Βιβλιο

Το «Pulp» του Τσαρλς Μπουκόβσκι

Αλκοόλ, γυναίκες και πρόζα – πολυβόλο σε ένα αποθεωτικό λογοτεχνικό φινάλε

Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

To ύστατο μυθιστόρημα του καλτ λογοτέχνη που αγαπήθηκε όσο λίγοι, είναι αφιερωμένο στο κακό γράψιμο. Ασφαλώς πρόκειται για τη σκωπτική διατύπωση ενός Μπουκόβσκι αποφασισμένου να παίζει ως το τέλος στους πιο άξεστους ρυθμούς του, όταν όλοι γνωρίζουμε πως η αβίαστη, ευανάγνωστη, λαμπρή πεζογραφία ήταν το πιο δύσκολο πράγμα από το οποίο θα μπορούσε να παραιτηθεί ένας στιλίστας της δικής του εκφραστικής γκάμας.

Η προμετωπίδα του «Pulp» εμπεριέχει ωστόσο ένα ψήγμα ακριβολογίας, τουλάχιστον ως προς τις επιρροές στις οποίες γνέφει. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κακό» οποιοδήποτε γραπτό του Τσάντλερ; Του Χάμετ, του Έρλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, του Τζιμ Τόμσον; Διότι από αυτή τη λογοτεχνική υποκουλτούρα αντλεί ο Μπουκόβσκι αναδιφώντας στην αναγνωστική του σταδιοδρομία στα φτηνιάρικα pulp περιοδικά που κυκλοφορούσαν σωρηδόν κατά την τριακονταετία 1920 – 1950, έντυπα όπως το «Black Mask» και το «The Shadow», όπου φιλοξενήθηκαν τα πρώτα δείγματα της δουλειάς των πιονέρων του νουάρ, προκειμένου να επιχειρήσει τη δική του αναγωγή στο είδος.

Πώς είναι λοιπόν ο Μπουκόβσκι ως αστυνομικός συγγραφέας; Σκέτη απόλαυση. Διαβάστε αυτές τις γραμμές, αν θέλετε μια ιδέα: «Καθόμουν στο γραφείο μου, ληγμένο το συμβόλαιο, ο Μακ Κέλβι είχε βάλει μπροστά την ιστορία να με πετάξει έξω. Είχε ζέστη του θανατά κι ο κλιματισμός δεν δούλευε. Μια μύγα σύρθηκε στην επιφάνεια του γραφείου μου. Την έστειλα στα θυμαράκια κοπανώντας τη με την ανοιχτή παλάμη μου. Σκούπισα το χέρι μου στο παντελόνι κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο».

Για έναν πεζογράφο του οποίου ολόκληρη η τέχνη συνίσταται στο να κάνει το γράψιμο να μοιάζει εύκολο, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν προκύπτει η παραμικρή δυσκολία στην επίκληση όλων των τρικ από το ταχυδακτυλουργικό καπέλο του νουάρ για να ένας σκαρωθεί ένας πειστικός φόρος τιμής στην αστυνομική φόρμα. Ώσπου μια σέξι γυναικεία φωνή ρωτά τον αφηγητή αν διαβάζει Σελίν. Επιπλέον, του ζητά να τον γυρέψει. Ονομάζεται Λαίδη Θάνατος, φορά γόβες τόσο ψηλοτάκουνες, που «έμοιαζαν με ξυλοπόδαρα», φαντάζει σαν «μια μεγαλειώδης ζάλη σάρκας» και προσφέρει στον πρωταγωνιστή μας, Νικ Μπελέιν, αμοιβή έξι δολαρίων την ώρα για να ανακαλύψει έναν Σελίν που «είναι ζωντανός όσο δεν φαντάζεσαι, καμάρι μου», ο οποίος τριγυρίζει στο βιβλιοπωλείο του Ρεντ ρωτώντας διάφορα για τον Φόκνερ, την Κάρσον ΜακΚάλερς, για τον Τσαρλς Μάνσον.

Σε αυτές τις γραμμές συνοψίζεται η υπόθεση του «Pulp». Η Λαίδη Θάνατος ζητά τον «αληθινό, τον πραγματικό Σελίν, κι όχι κάνα δευτεράντζα δήθεν», ενώ ο Νικ Μπελέιν, έκθαμβος από τον ασύλληπτο, αδιανόητο, απερινόητο, «πού να σου εξηγώ» πισινό της εξαπολύεται στα ίχνη του μεγαλύτερου συγγραφέα της Γαλλίας.

Αλκοόλ, νικοτίνη, καυτά θηλυκά, σουρεαλιστικά πιστολίδια, σπαρταριστοί εσωτερικοί διάλογοι υπέρτατης διαύγειας, η επιμειξία του καθαυτού λαϊκού αμερικανικού αναγνώσματος, του αστυνομικού, με την επιστημονική φαντασία, το «Pulp» είναι μια τρυφερή ωδή στο κλασικό hardboiled γραμμένη λίγο πριν από το θάνατο του «δαφνοστεφή ποιητή του περιθωρίου», που επέμενε να αποτυπώνει τη ζωή του στο χαρτί ως το τέλος. Η λογοτεχνική διαθήκη του Μπουκόβσκι δικαιώνει την αιώνια αίγλη του.

image

Τσαρλς Μπουκόβσκι, «Pulp», σελίδες 264, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση – επίμετρο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

(image: HANK – BUKOWSKI: illustration for a story about BUKOWSKI. Acrylic + xerox on nepalese paper – 1990 © ameziane στο Flickr)