Ο γνωστός ηθοποιός μιλά για τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή και την παράσταση στο θέατρο Παλλάς
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°

70 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών: Αυτή είναι η ιστορία του
Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου: Η ιστορία του κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της χώρας
Πριν από 70 χρόνια, στις 24 Αυγούστου 1955 και ώρα 20:40, ο διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Θεόδωρος Βαβαγιάννης, υψώνει την μπαγκέτα του και οι πρώτοι ήχοι από το «Λάργκο» του Χέντελ γεμίζουν το επιβλητικό ρωμαϊκό Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, εγκαινιάζοντας το πρώτο Φεστιβάλ Αθηνών. Εβδομήντα χρόνια μετά, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου εξακολουθεί να είναι ο κορυφαίος πολιτιστικός θεσμός της χώρας, προσελκύοντας κάθε καλοκαίρι καλλιτέχνες και θεατές απ’ όλο τον κόσμο.
Την ημέρα των εγκαινίων, ο εμπνευστής του θεσμού, ο τότε υπουργός Προεδρίας Γεώργιος Ράλλης, δήλωνε: «Το Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίον εγκαινιάζεται σήμερον με τους λαμπροτέρους οιωνούς και έχει συγκεντρώσει ζωηρότατον το ενδιαφέρον του ελληνικού και του διεθνούς κοινού, αποτελεί την μεγαλυτέραν καλλιτεχνικήν και τουριστικήν προσπάθειαν που εσημειώθη ποτέ εις την χώραν μας».
Για εκείνη την ιστορική βραδιά είχε συγκεντρωθεί στο Ηρώδειο σχεδόν όλη η επιχειρηματική, καλλιτεχνική και κοσμική Αθήνα, προκαλώντας το αδιαχώρητο. Παρόντα ήταν μέλη της βασιλικής οικογένειας καθώς και μέλη της κυβέρνησης Παπάγου.
Η αρχική σύλληψη του Γ. Ράλλη για το Φεστιβάλ Αθηνών ήταν να δημιουργηθεί ένας θεσμός στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού όμοιος με την Εβδομάδα Αρχαίου Δράματος, που είχε καθιερωθεί από το 1936, αλλά με μουσικό προσανατολισμό, και ο οποίος θα συνέδεε την τουριστική ανάπτυξη μ’ ένα πολιτιστικό προϊόν. Η εστίαση ήταν στις μεγάλες ορχήστρες και στην αναβίωση, με σύγχρονη ερμηνεία, του θεατρικού ρεπερτορίου της κλασικής αρχαιότητας. Ο χορός μπήκε στο πρόγραμμα από τον δεύτερο χρόνο και ύστερα.
Για την επίτευξη του στόχου μετακλήθηκε από την Αμερική ο διάσημος σκηνοθέτης της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, Ντίνος Γιαννόπουλος, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και το οργάνωσε με απόλυτη ελευθερία. Οι διάδοχοί του, Κώστας Βουρλούμης (1960-1964) και Νίκος Συνοδινός –αδελφός της τραγωδού Άννας Συνοδινού– (1964-1967), κινήθηκαν, χωρίς παρεκκλίσεις, στο ίδιο, εμπνευσμένο πνεύμα του προκατόχου τους, διατηρώντας τις υψηλές προδιαγραφές που είχαν τεθεί απ’ αυτόν.
«Η πρώτη δυσκολία την οποία αντιμετώπισα ήταν η άρνηση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου, να εγκριθεί πρόσθετη δαπάνη για την οργάνωση του Φεστιβάλ», σημειώνει ο Γ. Ράλλης στην επετειακή έκδοση «50 Χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών». Και συνεχίζει: «Η μόνη παραχώρηση που έγινε ήταν το Υπουργείο Οικονομικών να επιστρέψει την απορρόφηση του 5% του προϋπολογισμού του υπουργείου μου, που κανονικά θα έπρεπε να επιστραφεί αδιάθετο κατά τη λήξη της χρήσεως.
Το Φεστιβάλ Αθηνών του 1955 ήταν πολύ νοικοκυρεμένο και πολλοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν σ’ αυτό, όπως π.χ. ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Ντίνος Γιαννόπουλος, καθώς και οι κυρίες που ήλθαν από την Ευρώπη και την Αμερική και έλαβαν μέρος στις όπερες και τις συναυλίες, θεώρησαν ότι οι παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη ήταν τιμητικές και αρνήθηκαν την αμοιβή.
Οι παραστάσεις έτυχαν μεγάλης δημοσιότητας, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα, το 1956, τον δεύτερο χρόνο της λειτουργίας του Φεστιβάλ, να έλθουν στην Αθήνα πολλοί ξένοι τουρίστες για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις και ιδίως τη μεγάλη Ελληνίδα Μαρία Κάλλας, που συμμετείχε και αυτή».
Η ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών, 6 μόλις χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, με τη χώρα σε μεταβατική κατάσταση, βοήθησε την τότε Αθήνα, με τα λιγοστά χειμερινά και θερινά θέατρα και τις ελάχιστες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, να πάρει μια γενναία γεύση της τέχνης του υψηλού και έφερε στην πόλη έναν αέρα κοσμοπολιτισμού.
Την πρώτη εκείνη χρονιά του Φεστιβάλ, το θέατρο εκπροσωπήθηκε με δύο παραστάσεις αρχαίου δράματος, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και με πρωταγωνιστές τον ίδιο, την Κατίνα Παξινού, την Άννα Συνοδινού και τον Παντελή Ζερβό.
Η μεγαλύτερη όμως στιγμή ήταν στο φινάλε, στις αρχές Οκτωβρίου, όταν ήρθε στην Αθήνα η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, ένα από τα σημαντικότερα μουσικά σύνολα παγκοσμίως, με μαέστρο τον διασημότερο Έλληνα εκείνης της εποχής, με διεθνή ακτινοβολία, Δημήτρη Μητρόπουλο. Λόγω βροχής, οι τρεις προγραμματισμένες συναυλίες δεν έγιναν στο Ηρώδειο, αλλά στον κινηματογράφο Ορφέα. Εκείνη η πρώτη παρουσία του Μητρόπουλου υπήρξε καταλυτική για το μέλλον του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο έκτοτε αποτέλεσε πόλο έλξης για μεγάλους μουσικούς, αλλά και μια πλειάδα κορυφαίων μαέστρων και σολίστ με τις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου.
Συγχρόνως, όμως, η αναπόφευκτη σύγκριση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης με τα ελληνικά σχήματα και ιδιαιτέρως με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, αν και δυσμενής, ουσιαστικά την ωφέλησε και της έδωσε κίνητρο να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα, στοχεύοντας στο καλύτερο. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του αρχιμουσικού Μίνου Δούκα, τον Νοέμβριο του 1955, στην εφημερίδα Καθημερινή: «Μετά την επίσκεψη του Μητρόπουλου και της Φιλαρμονικής του, το έργον (…) της ορχήστρας μας είναι ολοφάνερα βαρύ και αχάριστο (…) Δεν πρέπει να μείνουμε επ’ άπειρον η τελευταία μουσική επαρχία της Ευρώπης…».
Το κύρος που απέκτησε το Φεστιβάλ Αθηνών από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του το κατέταξε στα πλέον προβεβλημένα της Ευρώπης και οι χρονιές μέχρι το 1967 θεωρούνται από τις πλέον λαμπρές και ένδοξες του θεσμού. Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν περίοδος απόλυτης εσωστρέφειας και απομόνωσης. Το Φεστιβάλ «μπήκε στον πάγο», όπως και όλα τα καλλιτεχνικά δρώμενα, και φυτοζωούσε, διοργανώνοντας ελάχιστες μουσικές εκδηλώσεις διεθνούς ενδιαφέροντος.
Μετά τη μεταπολίτευση άρχισε ν' αναγεννιέται από τις στάχτες του, με την οργάνωση, όμως, και τη διεύθυνσή του να ανατίθενται σε παράγοντες του τουρισμού. Εμφανίστηκαν οι «ατζέντηδες», οι οποίοι επέβαλλαν τις επιλογές τους, που γίνονταν βάσει κόστους και εμβέλειας των καλλιτεχνών. Η επεμβατικότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων στις επιλογές μάνατζερ της καλλιτεχνικής δημιουργίας είχε ως αποτέλεσμα να αμβλύνονται οι στόχοι, οι εκδηλώσεις να πληθαίνουν μεν, εις βάρος της ποιότητας δε, και το Φεστιβάλ να οδηγείται σ’ έναν θολό υδροκεφαλισμό, χάνοντας κατά κάποιον τρόπο την επαφή του με τον ευρωπαϊκό, κυρίως, μοντερνισμό της εποχής.
Ο εκλιπών εξαίρετος κριτικός θεάτρου και από την πρώτη εκδήλωση «θαμώνας» του Φεστιβάλ, Κώστας Γεωργουσόπουλος, σχολίαζε σε μια καλοπροαίρετη, αντικειμενική κριτική: «Στα 50 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών είδαμε κι ακούσαμε, άλλοτε πυκνά, άλλοτε αραιά, σημαντικά συγκροτήματα. Και στην πρώτη –ακόμη και στην επάρατο επταετία– και στην έσχατη περίοδο. Συχνά, πολύ σημαντικά. Αλλά έλειψε ο στοχασμός, η φιλοσοφία των πρώτων χρόνων, τα λίγα και εκλεκτά και όχι το λίγο απ’ όλα. Ένα φεστιβάλ, για να διατηρήσει το κύρος του, δεν πρέπει να υποκύπτει στη λογική του “σούπερ μάρκετ”, ή στην τηλεοπτική Βαβέλ. Ένα φεστιβάλ δεν είναι θεσμός ποικιλιών.
»Ένα επίσημο φεστιβάλ, κρατικό, πρέπει να λειτουργεί με το κριτήριο “τι θέλω να προτείνω ως παιδευτικό αγαθό στον κόσμο” και όχι “τι θέλει ο κόσμος”. Όπως και να ’χουν όμως τα πράγματα, ένας συστηματικός θαμώνας των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών υπήρξε τυχερός, αφού μπορούσε κάθε χρόνο να επιλέξει δύο, τρία και τέσσερα σημαντικά γεγονότα στη χώρα μας, σε έναν υπέροχο, σχεδόν μυθικό χώρο και με προσιτό τίμημα. Γιατί πρέπει αυτό να το εκθειάσουμε: Το εισιτήριο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών είναι το φθηνότερο όλων των ομολόγων φεστιβάλ του κόσμου».
Το πρώτο, και μοναδικό για αρκετά χρόνια, «σπίτι» του Φεστιβάλ Αθηνών, εκτός από το Θέατρο της Επιδαύρου, ήταν το Ηρώδειο, το οποίο ταυτίστηκε με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της Ελλάδας κατά τη θερινή περίοδο. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του είχε αναστηλωθεί μονάχα μέρος του κάτω διαζώματος, ενώ πολλές κερκίδες ήταν ακόμη ξύλινες. Το άνω διάζωμα ήταν γνωστό ως τα «βραχάκια».
Αναμφίβολα όμως, μια παράσταση στο Ηρώδειο, τότε και τώρα, κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, μια νύχτα καλοκαιριού με ή χωρίς φεγγάρι, είναι για τους θεατές εμπειρία ανεπανάληπτη. Ο χώρος και μόνο προσδίδει στην κάθε παράσταση μοναδική γοητεία και προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση.
Το Φεστιβάλ Αθηνών έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα της Τέχνης
Στα 70 χρόνια της λειτουργίας του, το Φεστιβάλ Αθηνών έχει φιλοξενήσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής, του χορού και του θεάτρου από την εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Όπως ήδη αναφέρθηκε, την αρχή έκανε ο παγκοσμίου φήμης Έλληνας αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, διευθύνοντας τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, αλλά και, τρία χρόνια αργότερα, τη φημισμένη Φιλαρμονική της Βιέννης.
Η μεγάλη ντίβα Μαρία Κάλλας (1957), ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν (1959), ο ελληνικής καταγωγής και μόνιμος καθοδηγητής της Φιλαρμονικής του Βερολίνου Χέρμπερτ φον Κάραγιαν (1962, 1963, 1965), ο Φρανκ Σινάτρα (1962), ο Άιζακ Στερν (1967), ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς (1985), ο Λουτσιάνο Παβαρότι (1991, 2004), η Λάιζα Μινέλι (1996), η Μίλβα (1996), ο Πλάθιντο Ντομίνγκο (2000), ο Έλτον Τζον (2000), ο Ζαν-Μισέλ Ζαρ (2001), ο Φίλιπ Γκλας (2004), η Τζίνα Μπαχάουερ, η Μάρθα Άργκεριχ (2017), ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ντέμης Ρούσσος, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαρινέλλα, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταμάτης Σπανουδάκης, ο Μίμης Πλέσσας, η Νάνα Μούσχουρη, ο Μάριος Φραγκούλης, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Μόνικα (2020), αλλά και η Λόρι Άντερσον (2022), η Πάτι Σμιθ (2022), ο Sting είναι ενδεικτικά μερικά από τα ονόματα του χώρου της μουσικής που εμπλούτισαν με τις εμφανίσεις τους το πρόγραμμα, αρκετά δε εξ αυτών πάνω από μία φορά.
Οι πιο νεαροί σε ηλικία Έλληνες μουσικοί που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών ήταν ο πιανίστας Δημήτρης Σγούρος, στην ηλικία των 13 ετών (1982) και ο Λεωνίδας Καβάκος το 1983, μόλις είχε συμπληρώσει τα 15 του χρόνια.
Μεταξύ άλλων, αλησμόνητο θα μείνει το ρεσιτάλ πιάνου του Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, το καλοκαίρι του 1976, όταν το κοινό τον κάλεσε ξανά στη σκηνή 12 φορές.
Εκείνοι που έφυγαν
Mετά το 1958, ο Δημήτρης Μητρόπουλος δεν επανήλθε για συναυλία στην Ελλάδα. Πέθανε από καρδιακή προσβολή, κυριολεκτικά με την μπαγκέτα στο χέρι, στις 2 Νοεμβρίου 1960, πάνω στο πόντιουμ της Σκάλας του Mιλάνου, στη διάρκεια πρόβας της «Tρίτης Συμφωνίας» του Γκούσταβ Μάλερ. Είχε εκφράσει προφορικώς αλλά και γραπτώς την επιθυμία η σορός του να αποτεφρωθεί και η τέφρα του να μεταφερθεί στην Ελλάδα, όπως και έγινε, στις 6 Νοεμβρίου. Την υποδοχή της τέφρας με τιμές στο αεροδρόμιο ακολούθησε μεταφορά της με πομπή στο Ηρώδειο για μια μικρή, συγκινητική τελετή και μετά στο Α΄ Νεκροταφείο, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων και κατασκεύασε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς.
Το να πεθάνει πάνω στο πόντιουμ την ώρα που διευθύνει μια ορχήστρα ίσως να είναι ο ωραιότερος θάνατος που ένας μαέστρος ονειρεύεται για τον εαυτό του, αναμφίβολα όμως ένα τέτοιο γεγονός αποτελεί μια από τις πιο δραματικές στιγμές που μπορούν να διαδραματιστούν σ’ έναν συναυλιακό χώρο. Αυτό συνέβη στις 6 Αυγούστου 1971 στο Ηρώδειο, όταν ο διάσημος μαέστρος Φάουστο Κλέβα, λίγα λεπτά μετά την υπόκλιση που είχε κάνει μπρος στους θεατές και μόλις είχε αρχίσει να διευθύνει την ορχήστρα στην εισαγωγή της όπερας του Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη», έπαθε ανακοπή καρδιάς και σωριάστηκε νεκρός.
Ακόμη ένα θλιβερό περιστατικό βίωσαν οι θεατές στο κατάμεστο Ηρώδειο στις 22 Αυγούστου 1976, περιμένοντας να υποδεχτούν τη διεθνούς φήμης πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ στη συναυλία με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον με αρχιμουσικό τον Αντάλ Ντοράτι. Αντ’ αυτής όμως έφτασε η θλιβερή είδηση του απροσδόκητου θανάτου της, που σκόρπισε θλίψη και συγκίνηση.
Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου | Παραστάσεις που άφησαν εποχή
Το 1980 ήταν μια σημαντική χρονιά για την ελληνική μουσική, όταν παρουσιάστηκε το «Άξιον εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο λειτούργησε και σαν προπομπός για συναυλίες Ελλήνων δημιουργών από διαφορετικά μουσικά ρεύματα και με διαφορετικές επιδράσεις.
Από τα πρώτα χρόνια του θεσμού, το θέατρο κατείχε προνομιακό ρόλο σ’ αυτόν και το Ηρώδειο γνώρισε κορυφαίες στιγμές, με συστηματικές παρουσιάσεις παραστάσεων αρχαίου δράματος, αρχικά από το Εθνικό Θέατρο και αργότερα και από το ΚΘΒΕ καθώς και δημοτικά περιφερειακά θέατρα (Κρήτης, Βόλου, Πάτρας κ.ά.), που έφεραν την υπογραφή καταξιωμένων σκηνοθετών, όπως των Αλέξη Μινωτή, Δημήτρη Ροντήρη, Κωστή Μιχαηλίδη, Αλέξη Σολομού, Καρόλου Κουν, Σπύρου Ευαγγελάτου, Σταμάτη Φασουλή, Γιάννη Κακλέα, Νίκου Μαστοράκη κ.ά.. Γνωστά ονόματα από τον χώρο της υποκριτικής τέχνης (Κατίνα Παξινού, Μαίρη Αρώνη, Άννα Συνοδινού, Μάνος Κατράκης, Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέξης Μινωτής, Αλέκος Αλεξανδράκης, Τζένη Καρέζη, Παντελής Ζερβός, Νίκος Κούρκουλος, Δημήτρης Χορν κ.ά.), χάρισαν με τις ερμηνείες τους σε τραγικούς ρόλους ξεχωριστές νύχτες στο φιλοθεάμον κοινό.
Διεθνείς σκηνοθέτες, όπως ο Ρομέο Καστελούτσι, ο Τόμας Οστερμάιερ, ο Ολιβιέ Πι, Φίλιπ Κεν, άφησαν, τις τελευταίες δεκαετίες, το αποτύπωμά τους. Σταθμός ήταν και η δίγλωσση (ελληνικά και τουρκικά) παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου «Πέρσες» το 2006, μια συμπαραγωγή του θεάτρου Άττις, του Διεθνούς Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης, του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της 4ης Θεατρικής Ολυμπιάδας, αλλά και η sold out παράστασή του «Ορέστεια», που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς το καλοκαίρι του 2024.
Μια παράσταση που δημιούργησε θόρυβο και σκάνδαλο, ήταν οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, με την ανατρεπτική σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν (Αύγουστος 1959), ο οποίος είχε συνεργαστεί τότε με τους κορυφαίους καλλιτέχνες Γιάννη Τσαρούχη (σκηνικά-κοστούμια), Μάνο Χατζηδάκι (μουσική) και Ζουζού Νικολούδη (χορογραφία).
Η εμφάνιση του ιερέα της αρχαίας ελληνικής λατρείας με καλυμμαύχι ορθόδοξου παπά σε μια σκηνή θυσίας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και επεισοδίων και ο τότε υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αγανακτισμένος αποχώρησε επιδεικτικά από το Ηρώδειο, έδωσε εντολή την επαύριο να ματαιωθεί η δεύτερη παράσταση «ως προσβάλλουσα το θρησκευτικό αίσθημα του λαού».
Η κίνηση αυτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια από τον Τύπο της εποχής και ο σκιτσογράφος των Νέων, Φωκίων Δημητριάδης, γελοιογραφούσε έκτοτε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο συνοδευόμενο από μια κότα. Εν αντιθέσει με το τι συνέβη με το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα, οι «Όρνιθες» θριάμβευσαν στην Ευρώπη και το 1962 πήραν το βραβείο καλύτερης παράστασης στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι.
Ο Κάρολος Κουν επανήλθε αργότερα στο Ηρώδειο με τους φημισμένους «Πέρσες» (1965) και άλλες παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης («Βάκχες», «Οιδίπους Τύραννος», «Προμηθέας Δεσμώτης» κ.ά.), αποσπώντας θερμό χειροκρότημα. Η προοδευτική ματιά και η νεωτερικότητα που χαρακτήριζε το Θέατρο Τέχνης από την αρχή της ιδρύσεώς του (1942) και ερχόταν σε αντίθεση με την κλασικίζουσα προσέγγιση του Εθνικού Θεάτρου, με πρωτοστάτη τον Δημήτρη Ροντήρη, είχε αρχίσει πλέον να αποκτά φανατικό κοινό.
Οι «Όρνιθες» δεν ήταν η μόνη παράσταση που δίχασε κοινό και Τύπο. Στη μακρόχρονη ιστορία του θεσμού, ατέρμονες συζητήσεις για το τι πρέπει ν’ ανεβαίνει και πού, πώς πρέπει να είναι σκηνοθετημένη, ή από ποιους ηθοποιούς πρέπει να παίζεται μια παράσταση αρχαίου δράματος είναι συχνά στο προσκήνιο, όπως συνέβη με τον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάιερ, στην Επίδαυρο (2021).
Έργα από τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση, με την υπογραφή ποιητών και συγγραφέων όπως των Νίκου Καζαντζάκη, Άγγελου Σικελιανού, Νικηφόρου Βρεττάκου, Γεωργίου Θεοτοκά, Βιτσέντζου Κορνάρου, επίσης ανέβηκαν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Όμως δεν έλειψε και η ευρωπαϊκή κλασική δραματουργία, με έργα του Σαίξπηρ να έχουν την τιμητική τους («Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Βασιλιάς Ληρ», «Ριχάρδος Γ΄» κ.ά.), αλλά και το ελληνικό σαιξπηρικό στίγμα σε παραστάσεις σκηνοθεσίας Σπύρου Ευαγγελάτου («Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»), Λεωνίδα Τριβιζά («Τίμων ο Αθηναίος»), Μιχάλη Κακογιάννη («Αντώνιος και Κλεοπάτρα»).
Το Φεστιβάλ Αθηνών, εν αντιθέσει με το τι συνέβαινε στα αντίστοιχα της Ευρώπης, άργησε να φιλοξενήσει σχήματα ή παραστάσεις που ανήκαν στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου και είχαν αφήσει το στίγμα τους στις πόλεις όπου περιόδευσαν. Ο «Υπηρέτης δύο αφεντάδων» του Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία του Τζόρτζιο Στρέλερ, παρουσιάστηκε από το Piccolo Teatro του Μιλάνου, το 1998.
Στα προγράμματα του Φεστιβάλ έχει συμπεριληφθεί το παραδοσιακό Θέατρο Νο (1965, 2010, 2024), το οποίο εντυπωσιάζει το κοινό συνδυάζοντας το τελετουργικό ιαπωνικό χοροθέατρο με στοιχεία εξωτισμού.
Ο χορός προστέθηκε τον δεύτερο χρόνο στο πρόγραμμα και η πρώτη παράσταση ήταν το χορόδραμα «Μοίρα των Μυκηνών» με τον διάσημο χορευτή-χορογράφο Χάραλντ Κρόιτσμπεργκ, ο οποίος συνεργάστηκε με την Κούλα Πράτσικα και τη Ζουζού Νικολούδη.
Από ελληνικής πλευράς, το Λύκειο των Ελληνίδων, το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου αλλά και η Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου είχαν συχνή παρουσία στα προγράμματα του Φεστιβάλ. Ταυτόχρονα, το ελληνικό κοινό είχε την τύχη να παρακολουθήσει παραστάσεις διάσημων χορευτικών συγκροτημάτων του εξωτερικού, καθώς και κορυφαίους σολίστ του κλασικού μπαλέτου.
Το Ηρώδειο ξεχείλιζε από κόσμο όταν ερχόταν ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο «Ιπτάμενος Τάταρος», όπως τον αποκαλούσαν, η αιθέρια Μαργκότ Φοντέιν, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο Μπαλανσίν, η αξέχαστη Πίνα Μπάους, ο Μορίς Μπεζάρ με το Μπαλέτο του 20ού αιώνα, σε χορογραφίες πρωτοποριακές για την εποχή, τα μπαλέτα Μπολσόι και Στανισλάφσκι, τα μπαλέτα Κίροφ, το αμερικανικό Χοροθέατρο του Άλβιν Έιλι, το χορευτικό συγκρότημα της Μάρθα Γκράχαμ. Από το 2006, στον χώρο του Φεστιβάλ στην οδό Πειραιώς 260, παρελαύνουν κάθε χρόνο γνωστά ονόματα σύγχρονων Ελλήνων και ξένων χορευτών και χορογράφων.
Η όπερα, ως βαρύ ιδεολογικό οπλοστάσιο κάθε ώριμης εθνικής μουσικής κουλτούρας από τον 19ο αιώνα, κατέλαβε από την αρχή κεντρική θέση στα προγράμματα του Φεστιβάλ Αθηνών, και στη σκηνή του Ηρωδείου φιλοξενήθηκαν εντυπωσιακές παραστάσεις, με τον Βέρντι, ως προς το ρεπερτόριο, να κατέχει τα πρωτεία («Ναμπούκο», «Αΐντα», «Οθέλλος», «Ντον Κάρλος», «Μακμπέθ» κ.ά.).
Αξίζει δε ν’ αναφερθεί ότι, πριν καν ιδρυθεί το Φεστιβάλ, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και της γερμανικής Κατοχής, το Ηρώδειο, με χωρητικότητα πολύ μικρότερη της σημερινής, είχε ανεβάσει δύο όπερες στις οποίες είχε τραγουδήσει η Μαρία Κάλλας («Φιντέλιο» του Μπετόβεν και «Πρωτομάστορας» του Καλομοίρη). Το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξένησε οπερατικές παραγωγές, με κύριο συνεργάτη την Εθνική Λυρική Σκηνή και μετακλήσεις μερικών από τους διασημότερους ξένους μονωδούς, όπως ο Καναδός τενόρος Τζον Βίκερς και ο Ιταλός βαρύτονος Τίτο Γκομπ, στον «Οθέλλο» του Τζουζέπε Βέρντι, (1965), ο Κάρλο Μπεργκόντζι, στην «Αΐντα» (1965) κ.ά.
Αξέχαστη θα μείνει για τα πλούσια σκηνικά, τον πολυπληθή θίασο και τις κορυφαίας ποιότητας ερμηνείες, η παράσταση «Πόλεμος και Ειρήνη» του Σεργκέι Προκόφιεφ, που παρουσίασαν τα μπαλέτα Κίροφ, το καλοκαίρι του 1978.
Μία από τις παραστάσεις που άφησαν εποχή και για ένα εισιτήριο της οποίας το κοινό ξενύχτησε, όπως λέγεται, μπροστά στα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών, ήταν η «Κάρμεν» που παρουσίασε το 1984 η Όπερα της Ζυρίχης, με την Ελληνίδα μεσόφωνο Αγνή Μπάλτσα και τον Ισπανό παρτενέρ της, τενόρο Χοσέ Καρέρας.
Στο Φεστιβάλ Αθηνών έχουν παρουσιαστεί αριστουργήματα θρησκευτικής και κοσμικής φωνητικής μουσικής, όπως ορατόρια του Χέντελ και του Χάϋδν, λειτουργίες του Μπαχ, το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι.
Οι αφίσες του Φεστιβάλ Αθηνών
Η προβολή του Φεστιβάλ, από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, γινόταν με αφίσες φιλοτεχνημένες από γνωστούς εικαστικούς (Γ. Ανεμογιάννης, Γ. Τσαρούχης, Α. Βουρλούμης, Ν. Κωστόπουλος, Μ. Κατσουράκης, Φ. Κάραμποτ, Γ. Βακιρτζής, Τάκης, Κ. Τσόκλης, Β. Σκούρα, Γ. Μόραλης, Γ. Ψυχοπαίδης κ.ά.), με πολλές εξ αυτών να χαρακτηρίζονται επάξια ως μουσειακά κομμάτια.
Παράλληλα με το Φεστιβάλ Αθηνών υπήρχε το Φεστιβάλ της Επιδαύρου, επικεντρωμένο σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και κωμωδίας, τα Επιδαύρια. Οργανωτικά, ενώθηκαν το 1998 με την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε., η οποία από το 2018 πέρασε στην εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στο πηδάλιο του Φεστιβάλ Αθηνών
Τη δεκαετία του ’90 δημιουργείται ένα κλίμα αμφισβήτησης του θεσμού, με το Φεστιβάλ Αθηνών να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων και έντονης κριτικής. Το κύρος του έτεινε να απαξιωθεί, κι αυτό οφειλόταν, μεταξύ άλλων, σε ξεπερασμένες αντιλήψεις και αγκυλώσεις, στον έντονο κρατικό παρεμβατισμό, στις πελατειακές διασυνδέσεις με την εξουσία, στις διαδοχικές παραιτήσεις διευθυντών, σε παγιωμένα συμπτώματα του παρελθόντος, που επηρέαζαν το πρόγραμμα, την ποιότητα και την καλλιτεχνική του εξέλιξη.
Tη χαμένη του αίγλη ξαναβρήκε όταν από το 2006 έως το 2016 πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής ανέλαβε ο Γιώργος Λούκος, μια καταξιωμένη προσωπικότητα, με τεράστιο έργο, εμπειρία και διεθνή καριέρα (για δεκαετίες καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Λυών). Ο Λούκος έκανε ριζικές μεταβολές αναφορικά με τη δομή και τη φιλοσοφία του Φεστιβάλ, δίνοντάς του νέα ταυτότητα και τοποθετώντας το ξανά επάξια στον παγκόσμιο χάρτη. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι στα χρόνια της κρίσης είχε την ευαισθησία να εργάζεται αμισθί, μην επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό του Φεστιβάλ.
Επί των ημερών του, το Φ.Α. αναβαθμίστηκε ανανεώθηκε, εκδημοκρατίστηκε, εκμοντερνίστηκε και απαλλάχθηκε από τους ατζέντηδες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους τόσο των παραστάσεων όσο και των εισιτηρίων, που έγιναν προσιτά και σε νεαρότερες ηλικίες. Επεκτάθηκε σε πολλές και διαφορετικές σκηνές, με επίκεντρο τον χώρο του πρώην εργοστασίου Τσαούσογλου (Πειραιώς 260), που, ακολουθώντας τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, μετατράπηκε σε χώρο πολιτισμού, μετατρέποντας με τη σειρά του και μια ξεχασμένη περιοχή της Αθήνας σε εστία τέχνης. Το Φεστιβάλ ήταν πλέον μια γιορτή διάσπαρτη στην πόλη. Το δε πρόγραμμα της Επιδαύρου διευρύνθηκε με τη μετάκληση διάσημων καλλιτεχνών που παρουσίασαν στην αρχαία σκηνή και νεότερα έργα κλασικών δημιουργών, από Σαίξπηρ έως και Μπέκετ.
Ηχηρά ονόματα από το διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα άρχισαν να εμφανίζονται στο Φεστιβάλ, κατόπιν προσωπικής πρόσκλησης του διευθυντή (Μπομπ Γουίλσον, Τόμας Οστερμάγιερ, Πίνα Μπάους, Γουίλιαμ Νταφόε, Ιζαμπέλα Ροσελίνι, Φιόνα Σο κ.ά.). Για πρώτη δε φορά στην ιστορία του θεσμού, παραγωγές του επίσημου φεστιβάλ εκπροσώπησαν τη χώρα μας στα μεγαλύτερα αντίστοιχα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Αν και η προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό και στην αθηναϊκή πολιτιστική σκηνή ήταν τεράστια, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στη χώρα μας, αυτή δεν εκτιμήθηκε δεόντως, το αντίθετο μάλιστα. Ενορχηστρωμένα δημοσιεύματα του 2015 ενέπλεξαν το όνομά του σε υπόθεση διασπάθισης δημοσίου χρήματος και εξαναγκάστηκε, από τον τότε υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, σε παραίτηση. Δικαιώθηκε πανηγυρικά το 2023, έπειτα από δικαστικές διαμάχες ετών, αλλά χάσαμε, καλλιτεχνικά ως χώρα και ως θεατές από την αποπομπή του.
O Γ. Λούκος αντικαταστάθηκε από τον διάσημο Φλαμανδό καλλιτέχνη Γιαν Φαμπρ, ο διορισμός του οποίου σηματοδότησε μια από τις πλέον ταραχώδεις περιόδους στον χώρο του πολιτισμού. Η θητεία του κράτησε περίπου δύο μήνες και κατέληξε στην παραίτησή του, μετά τις έντονες αντιδράσεις ανθρώπων του χώρου, που τον είχαν χαρακτηρίσει persona non grata.
Τον Γιαν Φαμπρ διαδέχτηκε ο Βασίλης Θεοδωρόπουλος (2016-2019), ο οποίος ανταποκρίθηκε επιτυχώς στο αίτημα «ενός νέου μοντερνισμού» και, μεταξύ άλλων, υποστήριξε τις συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού, καθώς και τη διεύρυνση του κοινού με ένα σημαντικό άνοιγμα στην πόλη, που εκτείνεται από την Αθήνα ως τον Πειραιά.
Από το 2019, στο πηδάλιο του Φεστιβάλ Αθηνών βρίσκεται η σκηνοθέτις Κατερίνα Ευαγγελάτου, η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτό το πόστο. Αν και η αρχή της θητείας της συνέπεσε με την πολιτιστική ανομβρία της περιόδου της επιδημίας του κορωνοϊου, το 2020, με εφαρμογή αυστηρών πρωτοκόλλων, παρουσιάστηκε ένα μέρος από το πρόγραμμα που αρχικά είχε σχεδιαστεί, το «Υποσύνολο – Fragment», με έμφαση στην ελληνική δημιουργία και προτεραιότητα στους Έλληνες δημιουργούς. Το 2021, το Φεστιβάλ είχε ένα διευρυμένο πρόγραμμα καθώς και μια νέα οπτική ταυτότητα, ένα σήμα, που αποτελεί αναφορά στη μορφολογία και την ιστορική αξία δύο εμβληματικών χώρων: του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου και του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, δημιουργία του διεθνούς Designer / Creative Director Δημήτρη Παπάζογλου και της ομάδας του DpS / Athens.
Η εξωστρέφεια του Φεστιβάλ Αθηνών συνεχίζεται, με στόχο το πρόγραμμά του να απευθύνεται όχι μόνο σε επαγγελματίες ή καταρτισμένους θεατές, αλλά και στο ευρύτερο κοινό και σε ανθρώπους που είναι ανοιχτοί στην τέχνη, έτοιμοι να προσεγγίσουν το καινοτόμο, το άγνωστο, το πρωτοποριακό. Είναι γεγονός ότι συχνά η τόλμη αυτών των εγχειρημάτων δεν γίνεται αποδεκτή από μέρος του κοινού και μερίδα του Τύπου και είναι αφορμή για συζητήσεις και αντεγκλήσεις σχετικά με την ιερότητα των αρχαιολογικών χώρων, τη μυθολογία, τους αρχαίους συγγραφείς.
Με γνώμονα πάντα την εξωστρέφεια, το 2023 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του θεσμού, με τη δημιουργία του GR.A.PE (Greek Agora of Performances), μιας πλατφόρμας προβολής και εξαγωγής του ελληνικού θεάτρου και χορού στη διεθνή σκηνή.
Στις 31 Ιανουαρίου 2025, η πρέσβειρα της Γαλλίας στην Ελλάδα, Λοράνς Αουέρ απένειμε, εξ ονόματος της υπουργού Πολιτισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας, στην καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ τα Διάσημα του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών, για την προσφορά της στους τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και του πολιτισμού. Η κορυφαία αυτή διάκριση, εκτός του ότι αποτελεί ύψιστη τιμή για την Κατερίνα Ευαγγελάτου, είναι κατ’ επέκταση και μια διεθνής αναγνώριση του θεσμού.
Το Φεστιβάλ Αθηνών είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ελληνικό καλοκαίρι και αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη των Αθηνών. Έχει αγκαλιαστεί με ενθουσιασμό από κοινό και καλλιτέχνες και, πέρα από τον ψυχαγωγικό αλλά και εκπαιδευτικό του χαρακτήρα, προσφέρει στους θεατές την ευκαιρία να απολαύσουν, σε εμβληματικούς χώρους, στον τόπο τους, μοναδικές παραστάσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων της μουσικής, του χορού, και του θεάτρου, τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς σκηνής.
Ευχόμαστε χρόνια πολλά στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει στο κοινό του, προσφέροντας κάθε χρόνο πλούσια και ποιοτικά προγράμματα από τον θαυμαστό χώρο των παραστατικών τεχνών.
Δειτε περισσοτερα
Βγαίνει σε τρία σχέδια, 100 κομμάτια το καθένα, στην τιμή των €4.900
Μπήκαμε στο εργαστήριο του εικαστικού λίγο πριν το στήσιμο της νέας του έκθεσης στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη
Κινητό και ακουστικά είναι τα μόνα που χρειάζεσαι για να ξεναγηθείς στα video installations της θεατρολόγου Μάγδας Κόρπη στο Μουσείο
Η φτώχεια, ο πόλεμος, η απουσία του πατέρα της, η αρπαγή της από τους Τούρκους, ο τίτλος της πρώτης «κυρίας επί των τιμών» της βασιλικής αυλής, ο αταίριαστος γάμος και το ιστορικό πορτραίτο
Τα αδύνατα σώματα, τα plus size μοντέλα και ο ρόλος του Ozempic