Βιβλιο

Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο: Η Εσχάτη των Ποινών

Μπάλα, φασισμός και... η Λίμα φλέγεται!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο βοηθός αρχειοφύλακα των δικαστηρίων της Λίμα, Φέλιξ Τσακαλτάνα, διάγει έναν αφόρητα πληκτικό βίο: ζει με τη μητέρα του, μια θρησκόληπτη και συντηρητική χήρα που φροντίζει καθημερινά να του ασκεί την πρέπουσα πίεση υποδεικνύοντάς του τον ενάρετο τρόπο ζωής. Τασάρες Καββαδιέρο ένα πράμα η μαντάμ, για να ισπανοκανιβαλίσω επί της αρχετυπικής κινηματογραφικής Ελληνίδας μάνας μέγαιρας, Τασσώς Καββαδία. Είναι άπειρος ερωτικά: ενώ διατηρεί σχέση με θερμή καλλονή-κοπελίτσα σαν τα κρύα τα νερά, εντούτοις πέραν κάποιων φιλιών στα πεταχτά, ο έρως τους δεν «ολοκληρώνεται». Μεξικάνικη σαπουνόπερα! Ο Φέλιξ Τσακαλτάνα θεωρεί πως τα καλά παιδιά, αφού πρώτα στεφανωθούν με παπά και κουμπάρο, μόνο τότε μπορούν να προχωρήσουν σε κάτι περισσότερο από τρυφερά αγγίγματα στο χέρι!

Αστόπαιδο, δειλό, άγουρο, κοινωνικά απαίδευτο και αδιάφορο ως προς την Ιστορία που παρελαύνει δίπλα του με κλαγγή και θόρυβο συμπαρασύροντας το Περού σε πολιτικές δίνες αλλά και ποδοσφαιρικούς θριάμβους, εφόσον είμαστε στο 1978, χρονιά του Μουντιάλ της Αργεντινής αλλά και των πρώτων ελεύθερων εκλογών μετά τη δικτατορία, το κεντρικό πρόσωπο της «Εσχάτης των Ποινών» δεν διαθέτει κανένα από τα «ηρωικά» χαρακτηριστικά αντίστοιχων πολιτικοαστυνομικών-νουάρ μυθιστορημάτων. Στεγνός και άνυδρος, ξενέρωτος και «μπούλης» σε βαθμό εκνευριστικό! Μόνη του παρεκτροπή από αυτόν τον άνευρο και στερημένο χυμών, περιπέτειας και χαράς βίο, είναι η φιλία του με τον καθηγητή Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο, Χοακίν Κάλβο. Τους ενώνει η αγάπη για το σκάκι, ανταμώνουν τακτικά και ασκούν την τέχνη του σαχ, ρουά ματ, επιτίθενται τα λευκά και αμύνονται τα μαύρα. Μαυρέρος Αμυνταίρος, για να συνεχίσω τον ισπανοκανιβαλισμό μου! 

Μέχρι που μια μέρα ο καθηγητής Χοακίν εξαφανίζεται. Δεν έρχεται στο ραντεβού τους, δεν υπάρχουν ίχνη του, μια μοναξιά κι ένα αίσθημα απελπισίας περιλούζουν τον Φέλιξ, που γίνεται ακόμα μεγαλύτερο καθώς όλοι δίπλα του δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο, παρεκτός από το πρώτο παιχνίδι του Περού με τη Σκοτία. Είναι νικηφόρο, η Λίμα φλέγεται με το 3-1 που σημειώνει εν είδει ρωμαϊκού θριάμβου η ομάδα του τερματοφύλακα Κιρόγκα και του δεινού τριπλέρ και γκολτζή Τεόφιλο Κουμπίγιας. Δεινέρος Παικταρόλες, δεινοί παίκτες, σαν τώρα με θυμάμαι να τους σαπορτάρω, δεκατεσσάρων χρονών, αν και περισσότερο αγαπούσα την Αργεντινή των Μάριο Κέμπες, Ντανιέλ Πασαρέλα και Ντιεγκίτο Μαραντόνα.

Είμαστε στη Λατινική Αμερική, εδώ που η μπάλα είναι η Θεά της ζωής, το όπιο του λαού, η μόνη αλήθεια για το πόπολο, που δεν νοιάζεται για τίποτα άλλο, όπως κάθε συνεπής φτωχοδιάβολος που αδυνατεί να αντιληφθεί τη ζωή σαν κάτι περισσότερο από το «κερδάει η ομαδάρα, όλα φίνα, έξω ντέρτια και καημοί»! Κι Φέλιξ δεν ξέρει πως την ίδια ώρα που η ιαχή γκοοοοοοοοολ σκεπάζει με το θορυβώδη ενθουσιασμό της κάθε άλλον ήχο πάνω από τη Λίμα, ο φίλος του Χοακίν πέφτει νεκρός από σφαίρα πιστολέρο που τον παίρνει κάτω υπόκωφα και αθόρυβα.

Όμως η μοίρα του είναι αυτός να ξεδιαλύνει το έγκλημα. Αυτός να ενηλικιωθεί και να ωριμάσει απότομα, να κάνει τις μικρές επαναστάσεις του και να βυθιστεί σε μια επικίνδυνη ζώνη όπου ο θάνατος και η βία παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Θα πάει περίπατο η πρότερη στερημένη από «ζωή» ζωή του. Και θα ζήσει μια περιπέτεια όπου χούντες και μπαλαδόρες, επικίνδυνες ξανθιές και αριστερά γκρουπούσκουλα, παραστρατιωτικές ομάδες και κατάλοιπα των αναρχικών Ταξιαρχιών που πολέμησαν στη Βαρκελώνη το '30 περιπλέκονται διεστραμμένα με απαγωγείς βρεφών, βασανιστές, αντάρτικα πόλης, πτώματα σε σήψη και παλιούς λογαριασμούς που επιβάλλεται να «εξοφληθούν».

Δεν πρέπει να προδώσω, ούτε να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες, περιστατικά και περιγραφές του τι συμβαίνει μέσα στο νέο μυθιστόρημα του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο, πέραν του ότι ο συγγραφέας επιστρέφει στο αστυνομικοπολιτικό μυθιστόρημα μετά το διάλειμμα, ας μου επιτραπεί, του «Ουρουγουανού Εραστή», ιστορία μη μυθοπλαστική και στα όρια του παραμυθιού. Ήταν συνειδητή η επιλογή του, να γυρίσει δηλαδή πίσω πάλι στα χρόνια του «Κόκκινου Απρίλη», έργο του 2006, εκεί δηλαδή που συναντούμε για πρώτη φορά τον Φέλιξ Τσακαλτάνα, ατρόμητο εισαγγελέα όμως κι όχι φοβισμένο παιδαρέλι όπως στην «Εσχάτη των Ποινών». Που στη γλώσσα του ποδοσφαίρου θα πει πέναλτι, ενώ στης δικαιοσύνης, θεσμικής ή ένοπλης αριστερής και παρακρατικής θα πει σφαίρα και θάνατος. Γιατί αυτό το διττό είναι που περιπλέκεται και διασταυρώνεται στο βιβλίο. Μπάλα και φασισμός, άρτοι, θεάματα και μελανοχιτωνίτικες ή φαιοκόκκινες πρακτικές, το «σύνηθες» μενού της ζωής δηλαδή στη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του '70.

Και τι σύμπτωση: έτος 2015 και μοιάζει να επιστρέφουν στο προσκήνιο και πάλι λέξεις και πρακτικές που θεωρούσαμε πως πήραν την άγουσα για τα «αποδυτήρια» της Ιστορίας. Ιδεολογικά άκρα που στην εποχή των τεράτων, όπως εύστοχα την περιέγραψε ο Γκράμσι, όχι απλώς αρνούνται να αποσυρθούν, αλλά ξεμυτούν αυτολανσαριζόμενα ως μόνη λύση. Επίκαιρο βιβλίο επομένως. Με πυρετικό ρυθμό, ανατροπές, μπερδεμένους χαρακτήρες που ο Ρονκαλιόλο εύστοχα αποφεύγει να τους προσδώσει μανιχαϊστικές ιδιότητες πέραν του καλού και του κακού, η «Εσχάτη των Ποινών» είναι ένα μυθιστόρημα που διέπεται από έναν μοναδικό αφορισμό: «Οι καλοί συγγραφείς κάνουν τους ανθρώπους να σκέπτονται. Δεν δίνουν απαντήσεις. Μόνο προκαλούν καίριες ερωτήσεις, παρακινώντας όμως τους ανθρώπους να τις διατυπώσουν», όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Σαντιάγκο σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Μικέλα Χαρτουλάρη. Βιβλιάρα μούτσος εκλέκτικος και εντυπωσιάρες, για να μην ξεχνώ και τα «άψογα» ισπανικά μου!


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Τετάρτη 17 Ιουνίου, στο Public της Τσιμισκή Θεσσαλονίκης, στις 7 το απόγευμα,ο Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο συνομιλεί με το δημοσιογράφο Στέφανο Τσιτσόπουλο.

Παρασκευή 19 Ιουνίου, στο Public Συντάγματος, στις 8 το βράδυ,ο Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο επισκέπτεται την Αθήνα και συνομιλεί με τη δημοσιογράφο Μικέλα Χαρτουλάρη και το μεταφραστή του βιβλίου, Κώστα Αθανασίου.

image