Βιβλιο

Εντουάρ Λεβέ: Αυτοπροσωπογραφία. Ένα άδηλο suicide note.

Κάτι σαν ψυχαναλυτική συνεδρία με τον αναγνώστη στη θέση του αναλυτή

Κωνσταντίνος Ματσούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου του Εντουάρ Λεβέ Αυτοπροσωπογραφία, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Opera

Εκατό σελίδες από παρατακτικές δηλώσεις για τον εαυτό: «είμαι.../ δεν είμαι.../ μ’ ενδιαφέρει..../ μου είναι αδύνατον.../ όταν ήμουν.../ αναρωτιέμαι αν.../ πιστεύω πως.../ μου συμβαίνει να.../ σκέφτομαι πως.../ δεν μ’ αρέσουν τα.../ προτιμώ να.../ δεν έχω πάει στρατό/ έχω ρίξει με περίστροφο και με τόξο/ φοράω γυαλιά/ μέσα στο στόμα μου ο χρόνος της καραμέλας κυλάει αργά/ προβλέπω πως θα πεθάνω ογδόντα πέντε χρονών...

Μια τυχάρπαστη αλληλουχία από πρωτοπρόσωπες καταχωρήσεις που γίνονται χωρίς φόβο και πάθος, χωρίς εξάρσεις γενικώς, και χωρίς να διεκδικούν κάποια μοναδικότητα για τον αυτοβιογραφούμενο εαυτό, άλλη από αυτήν που συνθέτει η τυχαιότητα. Εύπορο τέκνο της Δύσης, επαγγελματικά καταξιωμένος ως καλλιτέχνης, οξυδερκής και καλλιεργημένος, ψυχαναλυόμενος επί χρόνια, όχι ιδιαίτερα ευτυχής, ούτε δυστυχής, σίγουρα όμως επίμονος σε κάτι που μάλλον ως αναζήτηση μπορεί να εκληφθεί. «Έχω πολύ σκάψιμο ακόμα μέσα μου». «Όσον αφορά το θέμα του εαυτού μου, είμαι αστείρευτος».

Σαν η εναπόθεση στο χαρτί κάθε πιθανής και απίθανης προσωπικής πληροφορίας να στόχευε στο να δημιουργήσει χώρο για να συντελεστεί μια άλλη, «βαθύτερη» λειτουργία. «Ίσως γράφω αυτό το βιβλίο για να μη χρειαστεί να ξαναμιλήσω». Ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την ομιλία με σκοπό την είσοδο στη σιωπή ή, ίσως πάλι, κάτι σαν ψυχαναλυτική συνεδρία με τον αναγνώστη στη θέση του αναλυτή ο οποίος ακούει τα πάντα σε ελεύθερο συνειρμό; «Για να δω αν ήμουν ομοφυλόφιλος, προσπάθησα να αυνανιστώ σκεπτόμενος άντρες. Δεν δούλεψε».

image

Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο λειτουργεί αντανακλαστικά, ως καθρέφτης που επάνω του ο αναγνώστης, καταφάσκοντας ή διαφωνώντας, καταχωρεί νοερά τα δικά του (χούγια, μνήμες, πρακτικές): «Όταν μιλάω στο τηλέφωνο, το πρόσωπό μου δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια». Εγώ αντίθετα παρασύρομαι το ίδιο, όσο και σε μια ζωντανή συζήτηση. «Μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να διαβάσω τη βιογραφία ενός αγαπημένου συγγραφέα, κι όταν το κάνω απομαγεύομαι». Όντως είναι έτσι, πράγμα που με έχει βοηθήσει να διαχωρίζω το συγγραφέα από την ιστορική προσωπικότητα. «Όταν καταγράφω τα βιβλία που έχω διαβάσει, κλέβω βάζοντας μέσα και βιβλία που δεν έχω διαβάσει μέχρι τέλους». Υπάρχει δηλαδή κάποιος που δεν το κάνει; «Οι καλύτεροι φίλοι μου έχουν πάνω τους κάτι θηλυκό». Χμ, ναι, κι επίσης, οι καλύτερες φίλες μου, κάτι αρρενωπό. «Συσσωρεύω ενάρξεις». Κι εγώ, δυστυχώς.

Ενώ δεν λείπουν οι αναφορές σε ποιητικές εμπειρίες, αντίθετα, ο τόνος της γραφής συγκρατείται σ’ ένα επίπεδο σχεδόν δημοσιογραφικής λιτότητας: «Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρουν η ουδετερότητα και η ανωνυμία της καθημερινής γλώσσας, παρά οι απόπειρες ποιητών να δημιουργήσουν τη δική τους γλώσσα».

Δυο προτάσεις αργότερα έρχεται η ομολογία πως πρόκειται για έναν αντίστροφο ιδεαλισμό: «Ονειρεύομαι μια γραφή λευκή που όμως δεν υπάρχει». Παρεμπιπτόντως υπάρχει –ή τουλάχιστον έχει επιχειρηθεί– στο «White Album» της Αμερικανίδας Τζόουν Ντίντιον, για το οποίο η συγγραφέας του έχει πει: «Θέλω να γράψω ένα βιβλίο τόσο ελλειπτικό και γρήγορο που θα τέλειωνε πριν το καταλάβει κανείς... ένα λευκό βιβλίο όπου ο αναγνώστης έπρεπε να φέρει τους δικούς του εφιάλτες...».

Τι χρώμα έχει λοιπόν η παρούσα γραφή που τηρεί απαρέγκλιτα ίσες αποστάσεις από όλα όσα πραγματεύεται, μικρά ή μεγάλα, ιδιοφυή ή κοινότυπα; Είναι αδύνατον ν’ αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι κι αυτή «διαλευκάνθηκε» από την αυτοχειρία του συγγραφέα δυο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της αυτοπροσωπογραφίας. Όντως, λοιπόν, προετοιμασία για την απόσυρση στη σιωπή, μηδένισμα του κοντέρ, ένα άδηλο suicide note, σάρωμα εφ’ όλης της ύλης πριν από το σβήσιμο της οθόνης.