώρο των Ελλήνων μεταναστών ήταν ελάχιστο. Έτσι δεν ήθελα να ανατρέψω την αλήθεια της.
«...Στο εργοστάσιο ήμασταν όλοι σαν αδέλφια. Όλοι για την εταιρεία, Έλληνες και Γερμανοί. Έξω όμως, τα πρώτα χρόνια, αουσλάντερ, λες και ήμασταν λεπροί. Ξένοι. Οι γυναίκες μας έκρυβαν τα χέρια κάτω από τη φούστα και οι άντρες στην τσέπη του παντελονιού να μη φαίνονται τα μαυρισμένα νύχια. Αμ η άτιμη η φτώχεια δεν κρύβεται. Ξέρεις πότε είπα “Θα τα καταφέρουμε”; Όταν είδα την κυρά μου να ανοίγει το πρώτο κουτάκι Nivea που αγόρασε να βάζει στα χέρια της πριν ξαπλώσει. Το έβαλε προσεκτικά δίπλα της στο κομοδίνο. Και ξέρεις τι μου είπε; “Δεν θέλω να ξαναζήσω σε έναν τόπο που οι γυναίκες δεν έχουν βάλει ποτέ κρέμα στα χέρια τους”».
Η φράση με τη Nivea έχει ειπωθεί;
Θυμάμαι κάποτε σε μια συζήτηση με ένα κορίτσι να μου αναφέρει κάτι για τη Νivea και τη μητέρα της. Όταν ξεκίνησα να γράφω βρήκα στο μπλοκάκι μου τη λέξη Nivea και έφτιαξα το διάλογο. Με συγκινεί και εμένα αυτό το σημείο. Κρύβει μια γυναικεία αλήθεια, που έχει να κάνει και με το πόσο ποθητές θέλουν να είναι οι γυναίκες. Μιλώντας με μετανάστες ή απογόνους τους συνειδητοποίησα πως ο έρωτας έπαιζε σημαντικό ρόλο. Ήταν και ο τρόπος να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι ο βασικός κορμός της ιστορίας μου. Το ό,τι μου αρέσουν οι ερωτικές ιστορίες είναι ένα άλλο θέμα (γέλια).
Είναι μεγαλύτερος μπελάς το αστυνομικό από ένα άλλο μυθιστόρημα;
Πολύ μεγαλύτερος. Αν γράφεις ένα βιβλίο για κάποιον έρωτα που εξελίσσεται σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δεν έχεις την ανάγκη να ψάξεις και να διασταυρώσεις στοιχεία, να κάνεις ρεπεράζ. Το αστυνομικό, το οποίο αναφέρεται σε κοινωνικά θέματα απαιτεί άλλου είδους δουλειά, πιο κοπιαστική.
Ποιους συγγραφείς «καλημερίζετε» στα βιβλία σας;
Την Άγκαθα Κρίστι• τη θεωρώ δασκάλα όλων. Από την άλλη είναι ο Παδούρα με το «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά». Υποδειγματικός τρόπος γραφής για το πώς χωνεύεις τις αστυνομικές συμβάσεις προκειμένου να γράψεις ένα μη αστυνομικό μυθιστόρημα. Με αφορά η «διερεύνηση» του κακού που ενυπάρχει στον άνθρωπο• η ψυχολογική παράμετρος ενός εγκλήματος• η ανάλυση μιας κοινωνικής κατάστασης.
Ποιο σύστημα ακολουθείτε για να γράψετε;
Δεν έχω σύστημα. Είμαι άλλα αντ’ άλλων. Σημειώνω ό,τι μου κατέβει για ένα διάστημα, μετά γράφω κατά το κέφι μου ανοίγοντας πολλά νήματα. Προχωρώ, και όταν κάποια στιγμή αποφασίσω το τέλος, το παίρνω όλο από την αρχή. Αυτό μου κοστίζει πάρα πολύ. Η όλη κατάσταση που ζήσαμε ως χώρα με είχε αποσυντονίσει και δυσκολεύτηκα με αυτό το βιβλίο. Σήμερα είναι κατασταλαγμένη πως θα γράψω ένα ακόμη με ήρωα τον Παύλο Γ., ώστε να γίνει τριλογία. Η πρώτη ιστορία αφορούσε τον εμφύλιο, η δεύτερη το μεταναστευτικό και η τρίτη θα αφορά την εποχή της χούντας. Θα δω πως θα πάει και αυτό ‒ δείχνει να πηγαίνει πολύ καλά. Η αποτυχία ή η επιτυχία καθορίζει μερικές φορές τη συνέχεια σ’ ένα συγγραφέα.