- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ένα διαβατήριο για νέους Έλληνες ποιητές
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος με το νέο διεθνές εγχείρημά του «Άταφοι νεκροί» θα ταξιδέψουν τη σύγχρονη ελληνική ποίηση στα πέρατα του κόσμου
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος με το νέο διεθνές εγχείρημά του «Άταφοι νεκροί» θα ταξιδέψουν τη σύγχρονη ελληνική ποίηση στα πέρατα του κόσμου. Συνοδοιπόροι του οι ποιητές Γιάννης Στίγκας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Θωμάς Ιωάννου, Αντιγόνη Βουτσινά, Νικόλας Ευαντινός.
Το Σάββατο 30 Μαΐου, παρακολούθησα στο Άττις αναγνώσεις ποιημάτων 20 σύγχρονων ποιητών ηλικίας 30-39 ετών. Κι ενώ ήμουν προετοιμασμένη για μια βαρετή βραδιά –για μένα η σύγχρονη ελληνική ποίηση είχε τελειώσει με τον θάνατο του Νίκου Καρούζου–, βρέθηκα να ξενυχτάω μαζί τους, μετά από 3,5 ώρες ανάγνωσης. Ενθουσιάστηκα με αυτό που άκουσα, γιατί αυτή είναι για μένα η εικόνα της σύγχρονης, δημιουργικής Ελλάδας κόντρα στο χάος και την έλλειψη πνευματικότητας που επικρατεί.
Η ποίηση των Γιάννη Στίγκα, Θωμά Τσαλαπάτη, Κυριάκου Συφιλτζόγλου, Θωμά Ιωάννου, Αντιγόνης Βουτσινά, Νικόλα Ευαντινού, κοφτερή σαν λεπίδι και έκκεντρα συναισθηματική, θα εξαχθεί και θα ακουστεί στα πέρατα του κόσμου, από το πανεπιστήμιο Columbia των ΗΠΑ και το Βερολίνο μέχρι την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Ρωσία, στο πλαίσιο του νέου διεθνούς εγχειρήματος του Θεόδωρου Τερζόπουλου «Άταφοι νεκροί», όπου συμμετέχουν ο Mark Mazower, ο Tadashi Suzuki, ο Γιάννης Κουνέλλης, η Ala Demidova κ.ά.
Ας γνωρίσουμε τους ποιητές, λοιπόν:
Θωμάς Τσαλαπάτης
Είναι 30 ετών, απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και αρθρογραφεί στην «Εποχή», στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και στο περιοδικό «Unfollow». Άρθρα του θα βρείτε στο blog του: https://tsalapatis.blogspot.gr. Ποιητικές του συλλογές: «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ» (Εκάτη, 2011), «Άλμπα» (Εκάτη, 2015).
«Αταφοι νεκροί»…
Από το μύθο της Αντιγόνης μέχρι τους ζωντανούς νεκρούς της σύγχρονης πλαστικής εποχής, ο όρος αυτός τίθεται ως όριο. Περιγράφει την περιεκτικότητα θανάτου που υπάρχει στο τώρα της ζωής, την περιεκτικότητα ζωής στο χθες και το αύριο του θανάτου. Και τη δική μας συνδιαλλαγή με αυτά τα όρια και αυτές τις περιεκτικότητες.
Νέος, ποιητής στην Ελλάδα του 2015...
Αμφίβολους βρίσκω και τους δύο όρους. Τον πρώτο τον αντιλαμβάνεσαι μόνο αφού τον χάσεις, ενώ τον δεύτερο ‒σαν πρόθεση και σαν θέαση‒ πολύ πριν τον κερδίσεις. Στο παρόν απλά ζεις, χωρίς ιδιότητες και τίτλους, ενώ ο ποιητής και ο νέος σε τοποθετούν ανάμεσά τους, παίζοντας μήλα, πετώντας μπάλα πάνω σου το χρόνο.
Γιατί γράφω ποίηση…
Πάντα φοβόμουν πως απαντώντας στην ερώτηση αυτή με βεβαιότητα, αυτομάτως θα σταματούσα να γράφω. Επιτρέψτε μου λοιπόν να την προσπεράσω. Είναι νωρίς για βεβαιότητες.
Αν η Ελλάδα ήταν τίτλος ποιήματος…
Θα επέλεγα τον τίτλο ενός από τα τελευταία μου ποιήματα – χωρίς να συμμερίζομαι τόσο την απαισιοδοξία του: «Πολύ νεκρός για να πεθάνει».
Θυμώνω/ Ελπίζω…
Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ο Καζαντζάκης.
Αγαπημένοι στοίχοι άλλου ποιητή…
(Ο πρώτος που μου πέρασε από το μυαλό) «Ὑπομονή. Θὰ πήξει τὸ δάκρυ, θὰ γίνει νησί.» του Ε.Χ. Γονατά.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σάββατο των ψυχών
Κάνει πάλι Σάββατο έξω
Και γω κλεισμένος σ ένα κάτι κλιματιζόμενο
Μετρώ κοινωνικότητα σε κλεμμένους αναπτήρες
Πόλη γεμάτη Σάββατο
Στα δάχτυλά σου μετρώ τις ημέρες μου
Σάββατο των ψυχών
Στην πολιτεία της Άλμπα
(«’Αλμπα», Εκάτη, 2015)
Τώρα η σιωπή περπατά με σιδερένια τακούνια και συ βρίσκεσαι έξω από το νεκροταφείο της πόλης. Καθισμένος σε ένα πεζούλι προσπαθείς να ξεμπλέξεις τον καιρό απ’ το χρόνο. Είναι η ώρα αυτή που ακούς τους νεκρούς να αλλάζουν πλευρό. Όλοι τους μαζί ταυτόχρονα. Και μαζί να αλλάζει στον χάρτη η Ανατολή και η Δύση. Σαν να μπήκαμε αγκαλιασμένοι ξαφνικά σε καθρέφτη.
***
Στο βάθος στέκει ανεστραμμένο το δάσος. Απλώνει τις ρίζες στον ουρανό, τα κλαδιά προς το έδαφος. Εκκρεμεί, στάζοντας λέξεις και γράμματα μιας καταγραφής που αναβλήθηκε. Το φθινόπωρο τα ξεραμένα φύλλα ανέρχονται και στοιβάζονται στα σύννεφα, φράζουνε τον ορίζοντα, απειλούν το διερχόμενο βλέμμα. Έστω για λίγο. Πολλοί από τους κατοίκους της γειτονιάς χαθήκαν στο δάσος κοιτάζοντάς το από μακριά. Ο διαβάτης που το διασχίζει θα ξαφνιαστεί όταν σε παγίδες για αμφίβολα αγρίμια θα συναντήσει εγκλωβισμένο ένα χθεσινό βλέμμα να αιμορραγεί, το ανοιγοκλείσιμο ενός ματιού να φτερουγίζει τρομαγμένο από κλαδί σε κλαδί ή μια φωλιά γεμάτη γυαλιά μυωπίας κρυμμένη απ’ την πείνα των θηρευτών. Φορτισμένες με τόση όραση οι φυλλωσιές των δέντρων ίσα που σου επιτρέπουνε να ανασάνεις. Εγκλωβισμένος απ’ τις στοιβαγμένες ματιές, με την όραση σου διάτρητη από την όραση άλλων, σκοντάφτοντας συνεχώς στο μακρινό κοίταγμα, προχωράς χαμένος στην παράδοξη βλάστηση. Παραμέρισε πυξίδες και χάρτες. Εδώ θα βρεις τη διαδρομή σου μοναχά σαν κλείσεις τα μάτια.
(ποιητική συλλογή «’Αλμπα», εκδ. Εκάτη, 2015)
Γιάννης Στίγκας
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977, σπούδασε ιατρική, ζει και εργάζεται ως γιατρός στην Αθήνα. Ποιητικές του συλλογές: «Η αλητεία του αίματος (Γαβριηλίδης, 2004), «Η όραση θ’ αρχίσει ξανά» (Κέδρος, 2006), «Ισόπαλο τραύμα» (Κέδρος, 2009), «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο» (Μικρή Άρκτος, 2012), «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο» (Μικρή Άρκτος, 2014). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά, σουηδικά, βουλγάρικα και σέρβικα.
«Αταφοι νεκροί»…
Δυο χούφτες χώμα δεν κάνουν τη διαφορά. Τους νεκρούς τους σκεπάζει αυτό που λέμε «ταυτότητα». Κατά τη γνώμη μου, άταφοι νεκροί είναι οι ανώνυμοι νεκροί. Δεν τους ξέρουμε, ίσως η Μεσόγειος να τους γνωρίζει καλύτερα.
Νέος, ποιητής στην Ελλάδα του 2015...
Δεν υπάρχουν νέοι ποιητές. Υπάρχουν ποιητές έτοιμοι και ποιητές ανέτοιμοι. Και δεν είναι θέμα ηλικίας. Έχω υπ’ όψιν αρκετούς εξηντάρηδες απελπιστικά ανέτοιμους. Κι αυτό ας το εκλάβει ο καθένας με τη δική του λογική, ειρωνεία και συμπάθεια. Έτσι, για να κλείσουμε το μάτι στον Αρθούρο Ρεμπό.
Γιατί γράφω ποίηση…
Γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Αν η Ελλάδα ήταν ποίημα…
Δεν θα έγραφα ποτέ ένα ποίημα για την Ελλάδα του 2015. Το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά αν θες να αποτυπώσεις την επικαιρότητα, πάρε καλύτερα μια polaroid. Η ποίηση αλλιώς βατεύει τα γεγονότα. Μιλάει για το παρόν με όρους κατακερματισμένης αιωνιότητας. Μιλά για τη φύση του πόνου, όχι την αφορμή του. Οφείλουμε να σεβαστούμε τον ανθρώπινο πόνο κι εδώ δεν χωράει καμία εκμετάλλευση.
Θυμώνω/ Ελπίζω…
Θυμώνω που προσπαθώ ν’ απαντήσω κάτι έξυπνο σε αυτή την ερώτηση. Ελπίζω να μην με παρεξηγήσετε.
Αγαπημένοι στοίχοι άλλου ποιητή…
Ω, μα είναι τόσοι πολλοί, τι να πρωτοθυμηθώ; Να σας πω καλύτερα αγαπημένους τοίχους άλλων ποιητών; Ο τοίχος που στήσανε οι φασίστες τον Λόρκα, ο τοίχος που συνάντησε κάποτε ο Καρυωτάκης και τον διέλυσε μ’ ένα εξ επαφής χάχανο, ο τοίχος κάθε ποιητή που γράφει με την πλάτη στον τοίχο.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΤΙΤΛΟ
στραβά που σ’ έραψα στραβά
στραβά θα με ξηλώσεις
Αγαπητέ κύριε,
εγώ σας έκανα καλό με τόσους εφιάλτες
γιατί μετά, το δροσερό νερό
μετά, το χάδι στα μαλλιά
το «σώπα, ξημερώνει».
Ενώ για μένα τι;
που ζω ένα γκρι σαν παρεξήγηση
που μ’ αλυχτάνε τα σκυλιά
που με τρυγά η σκουριά
–τόσες περικοπές για ένα κορμί–
τουλάχιστον ας βάζατε ανοξείδωτες τις βίδες,
για να μη γυροφέρνω μ’ ένα κίτρινο αδιάβροχο
χειμώνα-καλοκαίρι
σαν τους επιδειξίες.
Κι ύστερα,
γιατί εμένανε τα χέρια μου
να ’χουνε τέτοιο εμφύλιο
το ’να να θέλει να γυρίσει στον παράδεισο
τ’ άλλο να γράφει: ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ
έτσι θα μένω πάντα στην Αθήνα.
Γιατί τόσες ραφές χωρίς κανένα σχέδιο
ένα της πλάκας ή
ένα δικό μου όνομα
–ας γράφατε μονάχα τ’ αρχικά–
έστω μια τρίλιζα
(στο ύψος της καρδιάς)
–κι έννοια σας, κύριε–
γνωρίζω εγώ να χάνω
(ποιητική συλλογή «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο», Μικρή Άρκτος, 2014)
Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ
Άμα το αίμα γίνεται χόμπυ
aσ’ τα να πάνε...
Με το ’να χέρι κρατάω σταυρό
γιατί μπαίνω σε ποίημα
με τ’ άλλο την κοιλιά μου από τα γέλια
για’ δε σε πίστεψα ποτέ
γιατί το έμαθα καλά
πως το κακό
βγαίνει κι αυτό για μεροκάματο
κι εσύ κοιμάσαι δωδεκάωρα
και κάτι ακόμα
η δίψα
δεν είναι καύλα
να σου τη σβήνει ο άλλος
είναι θρησκεία ολόκληρη
–αλλά ας μην μιλήσουμε καλύτερα γι’ αυτά–
το τι δεν κάνεις στις παρθένες
αυτό κι αν είναι θρυλικό
Λοιπόν
τ’ ανθρώπινα δεν είναι για τα δόντια σου
τράβα να γίνεις νυχτερίδα
θα μπεις απ’ τ’ ένα αυτί
και δεν θα βγεις απ’ τ’ άλλο
θα μείνεις
να διδάξεις
στο σκοτάδι
(ποιητική συλλογή «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο», Μικρή Άρκτος, 2014)
ΜΕΔΟΥΣΑ
Κατ’ αρχήν
είναι το βλέμμα
κι εκείνη το ’φερνε από μεγάλα βάθη
Δεν ξέρω αν εξηγεί η μοναξιά
μα ωστόσο η μοναξιά –
που δυο χαλίκια δεν ενώνονται ποτέ
και τα βουνά μια μέρα θα μας γίνουνε χαλίκια
Ήταν πικρή κι αμίλητη
που όλα την ίδια τύχη μες τα μάτια της
από ένα μυρμήγκι
ώς τη δημοκρατία
κι ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο
πλήθος κορμιά συρρέανε
κόρες εκπάγλου καλλονής
οι μάγκες με τις λεοντές
–να σημειώσουμε πως τότε δεν υπήρχαν φωτογράφοι–
Ήταν καλή
και την εσκότωσαν
ο μανιακός ο θαυμαστής
με τη λεπίδα
Ξεσπάσαν μαύρες ταραχές
σειρήνες
μπάτσοι
πετροπόλεμος
από παντού συνθήματα:
Νεκρή μου φύση σού ’ρχομαι
Ψωμί
Παιδεία
Ελευθερία
σ’ όλα δοκίμασα τα δόντια μου
σ’ όλα μού σπάσανε
Λοιπόν;
Εκεί που η τάξη αδυνατεί
έρχεται ο μύθος
Αυτά.
Δεν σώθηκε τίποτα δικό της
Κρίμα.
Πρέπει να ήτο
εξαίσια γλύπτις
(ποιητική συλλογή «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο», Μικρή Άρκτος, 2014)
Κυριάκος Συφιλτζόγλου
Γεννήθηκε στη Δράμα το 1983, όπου και ζει. Έχει σπουδάσει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο ΑΠΘ. Όταν δεν γράφει ποιήματα, διαβάζει και φωτογραφίζει. Ποιητικές συλλογές: «Έκαστος εφ' ω ετάφη» (Γαβριηλίδης, 2007), «Μισές αλήθειες» (Μελάνι, 2012), «Με ύφος Ινδιάνου» (Μελάνι, 2014).
«Άταφοι νεκροί»…
Οι μετανάστες, αυτοί που πνίγονται ή τους πνίγουν στον Έβρο ποταμό, στη Μεσόγειο ή οπουδήποτε αλλού. Περισσότερο πτώματα παρά νεκροί. Ανώνυμοι, άταφοι, μετανάστες ακόμη και στο θάνατο.
Νέος, ποιητής στην Ελλάδα του 2015...
Τα τελευταία 3-4 χρόνια αποφασίστηκε ν' ανοίξει μια κουβέντα για τους «νέους ποιητές», σχεδόν με μανία. Όλοι τσιμπήσαμε. Συνήθως γίνεται επιπόλαια, πρόχειρα και με όρους φιλοδοξίας. Πλέον, κάνει κακό και στους νέους και στους ποιητές και στην ποίηση. Σίγουρα, υπάρχει μια «τάση» με αρκετή «υπόταση» και σίγουρα έχουν ξεχωρίσει κάποιες «φωνές». Φανταστείτε πάντως τα επόμενα χρόνια να μιλάμε για «γέρους ποιητές» ή «ηλικιωμένη ποίηση». Θέλουν προσοχή όλα αυτά.
Γιατί γράφω ποίηση…
Ο Καρούζος «συνεργάζεται με το μηδέν», άλλος πονάει και γράφει, άλλος συνομιλεί με τους νεκρούς του, άλλος ξορκίζει τους δαίμονές του, άλλος γράφει, άρα υπάρχει. Είναι μια ανάγκη δημιουργίας. Τα υπόλοιπα τα νιώθω ποιητικισμούς και ψυχαναλυτικά ντιβάνια, άντε σφηνάκια δροσιστικά.
Αν η Ελλάδα ήταν τίτλος ποιήματος…
Άτιτλο προς το παρόν. Θέλει πολλούς νεκρούς για τίτλο. Δεν της αξίζει ακόμη.
Με θυμώνει…
Η κουτοπονηριά, η βλακεία, το ότι πρέπει να ξαναρχίζεις την κουβέντα ξανά και ξανά από την αρχή.
Μου δίνει ελπίδα…
Η συνεννόηση σε πρώτο χρόνο. Είναι ένα βήμα ελπίδας.
Αγαπημένοι στοίχοι άλλου ποιητή…
«Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι. Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει. Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει». Δ. Σολωμός.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Το εφικτό πάντα με κούραζε
πάντα με ξενέρωνε
και η τέχνη του
η λεγόμενη πολιτική
ακόμα περισσότερο
Εγώ ήμουν πάντα
του αν-έφικτου
του άπιαστου
κι ας με φώναζαν υποτιμητικά
απολιτίκ
Το δέχομαι
κάθε εξίσωση κάθε ετικέτα
νομίζω πως μου πάει
Πάντα μου άρεσαν οι φωτεινές επιγραφές
τα μεγάλα όνειρα τα απατηλά
Ένας απολιτίκ μιας λεωφόρου
(ποητική συλλογή «Έκαστος εφ’ ω ετάφη», Γαβριηλίδης, 2007)
αν φερ’ ειπείν αν η κακιά στιγμή ήταν
ένας αναπτήρας υγραερίου και έπρεπε
να πας σ' ένα περίπτερο να τον γεμίσεις
και διαπίστωνες έντρομος πως τα πελώρια
βυζιά της περιπτερούς συνέθλιβαν το
Ριζοσπάστη του περασμένου αιώνα
αλλάζοντας σου τη γνώμη για τον
ισπανικό εμφύλιο
θα άναβες,
και αν ναι
θα το μετάνιωνες;
(ποιητική συλλογή «Μισές αλήθειες», Μελάνι, 2012)
Υπεραστικά λεωφορεία
στη Ρεϊχάν (1985-2012)
τόσο δέρμα
τριγύρω
τόσο δέρμα
που έσβηναν τα ίχνη
απέραντη ροζ πορσελάνη
κάτασπρες οδοντοστοιχίες
πίσω από οπλισμένο σκυρόδεμα
κανείς δεν έφτανε
στην εξώπορτα
κανείς
μόνο στα υπεραστικά λεωφορεία
ομοιοκαταληκτούσαν οι άλλοι
στα σημεία αφίξεων
αναχωρήσεων
στα σημεία που η γεωγραφία
σήκωνε τα χέρια ψηλά
εκεί
άλλαζαν δέρμα
οι άλλοι
εκεί
από σημεία γίνονταν
σήματα
της πιο αδειανής μας
ζωής
-τι τάχα κατάλαβες Ρεϊχάν
και βασίλεψες τόσο νωρίς;
(ποιητική συλλογή «Με ύφος Ινδιάνου», Μελάνι, 2014)
Αντιγόνη Βουτσινά
Είναι 39 ετών. Αντί βιογραφικού: «Μη διψάτε ποτέ για ένα ακριβό βιογραφικό, όσο για ένα μπουκάλι πεπαλαιωμένο κόκκινο ποίημα». Ποιητική συλλογή: «το λάθος ποίημα» (Μελάνι, 2012).
«Αταφοι νεκροί»…
ή αλλιώς ωραία τραύματα, διάπλατα ανοιγμένα. Προσπαθείς να τα χωρέσεις μες το ποίημα. Καμιά φορά, κάτι πετυχαίνεις, ωραία το έθαψα κι αυτό λες αλλά αμέσως μετά το βρίσκεις μπροστά σου. Στην επόμενη γωνία του ποιήματος, να σου ζητάει φωτιά ν’ ανάψει το τσιγάρο του.
Νέα, ποιήτρια στην Ελλάδα του 2015...
Ως προς το νέα, δεν έχω πολλά να σας πω. Δεν τα πάω καλά και με τα επίθετα. Μου θυμίζουν χειριστικές μανάδες που δεν αφήνουν απ’ το χέρι το παιδί τους, σώνει και ντε να το βοηθήσουν να περπατήσει. Μα οι λέξεις περπατάνε ωραιότατα και μόνες τους. Ποιητής κανείς είναι με τη στάση που κρατάει πρώτα απ’ όλα στη ζωή του. Όσο αιφνίδιες κι αν είναι οι μεταφορές σου, όσο φρέσκια κι αν είναι η εικονοποιία σου, αν στη ζωή σου φιλάς κατουρημένες ποδιές, αν σκύβεις το κεφάλι, αν γράφεις για να γίνεις γνωστός, τότε το πιθανότερο είναι να φτάσεις ψηλά. Όμως, όπως λέει κι ο Κ. Ριζάκης, οι ποιητές είναι η έσχατη κατηγορία των ανθρώπων.
Γιατί γράφω ποίηση…
Δεν γράφω ποίηση. Προσθέτω στην υπάρχουσα γεωγραφία έναν ανύπαρκτο τόπο στον οποίο να μπορώ να με αγαπήσω.
Αν η Ελλάδα ήταν ποίημα…
Δεν θα έγραφα ποτέ ποίημα για την Ελλάδα του 2015. Το ποίημα γράφεται στο δρόμο της επιστροφής απ’ το βίωμα, όχι όταν είσαι μέσα σ’ αυτό.
Θυμώνω/ Ελπίζω…
Μου δίνει ελπίδα, όταν μπορώ και θυμώνω. Θυμώνω, όταν χάνεται και η τελευταία μου πιθανότητα να ελπίζω. Το θέμα, όμως, παραμένει το πώς θυμώνεις ή ελπίζεις. Συνήθως η διαδρομή του θυμού μου είναι προς τα μέσα, ενώ της ελπίδας προς τα έξω. Αν το έκανα αντίστροφα, θα κυλούσε η ζωή μου πιο ποτάμι.
Αγαπημένοι στοίχοι άλλου ποιητή…
«Κάτι επικίνδυνα κομμάτια/χάος/είν’ η ψυχή μου/που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός//άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια/τα δείχνουν/τα πουλάνε/τ' αγοράζουν//εγώ δεν τα πουλώ//οι άνθρωποι/τα κοιτάζουν/με ρωτάνε/άλλοι γελάνε/άλλοι προσπερνάνε//εγώ δεν τα πουλώ». Μίλτος Σαχτούρης, «Κάτι επικίνδυνα κομμάτια»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ανατροφή
Λείπω
Λείπεις
Λύπη
Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ' ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.
(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)
(από τη συλλογή «το λάθος ποίημα», Μελάνι 2012)
τρι(α)μελής οικογένεια
Ο πατέρας,
ζωντανό αλεξικέραυνο στη θλίψη.
Η μητέρα,
άκακος κεραυνός.
Οι δυο μαζί•
ηλεκτροφόρες λύπες
που δεν έπιασε το αλεξικέραυνο.
Ανεβείτε τώρα στην ταράτσα
να δείτε το καμένο σας παιδί.
(από τη συλλογή «το λάθος ποίημα», Μελάνι 2012)
η αλκοολική μοδίστρα του ουρανού
Δεν μπορώ να δω τα πουλιά.
Αντικρίζοντάς τα,
βλέπω τις μαύρες κόπιτσες του ουρανού
που συγκρατούν τα τραύματά του.
Μετά, έρχεται το απόγευμα
κι η ράφτρα του πόνου πίνει τόσο πολύ
που αρχίζουν να τρέμουν τα χέρια της,
χάνει τις κόπιτσες
και αφήνει ακάλυπτο
για λίγο
το δέρμα του ουρανού.
Τότε, από εκεί
εγώ κοιτάζω την πληγή
κι εσείς το ηλιοβασίλεμα.
(από τη συλλογή «το λάθος ποίημα», Μελάνι 2012)
Νικόλας Ευαντινός
Είναι 33 ετών, γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Ιεράπετρα Κρήτης. Υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο Νικόλας Ευαντινός έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις» (Γαβριηλίδης, 2008), «Ρουβίκωνας στα μέτρα μας» (Μελάνι, 2011), «Ενεός» (Μανδραγόρας, 2012). Όταν δεν γράφει ποιήματα, γράφει στίχους και μουσική, τραγουδά και παίζει κιθάρα με το συγκρότημά του Φέρ’ το Φοκο
«Άταφοι νεκροί»…
Η ταφή και η κηδεία ‒δηλαδή η φροντίδα‒ του νεκρού είναι ίσως η πρώτη ποιητική πράξη της ανθρωπότητας, με την οποία σηματοδοτείται και η απαρχή των πρώτων βημάτων του πολιτισμού των ανθρώπων. Ο «άταφος νεκρός», λοιπόν, δεν είναι παρά η επικράτηση της βαρβαρότητας έναντι της «ανθρωπινότητας» ή αλλιώς το αποτέλεσμα μιας εντελώς αντιποιητικής πράξης.
Νέος, ποιητής στην Ελλάδα του 2015...
Η «νεότητα του ποιητικώς ζείν» είναι μια ιδιότητα που θαρρώ πως έχει όποιος ζει ποιητικά. Η κατεξοχήν πράξη νεότητας είναι να διευρύνεις, να εμβαθύνεις, να ξεχειλώνεις τα όρια του κόσμου είτε από περιέργεια, είτε από αντίδραση, είτε από οποιοδήποτε κίνητρο. Νιώθω λοιπόν τη φράση «νέος ποιητής» ως κάποιο είδος ευχάριστου πλεονασμού. Τώρα, η Ελλάδα του 2015, ως ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, είναι σίγουρα ασφυκτικό και παγερά αδιάφορο όχι μόνο για τη νέα γενιά αλλά και για την ποιητικότητα εν γένει.
Γιατί γράφω ποίηση…
Είναι ένας σκοπός δίχως σκοπιμότητα, όπως θα έλεγε ο Καντ. Οι αιτίες που σε σπρώχνουν πάνω στα δόντια της λευκής σελίδας είναι ίδιες με αυτές που κάνουν κάποιον με κινητική δυσλειτουργία να χορεύει με τις πατερίτσες ή το αμαξίδιό του.
Αν η Ελλάδα ήταν στίχοι…
Η «Παράγκα» του Σαββόπουλου στιχουργικά είναι μια πιστή και ρεαλιστική απεικόνιση της Ελλάδας του 2015.
Με θυμώνει…
ο θάνατος της λογικής στο όνομα της λογικής, ο πόλεμος κατά της κοινωνίας στο όνομα της κοινωνίας, η καταστροφή ενός λαού στο όνομα της σωτηρίας του.
Μου δίνει ελπίδα…
«οι δεκαπέντε ντρίπλες –όσα και τα χρόνια– του πιτσιρικά με την μπάλα της τρέλας»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΣΠΕΡΝΟΥΝ
Αν με ρωτούσαν,
«και τι έχεις να μας πεις
τώρα που τα μάτια αλέθουν
κούφιο ύπνο, ασβέστη και χαλάζι
τώρα που το αύριο μοιάζει με ζευγάρι παπουτσιών,
παρατημένο σε άκρη πεζοδρομίου
γεμάτο κέρματα για ν’ αγοράσει πόδια
τώρα που μεσήλικα εγγόνια
αγουροξυπνημένων κόσμων
φτιάχνουν σεισάχθειες κι αναχωρούν
τώρα που στα πνευμόνια της γης
θερίζει και λυσσομανά
η ανάγκη για ανάστροφα πηγάδια;»
θα έλεγα
«πιστεύω σε φόρεμα κόκκινο
προς χάριν χορού ή
σε ψαρέματος καλάμι
προς χάριν αστεϊσμών ή
σε αναμμένο τζάκι
προς χάριν παραμυθιών.
Έχετε πίστη.
Δεν γεννιόμαστε.
Φυτρώνουμε!»
Μα ποτέ δεν με ρώτησαν.
(Από τη συλλογή «Ρουβίκωνας στα μέτρα μας, Μελάνι, 2011)
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Dr FRANKENSTEIN
Τελικώς στην απολογία του
ο κατηγορούμενος είπε κατά γράμμα:
«Το βλέμμα έβγαλα ενός μωρού
και έφηβης ξερίζωσα το καρδιοχτύπι.
Από νοικοκυρά έκοψα τα γυμνασμένα μπράτσα
και από ασκητή ρούφηξα τη σιγή.
Και είπα: «ιδού το κενό, ιδού κι η φλόγα,
ιδού η ισχύς, ιδού και το φως.
Φέρτε τώρα τον υποδοχέα
για να γεννήσω έναν άνθρωπο!
Κι όμως
δεν βρήκα πτώμα
δεν βρήκα σώμα
στην άπλαστη πλάση
την άπιαστη».
Αθωώθηκε για όλους τους στίχους.
Καταδικάστηκε για τον τελευταίο.
(Από τη συλλογή «Μικρές αγγελίες και ειδήσεις», Γαβριηλίδης, 2008)
Ενεός…
γιατί δεν είχε γάλα
Ώρα κρατούσε το ακουστικό και έτρεμε. Δεν κρύωνε. Έκλαιγε. Σιγά-σιγά η άσπρη κελεμπία που στεκότανε στον θαλαμίσκο του καρτοτηλεφώνου γινόταν σύννεφο, ομίχλη παχιά.
Στο τέλος χύθηκε στο τσιμέντο σαν γάλα και δεν σταματούσε, έγινε αστείρευτο λευκό ποτάμι που άρχισε να κυλά και να κυλά, και έφτασε στη θάλασσα, πέρασε τη διώρυγα εισέβαλε στη μακρινή ήπειρο και κυλούσε και κυλούσε ώσπου εισήλθε στην πατρίδα, μπήκε στο χωριό, στο μαγαζί με το τηλέφωνο και σταμάτησε
στους αστραγάλους της γυναίκας που κρατούσε το ακουστικό μιλώντας στον ξενιτεμένο με το μωρό στη ρώγα και του έλεγε πως δεν είχε γάλα.
(Από τη συλλογή «Ενεός», Μανδραγόρας, 2012)
Θωμάς Ιωάννου
Γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1979 στην Άρτα, μεγάλωσε στην Πρέβεζα, ζει στα Ιωάννινα. Σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως Νευρολόγος, αρθρογραφεί στο περιοδικό «Τα Ποιητικά». Ποιητική συλλογή: «Ιπποκράτους 15» (Σαιξπηρικόν, 2011, 2014) - Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2012, Υπουργείο Πολιτισμού.
«Αταφοι νεκροί»…
Οι αγνοούμενοι ανάμεσα στα αποσιωπητικά της ιστορίας. Οι αυτόχειρες, οι οποίοι αυξάνονται με γεωμετρικό ρυθμό και ανέκαθεν πήγαιναν «αδιάβαστοι», αλλά και οι «μελλοζώντανοι που παρακαλούν να τους δοθεί η χάρη να πεθάνουν».
Νέος, ποιητής στην Ελλάδα του 2015...
Σε μια εποχή πλήρους κατακερματισμού, όπου οι συλλογικές αφηγήσεις δεν πείθουν, οι ποιητές που θέλουν να λογίζονται νέοι, επωμίζονται το βάρος να αποδείξουν πως έστω και ως θραύσμα η ποίηση παραμένει ζωντανή, επείγουσα και δραστική.
Γιατί γράφω ποίηση…
Γιατί πάσχω από το σύνδρομο ανήσυχων χεριών, αν θα ήθελα να δώσω μια επιστημονικοφανή εξήγηση. Όμως, η ποίηση δικαιώνεται, όταν πέρα από όποια ανάγκη αυτοκάθαρσης, κατορθώνει μια έξοδο προς τον άλλο. Μέσω της γραφής, αφήνεις ίχνη να σε ανακαλύψει ο αναγνώστης και να συναντηθείτε στο μέσο της απόστασης.
Αν η Ελλάδα ήταν ποίημα…
Ο ποιητής βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση με το παρόν, αλλά δεν μπορεί να παραδοθεί σ’ αυτό άνευ όρων, καθώς το στοίχημα είναι η διαχρονία κι όχι η επικαιρικότητα. Πρόσφατα, ολοκλήρωσα ένα ποίημα με τίτλο «Ηττόπολις». Ενώ ο Οκταβιανός ίδρυσε τη Νικόπολη, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να χτίσουμε μια πόλη πάνω στην ήττα, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα αρνητικό.
Θυμώνω/ Ελπίζω…
Προσπαθώ να παίρνω αποστάσεις από αντιδράσεις που υπακούουν σε μια συναισθηματική ανάγνωση του κόσμου. Η ανάγκη να εκτρέπω τον εκ γενετής θυμό μου στην κοίτη της δημιουργίας, με κρατά καθαρό από τη βρωμιά της ελπίδας. Παρά ταύτα, συχνά θυμώνω με την καταπάτηση κάθε έννοιας δημοσίου συμφέροντος και σκάω χαμόγελο όταν βλέπω ανθρώπους να υπερβαίνουν το ίδιον όφελος.
Αγαπημένοι στοίχοι άλλου ποιητή…
Πιστεύω στην αξία του όλου ποιήματος, παρά στους στίχους-φωτοβολίδες που κινδυνεύουν να διολισθήσουν σε σλόγκαν ή σύνθημα. Το ποίημα που πρωτίστως με αφορά, είναι εκείνο που έχει να αφηγηθεί μια ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Καταφεύγω, λοιπόν, συχνά στη φράση του Γιώργου Χειμωνά πως «ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία συνταρακτική».
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΥΤΟΨΙΑ
Όταν τον έβγαλαν απ’ τη θάλασσα
Έκανε μέρες να στεγνώσει
Σαν το χταπόδι τον χτύπησαν
Να μαλακώσει κάπως η ψυχή του
Αλλά αυτός δεν έβγαζε απ’ το στόμα του
Την τελευταία του λέξη
Δεν έλεγε να καθαρίσει
Από τη στερνή του επιθυμία
Κι η αρμύρα στο κορμί του
Λες και ιδρώτας ήταν της θάλασσας
Καθώς μπήκε και βγήκε μέσα της
Με τη σφοδρότητα των εραστών
Που ξέρουν πως κάθε φορά
Μπορεί να ΄ναι και η τελευταία
Ανάμεσα στα δόντια του
Πεισματικά κρατούσε ένα κοχύλι
Από εκείνα που μάζευε παιδί
Ενθύμιο των βυθών
Φυλαχτό για όσους
Θέλησαν να περπατήσουν
Πάνω στη θάλασσα
(Από τη συλλογή «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011)
ΧΡΟΝΙΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
Ήρθε η Κ. κρατώντας
Σ’ ένα δίσκο γραμμοφώνου το κεφάλι μου
Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής
Καθώς το στόμα μου τραύλιζε
Ένα τραγούδι για κωφάλαλους
Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της
Και ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται
Με τόση ορμή
Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του
«Είδες πώς ακούγεται» μου ‘πε η Κ.
«Παρά τη σκόνη αιώνων
Που ’χει μαζέψει πάνω του
Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε»
Έκλεισα τα αυτιά μου
Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου
Κι έμεινα εκεί να αρρωστήσω κι άλλο
Με την πάρτη της
Χρόνιο περιστατικό εξάλλου
Τι δουλειά έχω εγώ
Να τρέχω στα επείγοντα
Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν
Κάτω από τη ζωή τους
Λες και θα προλάβουν το θάνατο
Με εκείνους που τρέχουν
Προς την έξοδο κινδύνου
Ξεχνώντας πως απ’ το σώμα του
Δεν ξέφυγε κανείς
«Κλαις;» με ρώτησε
«Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου»
Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας
Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων
«Δεν είναι τίποτα
Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου
Μη σταματάς
Συνέχισε να χορεύεις
Το κομμάτι τα σπάει»
(Από τη συλλογή «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011)
ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ
Ξέρω, δε θα βρεθεί αντίδοτο
Στο δηλητήριο της ύπαρξης
Φαρμακωμένοι θα φεύγουμε
Από την ξενιτειά του κόσμου
Έτσι και τα φιλιά μας πικρίζουν κάποτε
Είναι τότε που τα λόγια μας
Σταλάζουν τη μελάνη τους
Στους βλεννογόνους της νύχτας
Μα έλα να αγκαλιαστούμε απόψε
Εφημερεύει πάντοτε η αγάπη
Δε σώζει ζωές
Ξέρει όμως να δίνει τις πρώτες βοήθειες
Έστω μια απλή περιποίηση τραυμάτων
(Από τη συλλογή «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011)